2024
Περιοδικό

Η Μ. Πεμπτη της κ. Άννας

Της Βαρβαρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου

Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και η  Αγία Εκκλησία μας, τη στιγμή μεταξύ του 5ου και του 6ου Ευαγγελίου ψάλλει το αντίφωνον.

Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας, Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς.Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις.Ῥάπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ.Ἥλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.  Προσκυνοῦμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ.Δεῖξον ἡμῖν, καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν.. 

Σήμερα και αύριο Μ. Παρασκευή, ημέρα της ταφής, κορυφώνεται το πάθος του Κυρίου μας.

Ο κόσμος συρρέει στις εκκλησιές με τις καφετιές λαμπάδες στο χέρι να ζήσει την κορύφωση του θείου δράματος.

 

Θυμάμαι και σας παραθέτω εν είδη διηγήματος, ένα βίωμα μιας στενής μου φίλης για μιά διαφορετική Μ. Πέμπτη στο νησί…γιατί κάποτε είμασταν παιδιά κι εμείς  κι ο σατανάς συχνά πυκνά κέρδιζε τη μάχη  με τα ΠΡΕΠΕΙ μας.

Τον σατανά τον έλεγαν Γαρουφαλίδειο Σινεμά, ήταν νεόδμητος, στον καροτσόδρομο της Μύρινας κι εκείνη την ημέρα (τόσο τους έκοφτε) έπαιζε ένα συναισθηματικό έργο…και ήταν Πάσχα του 1956

 

<< Η κυρία Άννα λοιπόν….ξακουστή για την περιέργειά της, την κοινωνικότητά της και το λευκό της στριφογυριστό κότσο, πέταξε την μπροστινοποδιά  της και γύρισε στον καναπέ της κουζίνας της να αποκάμει. Τρεις οκάδες κουλούρια αμμωνίας είχε πλάσει. Πάνω από 10 λαμαρίνες πηγαινοέφερνε η εγγονή της στο φούρνο της γειτονιάς. Η καμπάνα θα χτυπούσε σε λίγο.

-Ετοιμάστηκες Κατερινιώ;

-Έτοιμη είμαι γιαγιά, περιμένω να περάσει ηΤασούλα.

  • Πάρε και τη δική μου λαμπάδα να την ανάψεις την ώρα που θα βγάζουν το Εσταυρωμένο.
  • Καλέ γιαγιά, μέρα που είναι δεν θα ρθεις στην εκκλησία.
  • Όχι κόρη μου είμαι κουρασμένη, είπε η κυρία Άννα και γύρισε πλευρό.Ένιωθε την κούραση να γλιστράει σιγά-σιγά από το κορμί της. Το μυαλό της όμως ξεκούραστο  και περίεργο τριγυρνούσε στις χθεσινές συζητήσεις που άκουσε στο μαγειριό τους. « Πολύ ωραία ταινία, και συναισθηματική» έλεγαν οι θαμώνες. Μερικές φορές ένα μικρό προσάναμμα από σκέψη σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Η ψυχή της φτερούγισε σαν το πουλί κάτω από τον ίσκιο των φτερών του γερακιού. Το καντήλι της μέρας τρεμόσβηνε σιγά-σιγά…το σκοτάδι χύθηκε στον καροτσόδρομο της Μύρινας. Το σινεμά ολόφωτο, προκλητικό,  καινούργιο απόκτημα της μικρής κοινωνίας του νησιού, τραβούσε το ενδιαφέρον,  πιότερο ακόμα και από το καθήκον του εκκλησιασμού της μεγάλης εβδομάδος. Ε, μέρα που ήταν η κυρία Άννα σηκώθηκε άναψε το καντηλάκι του καθήκοντος, πέρασε κι ένα θυμιατό σ’ όλες τις κάμερες του σπιτιού στα βιαστικά να αναδυθεί το πένθιμό της μέρας, σιγουρεύτηκε πως τα κορίτσια έφυγαν για την εκκλησιά, τυλίχτηκε το σάλι της το μελιτζανί και με την περιέργεια στο ζενίθ, ξεκίνησε. Ούτε  5 λεπτά δε χρειάστηκαν για να γλιστρήσει η σιλουέτα  της ανάμεσα στις κατακόκκινες πολυθρόνες με την ανάκληση και να βρεθεί θρονιασμένη, άκρη άκρη στην πρώτη σειρά. Τον  τελευταίο καιρό μια περηφάνια στα αυτιά την είχε. Την  πρεσβυωπία της την είχε βολέψει με γυαλιά αρκετά κομψά, με γκριζωπό αριστοκρατικό σκελετό. Η πρώτη σειρά ήταν ότι έπρεπε. Η εγγονή της με τη φίλη της Τασούλα, πήραν τις  πένθιμες λαμπάδες τους και αφού σιγουρεύτηκαν πως η γιαγιά θα πήγαινε για ύπνο, έκρυψαν τις λαμπάδες τους πίσω από τα παντζούρια του μαγειριού όπου  ο παππούς μπρος  στις φωτιές του, μαγείρευε ταχινόσουπες και ντοματόσουπες για να βολέψει νηστίσιμα τους εργένηδες της πόλης τους. Με  βιαστικό βήμα πήραν την κατηφόρα της αγοράς. Έπρεπε να αγοράσουν φρεσκοψημένο πασατέμπο από τον Σακαλιέρο. Ε, πως θα πήγαιναν στο σινεμά. Ένα τσάκα- τσούκα ήταν απαραίτητο  για να αποφορτίσουν  το συναισθηματισμό της πολυφημισμένης ταινίας.

 

Είχαν  αρχίσει τα επίκαιρα όταν τα δυο κορίτσια έκοψαν τα εισιτήριά τους και κατηφόρισαν τον εξωτερικό αμφιθεατρικό διάδρομο. Λιγοστός ο  κόσμος λόγω της ημέρας. Κάθισαν στην δεύτερη σειρά.

Άνοιξαν  διακριτικά τα σακουλάκια με τον πασατέμπο και ένα αδιάκριτο τσάκα- τσούκα  εκνεύρισε προφανώς την προστινή σκιά της κοντούλας κυρίας με τον κάτασπρο κότσο. Σούτ  ακούστηκε και προς στιγμή ο θόρυβος κόπασε, για να ξαναρχίσει σε λίγο κατά τη διάρκεια της πιο συγκινητικής σκηνής  του έργου, εκεί που το πάθος άφησε ακοντρολάριστο το τσάκα- τσούκα των κοριτσιών.

Τα φώτα του διαλείμματος  άναψαν και ένα γνωστό μελιτζανί  έστειλε τις ανταύγειες του στα μάτια των κοριτσιών.

«Έχει γούστο» έκανε το Κατερινιώ και ο αστραφτερός ολόλευκος κότσος  έκανε στροφή. « Αμάν  πια τσάκα- τσούκα  και τσάκα-τσούκα! έκανε  ενοχλημένη η γιαγιά και η λοξή ματιά τις έσβησε μέσα στα γνωστά απορημένα μάτια των κοριτσιών.

« Γιαγιά;»

« Παλιοκόριτσα; ήταν που θα μου ανάβατε και την λαμπάδα μου»

«  Ναι.. ήταν που ήσουν κουρασμένη!»

Και τότε μια τριφωνία γέλιου αποφόρτισε την ατμόσφαιρα της συναισθηματικής ταινίας μιας μεγάλης Πέμπτης που τόλμησε να ξεφύγει από τη γραμμή της.

Μερικές φορές τα δυνατά ποτά της νιότης, τα λιγουρεύονται  και τα γηρατειά!

 

Μα και βέβαια σας εύχομαι να έχετε μια κατανυκτική Μ. Πέμπτη, και μια τρυφερή και φωτεινη Ανάσταση.

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Δείτε Επίσης
Close
Back to top button