Περιοδικό
Η Μασκα – ( χριστουγεννιάτικο)
Παγκόσμιος ημέρα αγάπης σήμερα.🌺 Της Βαρβαρας Βαγιακου Βλαχουπουλου Η ΜΑΣΚΑ Τρία χρόνια εγκλεισμού είχαν ταρακουνήσει τον ψυχισμό, τη δυσκαμψία, τη δυσλειτουργία του «θέλω να ζήσω». Τελικά το «φοβάμαι τη ζωή» είχε επικρατήσει και θριάμβευε για άλλη μια φορά η κατάθλιψη, που κακό χρόνο να ´χει, ποτέ δε με ξεχνά κάθε που αχνοφαίνονται φωτάκια γιορτινά και φάτνες δίχως άστρα. Έκοψα εισιτήρια για την παράσταση και στάθηκα με το καμηλό παλτό μου στην είσοδο του θεάτρου, περιμένοντας τη φίλη μου. Το ραντεβού μας ήταν εκεί για τη βραδινή παράσταση μιας φαρσοκωμωδίας. Το λαχταρούσα; Για να πω την αλήθεια όχι: μου το επέβαλε η δύναμη της αντίδρασης και ο θεράπων. Ή χάπια, ή έξοδο. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Ο εγκλεισμός του κόσμου πίσω από τη ζωή σχεδόν τρία χρόνια, είχε μεταλλαχθεί σε φιλαρέσκεια. Όσες μάσκες επέμεναν στην ύπαρξή τους, ήταν ανυπάκουες κάτω από τη μύτη για το θεαθήναι της υποθάλπτουσας φοβίας του μήπως και πλουμιστές γιόρταζαν Χριστούγεννα στον παλμό των χιλιάδων φωτεινών λαμπιόνων της Βουκουρεστίου που κρέμονταν σα φωτεινά τσαμπιά πάνω στα δένδρα και στις βιτρίνες. «Τρομάρα σας» ...τσίμπησε μέσα μου η γνωστή επαναστάτρια φωνή και τούτη τη φορά το γενίκευσα και ΜΑΣ λυπήθηκα. Στη γιορτινή ατμόσφαιρα της ευδαιμονίας παραφωνούσε διακριτικά η άτολμη του επαίτη φωνή. Όχι,μάσκα δε φορούσε. Φορούσε όμως ένα καφετί πλεχτό παλτό ξεφτισμένο κι έναν σκούφο στο κόκκινο της παπαρούνας. «Μια βοήθεια παρακαλώ, είμαι άστεγος» Μ´εντυπωσίασε η αδιαφορία των περαστικών και προφανώς η έκφρασή μου έγινε αντιληπτή από τον κύριο που περίμενε κι αυτός δίπλα μου την παρέα του και χωρίς «μάσκα». Τον αποκάλυψαν τα εισαγωγικά μου. «Μην τους πιστεύετε, οι περισσότεροι ζητιάνοι ψεύδονται» Κι αν ο συγκεκριμένος δεν ψεύδεται; Και γιατί θα πρέπει να με προβληματίζει το ψέμα του επαίτη κι όχι οι μάσκες, που κατά λάθος, ας όψεται ο αμαυρωτής φονιάς της οικουμένης, μας τις φόρεσε στο στόμα και όχι στα μάτια; Η αδιάφορη νυχτερινή ευημερία περιδιάβαινε στη γιορτή αμασκάρευτη πια, σα να ήταν αποκλειστικά δική της.Τίποτα δεν σκέφτονταν πέρα από τα δικά της Χριστούγεννα. Μιά κυρία με βιζόν, άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε από μέσα μια μάσκα θαλασσιά και του την έβαλε στο χέρι. Φόρεσέ τη ,του πρόσταξε,κινδυνεύεις... Τι πιο πολύ από τον υπνόσακο που τον περίμενε; Μιά νυχτερινή διασωλήνωση εφ´όρου. Ωστόσο ο γέροντας επαίτης υπάκουσε.Έτσι κι αλλιώς τα μάτια του εκλιπαρούσαν...όχι η μεταλλαγμένη του φωνή. Η πρώτη παράσταση έχει τελειώσει. Αδιάντροποι περαστικοί το γέλιο της παράστασης στην έξοδο μαζί τους κουβαλάνε. Ο άστεγος επαίτης, πέταξε τη μάσκα της ασπλαχνίας, τσουβαλιάστηκε στον υπνόσακκό του κι αναρωτήθηκε. Γιατί οι γιορτές φοράνε τις μάσκες στο στόμα και όχι στα μάτια; Μιά κυρία, με καμηλό παλτό, που περίμενε τη δεύτερη παράσταση να δει, έβαλε το χέρι της στην τσέπη κι έριξε στο « ό,τι ευαρεστείστε» του γέροντα, ένα νόμισμα - φλουρί. Βολέψου γέρο με ένα φιλοδώρημα στο τάσι σου , χαμαί. Φυλάξου...τα Χριστούγεννα σα τρένο πάνω στο δάκρυ σου απόψε θα περάσουν. «Ευχαριστώ κυρία, καλα Χριστούγεννα» Ένα λαμπιόνι μέσα από τον υπνόσακου του συνέχισε να τροφοδοτεί τον παλμογράφο.