Η ωραιότερη κούκλα στον κόσμο
Η ωραιότερη κούκλα στον κόσμο
Επιμέλεια : Θ. Δημητιαδης
Στη βιτρίνα του παιχνιδοπωλείου παραμονή Χριστουγέννων είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, γονείς με τα παιδιά τους, παππούδες με τα εγγόνια τους, νονές με τα βαφτιστικά τους και γινόταν μεγάλη φασαρία. Η Στρατούλα κρατώντας το χέρι της μαμάς της άρχισε να την τραβάει προς τα εκεί.
Πάμε να δούμε, μαμά. Πάμε να δούμε τι γίνεται!
Η μαμά της, η κυρά Ελένη δυσανασχέτησε. Είχαν συμφωνήσει με τον άντρα της ότι φέτος δεν θα υπέκυπταν στις απαιτήσεις της μικρής τους κόρης για παιχνίδια. Όχι ότι δεν είχαν αρκετά χρήματα, η οικογένεια τους ήταν από τις πιο ευκατάστατες, αλλά δεν ήθελαν η κόρη τους να γίνει κακομαθημένη, ειδικά τώρα που η χώρα περνούσε οικονομική κρίση και πολλά παιδιά ζούσαν σε δύσκολες συνθήκες και με στερήσεις.
Εντούτοις, η Στρατούλα την τραβούσε τόσο δυνατά, που αναγκάστηκε να σπρώξει μερικούς και να βρεθεί μπροστά στη βιτρίνα, μπροστά στο θέαμα της ωραιότερης κούκλας που υπήρχε σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ήταν μια μεγάλη κούκλα, γύρω στο μισό μέτρο, με πανέμορφο πρόσωπο από ακριβή πορσελάνη, μεγάλα γαλανά μάτια, κοραλλένια μαγουλάκια και χαμογελαστά χείλη.
Τα μαλλιά της χύνονταν σε καστανόξανθες μπούκλες και ήταν στολισμένα με ένα μικρό στεφάνι από λαμπερά πετράδια. Ακόμα και τα παπούτσια της ήταν από αυθεντικό δέρμα, κι αυτά στολισμένα με πετράδια.
Όλος ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί θαύμαζε αυτήν την υπέροχη κούκλα. Τα κοριτσάκια έμεναν για πολλή ώρα με ανοιχτό το στόμα και στο τέλος άλλα παρακαλούσαν τους μπαμπάδες και τις μαμάδες να την αγοράσουν, ή έσκυβαν το κεφάλι πικραμένα γιατί ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να την αποκτήσουν, μια τόσο πανέμορφη, αλλά και ακριβή κούκλα.
Η Στρατούλα σχεδόν κλαίγοντας παρακάλεσε τη μαμά της.
Σε παρακαλώ μαμά, δεν θα ζητήσω ποτέ τίποτε άλλο στη ζωή μου!
Και θα είμαι καλό κορίτσι, θα διαβάζω, θα κάνω ό,τι θέλεις.
Μόνο πάρε μου αυτήν την κούκλα, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ.
Η κυρία Ελένη, μη έχοντας άλλη επιλογή, απάντησε όπως θα έκανε κάθε μαμά που βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Εντάξει κορίτσι μου, σταμάτα τώρα, θα το συζητήσουμε στο σπίτι με τον μπαμπά και θα δούμε.
Η στρατούλα σταμάτησε τα παρακάλια, τώρα έπρεπε να βρει τρόπο να πείσει τον μπαμπά της.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι έτρεξε αμέσως απέναντι, στο σπίτι της φίλης της Δεσπούλας. Ήταν ένα φτωχικό σπίτι, σε αντίθεση με το δικό της που ήταν μεγάλο και πολυτελές. Ωστόσο, τα δυο κορίτσια είχαν μεγαλώσει μαζί και ήταν αγαπημένες φίλες.
Βέβαια, η Δέσποινα δεν είχε ωραία πράγματα στο σπίτι της, ούτε πολλά παιχνίδια. Έπαιζε με την μοναδική μικρή φτηνή πλαστική κούκλα της, την οποία έντυνε με ρουχαλάκια που έπλεκε η γιαγιά της.
Αυτή η γιαγιά ήταν ο κύριος λόγος που η Στρατούλα ξημεροβραδιαζόταν στο σπίτι της φίλης της. Ήξερε ατέλειωτες ιστορίες και τις διηγιόταν στα κορίτσια, καθώς τις σερβίριζε διάφορα παραδοσιακά φαγητά ή γλυκά που έφτιαχνε η ίδια.
Εκείνη τη μέρα η Στρατούλα έτρεξε στο σπίτι της φίλης της όχι για να φάει κάτι, ούτε για κάποια ιστορία της γιαγιάς, αλλά για να της πει τον πόνο της για την κούκλα.
Ναι, την είδα, είπε η Δέσποινα. Είναι πραγματικά η ωραιότερη κούκλα στον κόσμο. Εύχομαι να σου την πάρουν ο δικοί σου.
Μμμ, και να μη μου την πάρουν, ξέρω εγώ τι θα κάνω. Θα γράψω στο γράμμα μου στον Αη-Βασίλη που φέρνει δώρα σε όλα τα παιδιά, αντί για ποδήλατο και λαπτοπ να μου φέρει αυτήν την κούκλα.
Η Στρατούλα κόμπιασε για λίγο, σαν να είπε κάτι κακό. Ήξερε καλά ότι ο Αη-Βασίλης, για κάποιον άγνωστο λόγο, δεν έφερνα δώρα σε όλα τα παιδιά, δεν περνούσε ποτέ από το σπίτι της φίλης της Δεσπούλας.
Μην ανησυχείς Στρατούλα μου, είπε η Δεσπούλα. Εγώ το μόνο δώρο που ζήτησα από τον Άγιο είναι να φέρει τον μπαμπά μου στο σπίτι για την πρωτοχρονιά.
Ο μπαμπάς της Δέσποινας, ο κύριος Παναγιώτης, ήταν ναυτικός σε υπερπόντια καράβια και συνήθως έλειπε σε ταξίδια.
Εκείνο το βράδυ η Στρατούλα όταν γύρισε σπίτι της, άφησε να περάσουν μερικά λεπτά αφότου ξάπλωσε στο κρεβάτι της και κατόπιν, πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να μην την ακούσουν οι γονείς της, έστησε το αυτί από τη μισάνοιχτη πόρτα του σαλονιού να ακούσει τι έλεγαν με σιγανή φωνή.
Μιλούσαν για την κούκλα στο παιχνιδοπωλείο.
Δεν ξέρω, φέτος είπαμε να μην της πάρουμε άλλα παιχνίδια, έχει τόσα πολλά και δεν τους δίνει πολύ σημασία, δεν ξέρει τι να τα κάνει. Δέκα λεπτά ασχολείται κάθε φορά και μετά τα παρατάει. Προτιμάει να πηγαίνει να παίζει με τη φίλη της τη Δέσποινα. Ωστόσο, δεν είδα ποτέ να της χαρίσει ούτε ένα από τα πολλά παιχνίδια της.
Η Στρατούλα ταράχτηκε. Μα, τι έλεγε η μαμά της; Να χαρίσει ένα από τα δικά της παιχνίδια; Πού ακούστηκε κάτι τέτοιο; Όσο κι αν αγαπούσε τη φίλη της, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο!
Αυτή η μικρή Δέσποινα είναι πολύ καλό κοριτσάκι, είπε ο μπαμπάς της, αλλά στο σπίτι της δυσκολεύονται πολύ. Και δεν ξέρω αν είναι σωστό να πηγαίνει η δική μας να τρώει εκεί. Ένα στόμα παραπάνω είναι σίγουρα μεγάλο πρόβλημα για αυτούς.
Η Στρατούλα σχεδόν γέλασε όταν το άκουσε αυτό, γιατί στο σπίτι της φίλης της δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσουν χωρίς να φας μαζί τους ό,τι είχαν, έστω από το φτωχικό τους φαγητό.
Έχεις δίκιο, είπε σε λίγο η μαμά της, αλλά της αρέσει πολύ εκεί. Γι’ αυτό μου κάνει εντύπωση ότι η ίδια δεν μοιράζεται ποτέ τα πράγματα και τα παιχνίδια της με τη φίλη της τη Δέσποινα. Δεν θέλω η κόρη μας να γίνει κακομαθημένη και υλίστρια. Πάντως, να σου πω την αλήθεια, εκείνη την κούκλα την λιμπίστηκα μέχρι κι εγώ.
Η Στρατούλα επέστρεψε στο δωμάτιο στο κρεβάτι της λυπημένη. Κατάλαβε ότι δεν θα της πάρουν την κούκλα. Έβγαλε το τετράδιο της και αμέσως έγραψε ένα δακρύβρεκτο γράμμα στον Αη-Βασίλη, όπου του ανέλυε λεπτομερώς τα γεγονότα και του ζητούσε να την λυπηθεί και να της φέρει τουλάχιστον αυτός την κούκλα. Κοιμήθηκε λυπημένη και βαθιά αδικημένη.
Την άλλη μέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων στο σπίτι της Δέσποινας ξυπνούσαν πολύ νωρίς, χαράματα, ντύνονταν τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Εκεί κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων και μετά γυρνούσαν σπίτι και έτρωγαν το πρωινό τους χωρίς πλέον τους περιορισμούς της νηστείας.
Σο σπίτι της Στρατούλας, αντίθετα, ξυπνούσαν πολύ αργά, έπιναν τον καφέ τους κι έτρωγαν αυτά που έτρωγαν πάντα. Μετά από αυτό, η Στρατούλα συνήθιζε αμέσως να πηγαίνει στο σπίτι της φίλης της, όμως σήμερα, μετά από όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα, δεν είχε καμία διάθεση για κάτι τέτοιο.
Το απόγευμα, όμως, συνέβησαν πράγματα τόσο αναπάντεχα, πού βρέθηκε στο σπίτι της φίλης της μαζί με πολλούς άλλους γείτονες.
Τι είχε συμβεί; Είχε γίνει γνωστό από τις ειδήσεις, ότι το καράβι που δούλευε ο πατέρας της Δέσποινας είχε πέσει στα χέρια Σομαλών πειρατών και ότι η τύχη του πληρώματος αγνοούνταν. Η Δέσποινα, η μαμά της και η γιαγιά της ήταν απαρηγόρητες. Μέχρι και οι γονείς της Στρατούλας ήλθαν κι αυτοί να δουν τι γίνεται, πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.
Η Στρατούλα λυπήθηκε πολύ για τη φίλη της, κι έμεινε ώρες πολλές μαζί της προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Εκεί ήταν και η μαμά της Στρατούλας, που βοηθούσε τη μαμά της Δέσποινας να μαγειρέψει, μια που εκείνη έτρεχε συνέχεια από υπηρεσία σε υπηρεσία για να μάθει νεώτερα για τον άντρα της στο καράβι
στη Σομαλία
Έτσι πέρασαν αρκετές μέρες γεμάτες αγωνία κι έφτασε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η Στρατούλα σηκώθηκε το πρωί και από τη λύπη της όλες τις προηγούμενες μέρες ούτε πρόσεξε ότι κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο υπήρχε ένα μεγάλο δέμα σαν δώρο. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε να πάει στο σπίτι της φίλης της.
Πέρασε το δρόμο και ξαφνικά όταν έφτασε στην πόρτα του σπιτιού της φίλης της Δέσποινας, αντίκρισε όλους να είναι πολύ χαρούμενοι. Η μαμά της Δέσποινας είχε μόλις γυρίσει από το Αστυνομικό Τμήμα, όπου την είχαν πληροφορήσει ότι ο άντρας της είχε ελευθερωθεί μαζί με όλους τους άλλους αιχμαλώτους, κι ότι θα επέστρεφαν αμέσως με αεροπλάνο στην πατρίδα. Κι ότι θα έφταναν στο νησί αργά το βράδυ.
Εκείνο το βράδυ κανείς δεν κοιμήθηκε στη γειτονιά. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν μαζί με πιατέλες με φαγητά, γλυκά και βασιλόπιτες. Έτσι, ο νέος χρόνος τους βρήκε να γιορτάζουν όλοι μαζί τον ερχομό του μπαμπά της Δέσποινας. Τόση χαρά και ευτυχία δεν είχε ζήσει ποτέ η Στρατούλα.
Ούτε καν τους γονείς της δεν είχε δει να είναι τόσο χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Λες και η οικογένεια της Δέσποινας να ήταν δικοί τους άνθρωποι, κι ας είχαν τόσα χρόνια μόνον τυπικές σχέσεις. Και την άλλη μέρα προσκάλεσαν την οικογένεια της Δέσποινας να φάνε όλοι μαζί στο δικό τους μεγάλο και πολυτελές σπίτι, μαζί με την Στρατούλα.
Μετά το φαγητό οι μεγάλοι ήπιαν τον καφέ και η μαμά της Στρατούλας της έδωσε το δώρο της, εκείνο το τεράστιο πακέτο. Το άνοιξε αμήχανα, γιατί ήξερε ότι για την Δεσπούλα δεν υπήρχε ποτέ κάποιο δώρο κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο του δικούς της σπιτιού.
Είναι η κούκλα! Είναι η κούκλα! Φώναξε η Στρατούλα.
Πω, πω, είναι πανέμορφη, θαύμασε με ειλικρίνεια η Δεσπούλα.
Η Στρατούλα κοίταξε τη φίλη της, μετά τους ευτυχισμένους ανθρώπους γύρω της.
Πάρτην, Δεσπούλα, σου την χαρίζω! Πρότεινε στη φίλη της.
Η Δεσπούλα τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει.
Μα τι λες; Είναι δική σου, σου την έφερε ο η-Βασίλης!
Η Στρατούλα επέμενε τόσο πολύ να δώσει την κούκλα, που ζήτησε τη βοήθεια των γονιών της, οι οποίοι συγκινημένοι από την πρωτοβουλία της κόρης τους, έπεισαν τελικά τη Δέσποινα να την δεχτεί.
Κι έτσι, εκείνη την ημέρα, η Δέσποινα γύρισε ευτυχισμένη στο σπίτι της, κρατώντας στο ένα χέρι τον μπαμπά της και στο άλλο την ωραιότερη κούκλα του κόσμου.
(Διασκευή Θόδωρου Δημητριάδη από το πρωτότυπο βιβλίο της Ειρήνης Παπαδοπούλου με τίτλο “Το χριστουγεννιάτικο δώρο της Αιμιλίας”).