ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ – Να τα πείτε, να τα πείτε!

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ – Να τα πείτε, να τα πείτε!
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Τα Χριστούγεννα έφτασαν, τα κρούσματα δείχνουν να μειώνονται, ανοίξαν κομμωτήρια και ορισμένα καταστήματα, αρχίσαμε να ελπίζουμε χαλάρωση των μέτρων. Ιδίως εμείς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, παππούδες και γιαγιάδες, που ανήκουμε στην λεγόμενη «ευάλωτη» ομάδα πληθυσμού.
Πάντοτε ήμασταν ευάλωτοι, όχι μόνον σωματικά αλλά και ψυχικά. Κι όχι μόνο τώρα με την επιδημία, αλλά όλα τα χρόνια. Περιμέναμε και περιμένουμε με λαχτάρα μιαν επίσκεψη.
Ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα περιμέναμε τα παιδιά να έρθουν να μας πουν τα κάλαντα. Γιατί μας θυμίζουν τη δική μας παιδική ηλικία.
Θυμάμαι τότε που ήμουν μικρός, πώς προετοιμαζόμουν, να μάθω όλα τα λόγια, να φτιάξω το τριγωνάκι. Όλη τη νύχτα σχεδόν δεν κοιμόμουν από την αγωνία πότε θα φέξει για να ξεκινήσω. Είχα καταστρώσει ένα λεπτομερές σχέδιο, σε ποιους θα πάω να τα πω. Πρώτα στους γνωστούς, και κατόπιν σε άγνωστους. Οι γνωστοί θα μου έδιναν σίγουρα, ιδίως ο θείος Νίκος που με αγαπούσε ιδιαίτερα. Από τους άγνωστους, ό,τι βγει καλοδεχούμενο.
Οι περισσότεροι μου έδιναν κάποιο γλυκό, κουλουράκια, χουρμάδες, μανταρίνια, αλλά υπήρχαν και οι πιο ανοιχτοχέρηδες που έδιναν και χρήματα. Μ’ αυτά τα χρήματα που μάζευα φασούλι το φασούλι, και με τα χρήματα που έβγαζα άλλες δύο φορές –από τα κάλαντα της παραμονής Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, αγόραζα το μοναδικό παιχνίδι που ονειρευόμουν ολόκληρη τη χρονιά –ένα κόκκινο αστραφτερό αυτοκινητάκι.
Πέρσι ήλθαν τα παιδιά να μου πουν τα κάλαντα. Αλλά δεν μου θύμισαν καθόλου την δική μου παιδική ηλικία.
Πρώτα-πρώτα, άργησαν να έλθουν. Φαίνεται ότι κάθε μέρα αργούν να ξυπνήσουν κι ότι δεν έχουν και μεγάλη αγωνία να τα πουν. Αυτό μάλλον είναι φυσικό, διότι το καθένα έχει πάνω από 20 ακριβά παιγνίδια.
Το δεύτερο που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι δεν ήξεραν καλά τα λόγια. Επίσης δεν τα είπαν ως το τέλος, αλλά έφαγαν τα μισά.
Δυο πιο οργανωμένοι, κρατούσαν ένα τάμπλετ που τα έλεγε αντί γι’ αυτούς.
Σε όσους επιχείρησα να δώσω μανταρίνια ή μελομακάρονα, κατέβασαν κάτι μούτρα, σαν να τους έδειρα.
Σε όσους έδωσα 1-2 ευρώ, μάλλον απογοητεύτηκαν. Μόνον από 5 ευρώ και πάνω έμειναν ικανοποιημένοι.
Φέτος, λοιπόν, ξέρω τι θα κάνω. Έχω προετοιμαστεί κατάλληλα για να τα υποδεχτώ και να χαρούν στα σίγουρα. Έβαλα στην άκρη τη σύνταξη μου σε χαρτονομίσματα των 5, 10 και 20 ευρώ, και πολλά πακέτα με σοκολατάκια.
Και περιμένω να χτυπήσει η πόρτα μου:
– Να τα πούμε; Να τα πούμε;
– Να τα πείτε, να τα πείτε!
Έστω και μισά.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στο αρχοντικό σας…».
Θα αισθανθώ πραγματικά σαν άρχοντας. Το γλυκό μήνυμα θα φωτίσει τη μουντή καρδιά μου και θα κάνει το σπίτι μου χαρούμενο και «αρχοντικό»!