Η τυχερή τετράδα
Η τυχερή τετράδα
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Ο κυρ Χρήστος ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής λαχειοπώλης.
Χρόνια τώρα περιδιάβαινε όλη την πόλη, πουλώντας τα τυχερά του λαχεία.
Τον έβλεπες να κρατάει σ’ ένα κοντάρι τα μαγικά χαρτάκια του, όπως ο Δεσπότης κρατάει την ποιμαντορική του ράβδο την ώρα της λειτουργίας.
Περπατούσε στο δρόμο, μπαινόβγαινε στα μαγαζιά, στα καφενεία, με τη γνώριμη φωνή του.
– Εδώ τα λαϊκά… Εδώ τα τυχερά… Ποιος θέλει να γίνει πλούσιος;… Σήμερα κληρώνει!… Εκατομμύρια!…
Κι όταν κάποιος αγόραζε λαχείο, του ευχόταν, «Καλή τύχη»!
Βέβαια, σπάνια έπιαναν οι ευχές του, αλλά όλοι τον αγαπούσαν, κι ένας λόγος που συνέχιζαν να αγοράζουν τα λαχεία του, ήταν γιατί τον συμπονούσαν, επειδή ήξεραν ότι από αυτά συντηρούσε την οικογένεια του.
Η αμοιβή και τα ποσοστά του από τα λαχεία που πουλούσε ήταν ελάχιστη, μόλις 5%. Γι’ αυτό σκέφτηκε κι έναν άλλον τρόπο για να βγάλει κάτι περισσότερο. Πήγαινε στο ψαράδικο, αγόραζε 2-3 μεγάλα ψάρια, συνήθως λαχταριστά λαυράκια ή συναγρίδα, τα έβαζε σ’ ένα ψάθινο πανέρι και πήγαινε και τα πουλούσε λοταρία, με λαχνούς, στα καφενεία.
Παλιά ο κόσμος δεν αγόραζε τόσο πολλά λαχεία, μόνο στο τέλος της χρονιάς το Πρωτοχρονιάτικο, που λεγόταν Λαχείο Συντακτών και μετά άλλαξε όνομα και έγινε Ειδικό Κρατικό. Τα τελευταία χρόνια όμως γέμισε παντού Πρακτορεία ΟΠΑΠ κι ο κόσμος κάθε μέρα παίζει πια τα λεφτά του σε δεκάδες τυχερά παιχνίδια, ΠΡΟΠΟ, ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ, ΤΖΟΚΕΡ, ΛΟΤΤΟ, ΚΙΝΟ κι ένα σωρό άλλα. Κι όταν βγήκε το ΞΥΣΤΟ και τα άλλα λαχεία, τα στιγμιαία όπως λέγονται, προσαρμόστηκε κι αυτός κι άρχισε να πουλάει κι αυτός από αυτά.
Ο κυρ Χρήστος ήταν του Δημοτικού. Από μικρός στη βιοπάλη δεν συνέχισε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν άριστος ψυχολόγος. Σε έκοβε από μακριά εάν θα αγοράσεις λαχείο ή όχι. Ήξερε τους πάντες και τα πάντα. Κι όταν κάποιος δυσκολευόταν οικονομικά και ήθελε να αγοράσει λαχείο, του έδινε αυτό που στοίχιζε λιγότερο.
Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει και να ψυχολογήσει ήταν, γιατί αυτοί που έχουν πολλά λεφτά αγοράζουν λαχεία. Όσο πιο πολλά λεφτά έχουν, τόσο περισσότερα ξοδεύουν.
Καμιά φορά έπιανε κουβέντα με τους πελάτες, θυμόταν και τους έλεγε καμιά παροιμία.
«Πίστις, ελπίς, αγάπη. Μεγαλυτέρα δε τούτων η Ελπίς».
«Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς». Και άλλα τέτοια.
Άλλες φορές πάλι έλεγε,
Ξέρεις πόσους έχω κάνει εγώ πλούσιους;
Μερικοί τον πείραζαν και του έλεγαν,
– Αφού τα έχεις καλά με την τύχη, γιατί δεν αγοράζεις εσύ τα λαχεία σου;
Πες μας κανένα τυχερό νούμερο.
Ποιος ξέρει, μπορεί και να κέρδισες, αλλά να μη το δείχνεις. Λένε ότι από τα λαχεία έχεις κάνει δυο πολυκατοικίες…
Εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς προμηθεύτηκε πολλά λαχεία, Λαϊκό, Εθνικό και το μεγάλο, το Ειδικό Κρατικό.
Τη μέρα αυτή έκανε σχεδόν διπλάσια χιλιόμετρα για να τα πουλήσει.
Μέχρι το βράδυ, που έκλεισαν τα μαγαζιά κατάφερε να ξεπουλήσει.
Του είχε μείνει απούλητη μόνο μια τετράδα. Κουρασμένος όπως ήταν, για πρώτη φορά την κράτησε για τον εαυτό του. Πήγε σπίτι ψόφιος στην κούραση και έπεσε να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα χτύπησε το τηλέφωνο του, ήταν από το Πρακτορείο που προμηθευόταν τα λαχεία. Ο Πράκτορας τον ενημέρωσε ότι ο πρώτος λαχνός με τα εκατομμύρια, που κληρώθηκε, ήταν ένα από τα πολλά λαχεία που είχε προμηθευτεί για να τα πουλήσει.
Κι ότι αυτό θα ήταν πολύ μεγάλη διαφήμιση, τόσο για το πρακτορείο, όσο και για τον ίδιο.
– Θα ρθουν κι από την τηλεόραση να κάνουν ρεπορτάζ.
– Μήπως θυμάσαι ποιος είναι ο τυχερός αριθμός; Ρώτησε με αγωνία τον Πράκτορα
Όταν ο Πράκτορας του είπε τον αριθμό, αμέσως θυμήθηκε την τετράδα που είχε κρατήσει για τον εαυτό του. Παρέλυσε και ζαλίστηκε. Για πολλή ώρα δεν μπορούσε να κουνηθεί.
Δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει ότι ο πρώτος λαχνός ήταν ο δικός του! Τρελές σκέψεις άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό του.
Κάποτε, ύστερα από πολλή ώρα πήγε με δυσκολία και τρεμάμενα χέρια άνοιξε την φτωχική του τσάντα, μέσα στην οποία ήταν το απούλητο λαχείο, η τετράδα που είχε κρατήσει για τον εαυτό του.
Ήλθε και τον βρήκε ο Πράκτορας, μαζί με έναν δικηγόρο, ήλθε και η τηλεόραση και οι εφημερίδες, όλοι ήταν ευτυχισμένοι κι έλεγαν ότι η τύχη διάλεξε τον πιο φτωχό, τον πιο κατάλληλο.
Από εκείνη τη μέρα άλλαξε και η ζωή του κυρ Χρήστου και της οικογένειας του. Όλοι γνωστοί και φίλοι άρχισαν να του ζητούν δανεικά κι αγύριστα. Ευτυχώς τον προστάτευσαν η γυναίκα και η κόρη του και δεν τα ξόδεψε όλα. Κέρασε, βέβαια, όλο τον κόσμο, αλλά έπαυσε πλέον να τριγυρνά στους δρόμους, τα μαγαζιά και τα καφενεία.
Τώρα οι άλλοι έρχονταν να τον βρουν στα δύο μαγαζιά που άνοιξε: Ένα μεγάλο πρακτορείο ΟΠΑΠ κι ένα Γραφείο Ταξιδίων με 5 δικά του πούλμαν.