Καφές, γλάροι και … ψέματα !

Καφές, γλάροι και … ψέματα !
της Χριστινας Κάβουρα
Καφές το πρωί στο λιμάνι ! Δεν υπάρχει πιο απολαυστικός καφές από τον πρωϊνό στο λιμάνι ! Πολλά τα στέκια του καφέ στις μέρες μας, πολλή η ομορφιά που έχουν διαλέξει να εγκατασταθούν, η θέα από κάθε καφέ είναι διαφορετική, αλλά πάντα είναι η ίδια, η παλιά εκείνη αγαπημένη και οικεία ομορφιά που ξέραμε!
Ίσως κάποιες φορές υπερβάλω όταν ιστορώ το λιμάνι μας, δεν υπάρχει άλλο σαν το λιμάνι μας, ξεχωριστό και ιδιαίτερο για εμάς !
- Υπάρχουν πολλά όμορφα λιμάνια σε πολλά νησιά του Αιγαίου, το δικό μας είναι πιο ενδιαφέρον και μεγαλύτερο, επιμένει η κολλητή μου από τη Μυτιλήνη !
Εκεί αρχίζουν τα … ψέματα ! Σε καμία περίπτωση επίτηδες, αλλά το όνειρο είναι πάντα σαν ψέμα ! Ίσως γιατί οι άνθρωποι οι δικοί μας που στοιχειώνουν το λιμάνι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού, είναι στοιχεία και στοιχιά του χώρου και το λιμάνι μας είναι ένας στοιχειωμένος τόπος, όπου εγώ αναζητώ το πρωί ανθρώπους δικούς του που έφυγαν, που τριγυρνούσαν – όπως και τώρα κάποιοι απ’ τους γιούς τους – δίπλα σε πλεούμενα ή άπλωναν τα δίχτυα τους πάνω στις πλάκες του λιμανιού, ή τα καλαφάτιζαν, τότε είχε άλλη αξία ένα δίχτυ !
Ψάχνω ανάμεσα σε λέξεις που ξέμειναν αλήθειες και ψέματα, κάποιες φορές δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις αλήθειες από τα ψέματα, όλα έχουν συνυφανθεί σε έναν μαγικό ιστό, που εγώ μπορώ ακόμα να τον ξεχωρίζω, ενώ η κόρη μου δεν μπορεί να καταλάβει αυτή μου την αγάπη για το λιμάνι !
Ψαροκάϊκα μπαίνουν στο λιμανάκι ενώ κοπάδια γλάρων τα συντροφεύουν ! Υπάρχουν ψάρια για όλους και οι γλάροι είναι καλή παρέα όπως πετούν χαμηλά, όπως «ζυγιάζονται» στον αέρα, όπως τον χρησιμοποιούν στο πέταγμά τους, πότε παίρνουν ύψος, πότε ξεκουράζονται ενώ αφήνονται στα ρεύματα χωρίς να σταματούν να πετούν ! Είναι αγαπημένοι οι γλάροι, είναι και αυτοί κάτοικοι του λιμανιού !
Μου αρέσει να κατεβαίνω το πρωί το δρόμο της αγοράς για το λιμάνι ! Μου αρέσει όταν δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα οι τουρίστες και ο δρόμος είναι δικός μου, στα … ψέματα μου ανήκει !
Ενώ περπατώ μου έρχεται στο νου ένα διήγημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ γραμμένο για την μητέρα του, «μια αναξιοπρεπής γηραιά κυρία» , που της άρεσε στα τελευταία χρόνια της ζωής της να έχει τους πρωϊνούς δρόμους δικούς της ! Κατέβαινε λοιπόν στην μικρή πόλη που ζούσε αχάραγα γιατί τότε οι έρημοι δρόμοι ήταν αποκλειστικά δικοί της, κάτι που οι κάτοικοι της πόλης εκείνης το εύρισκαν περίεργο και λίγο παρανοϊκό.
Την μόνη φορά που βρήκα τελείως μοναχικό το λιμάνι μας ήταν ένα βράδυ αργά που γυρνούσα μια φίλη με το αυτοκίνητό μου στο σπίτι της, βιώνοντας ένα τοπίο παραμυθένιο, φώτα που έβγαιναν μέσα από περίεργες όσο και φανταστικές ομίχλες, μια θάλασσα ακύμαντη και σκούρα, οι γλάροι κοιμόταν από ώρα και με συντρόφευαν μόνο δυό ελάφια !
Όχι δεν κατοικεί ο φόβος το βράδυ στο νησί μου, μπορούμε να κυκλοφορούμε ακόμα ελεύθερα, να απολαμβάνουμε την ομορφιά, να εκτιμούμε τα φεγγαρόφωτα !
Μου λείπουν τα παιγνίδια των γλάρων που τώρα πια θα επέστρεψαν στην παραλία τους, μου λείπει το λιμάνι στο πρωϊνό και στο βραδυνό φως, μου λείπει ο δρόμος της αγοράς ιδιαίτερα όταν οι μνήμες μπλέκουν μεταξύ τους κάπως αξεδιάλυτα ή κάποιες φορές ακόμα και άγρια με την πραγματικότητα!