Μαϊντανός εισαγωγής !
Μαϊντανός εισαγωγής
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Ανάμεσα στα πολλά κατεψυγμένα προϊόντα στο σουπερμάρκετ τράβηξε την προσοχή μου και μού έκανε εντύπωση ένα μικρό κουτάκι, ψιλοκομμένος μαϊντανός. Δηλαδή, δεν χρειάζεται η νοικοκυρά να ξεδιαλέγει τα φύλλα, να πλένει και να κόβει – όπως βλέπουμε στην τηλεόραση στις εκπομπές μαγειρικής – αλλά τον βρίσκει έτοιμο για την κατσαρόλα.
Όλα ωραία και καλά, καλή είναι η πρόοδος και η τεχνολογία, αυτό όμως που δεν μου άρεσε ήταν ότι ο μαϊντανός δεν ήταν ελληνικός, αλλά εισαγωγής και μάλιστα από τη Γερμανία.
Μέχρι τώρα ήξερα ότι στη Γερμανία εμείς εξάγουμε φρούτα και λαχανικά, αλλά φαίνεται ότι τα πράγματα άλλαξαν και αντιστράφηκαν.
Γενικά, από τότε που το ρίξαμε στον τουρισμό, δηλαδή την “βαριά μας βιομηχανία”, και γίναμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης όπως έλεγε ο παππούς Καραμανλής, εισάγουμε σχεδόν τα πάντα, λεμόνια Αργεντινής, ψάρια και κρεμμύδια Τουρκίας, ακτινίδια Νέας Ζηλανδίας και άλλα πολλά.
Κλείσαμε 4 μεγάλα εργοστάσια ζάχαρης στην βορειά Ελλάδα και τώρα εισάγουμε από το εξωτερικό.
Ολόκληρη η Πελοπόννησος είναι ένα λεμονόδασος, αλλά τρώμε λεμόνια Ισραήλ και Αργεντινής!
Όλα τα περίμενα, αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουμε να εισάγουμε και μαϊντανό!
Είναι εκπληκτικό πόσο ευνοϊκό είναι το κλίμα και το έδαφος της χώρας μας για να παράγουμε μοναδικά ποιοτικά και νόστιμα προϊόντα, και παρ’ όλα αυτά είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από εισαγόμενα προϊόντα διατροφής και μάλιστα βασικής. Εισάγουμε σχεδόν τα πάντα από αυτά που αποκαλούνται βασικά:
μαλακό στάρι (κατά 80%), που είναι η πρώτη ύλη για το ψωμί, χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας (κατά 65% και 80% αντίστοιχα), κοτόπουλα (κατά 50%), γαλακτοκομικά (εισάγουμε σχεδόν τόσο αγελαδινό γάλα όσο παράγουμε), κίτρινα τυριά, ζωοτροφές, όπως σόγια και καλαμπόκι, λαχανικά, πατάτες, ξηρούς καρπούς. Ελλειματική είναι επίσης η παραγωγή μας στο κριθάρι, τα λεμόνια, τα όσπρια (φασόλια, ρεβίθια, φακές) και τη ζάχαρη.
Μια έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου έδειξε ότι η βασική αιτία είναι ότι είμαστε η πιο ακριβή χώρα της Μεσογείου, δηλαδή με πολύ υψηλό κόστος παραγωγής: ακριβό μεροκάματο, ακριβά γεωργικά εφόδια κ.λπ.
Για να έχουμε ένα λογικό κέρδος, θα πρέπει να πουλήσουμε στη διπλάσια τιμή – και παραπάνω ακόμα – τα προϊόντα μας από όσο μας στοίχισαν να τα παράξουμε. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Για παράδειγμα, αν ο Έλληνας παραγωγός πουλήσει το λάδι του 2 ευρώ το κιλό, δεν βγαίνει, έχει ζημία βάζει και από την τσέπη του, ενώ ο Τυνήσιος, ο Αιγύπτιος, ο Τούρκος κ.λπ. στα 2 ευρώ βγάζει κέρδος επειδή το δικό του κόστος παραγωγής είναι πολύ χαμηλό.
Χώρια που αυτά ισχύουν εάν η παραγωγή είναι τέλεια και όλα πάνε καλά. Εάν πέσει χαλάζι, πλημμύρες. ασθένειες κλπ. είναι ακόμα χειρότερα, να τον κλαις με μαύρο δάκρυ.
Ένα παράδειγμα με τα λεμόνια. Το 2020 εισαγάγαμε: από την Αργεντινή 15.663.352 κιλά με αξία 13.208.437 ευρώ, από την Τουρκία 6.611.161 κιλά με αξία 4.108.466 ευρώ), από την Ιταλία 5.687.918 κιλά με αξία 3.320.456 ευρώ), ενώ ακολουθούν η Γερμανία (574.226 κιλά), οι Κάτω Χώρες (437.435 κιλά), η Ισπανία (630.315 κιλά), η Ουρουγουάη (618.520 κιλά), η Νότια Αφρική (634.562 κιλά) και η Κύπρος (215.833 κιλά). Ακόμα και από την Αλβανία κάναμε εισαγωγή 3.591 κιλά. Πέρσι το πρώτο εξάμηνο του 2021 η χώρα μας εισήγαγε 14.462.446 κιλά με αξία 8.927.484 ευρώ.
Μεγάλες όμως είναι οι εισαγωγές της Ελλάδας και σε νωπά μήλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Το 2020 εισάγαμε 18.204.993 κιλά με αξία 15.352.017 ευρώ από χώρες όπως: η Χιλή (6.235.900 κιλά με αξία 4.988.425 ευρώ), η Ιταλία (6.144.331 κιλά με αξία 4.813.226 ευρώ), η Γερμανία (4.545.520 κιλά με αξία 4.423.446 ευρώ), η Ρωσία (9.980 κιλά με αξία 3.493 ευρώ) και η Κύπρος (5.040 κιλά με αξία 4.788 ευρώ).
Όσον αφορά το γάλα, οι αριθμοί δείχνουν ότι η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος δεν φτάνει ούτε για «ζήτω» με βάση τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Το εύλογο ερώτημα είναι αν όλο αυτό το γάλα που λανσάρεται ως ελληνικό είναι πράγματι ελληνικό. Κι αν δεν είναι, τότε γιατί φέρνει το ελληνικό σήμα και, επομένως, πού είναι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να κάνουν τον ρόλο τους πράξη;…
Σύμφωνα λοιπόν με τελευταία στοιχεία, η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος φθάνει τους 600.000 τόνους περίπου. Από αυτούς οι 330.000 τόνοι γίνονται φρέσκο παστεριωμένο γάλα, οι 70.000 τόνοι γάλα υψηλής παστερίωσης και οι 200.000 τόνοι λευκά τυριά. Από την άλλη, οι ανάγκες της εσωτερικής αγοράς σε γάλα και σε μεταποιημένα προϊόντα ανέρχονται σε 1,5 εκατ. τόνους (πριν από την κρίση οι ανάγκες ανέρχονταν σε 1,8 εκατ. τόνους).
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω αποτελεί ερώτημα η προέλευση 900.000 τόνων και το πού ακριβώς χρησιμοποιείται αυτή η ποσότητα.
Η ζάχαρη αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα: Στην Ελλάδα τόσο οι καλλιεργούμενες εκτάσεις όσο και ο αριθμός των τευτλοπαραγωγών βαίνουν διαρκώς μειούμενα εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, όταν προχώρησε η αναθεώρηση της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) και τέθηκε η ποσόστωση στην παραγωγή των κρατών – μελών της Ε.Ε. (158.702 τόνοι στην περίπτωση της χώρας μας). Συγκεκριμένα, από 409.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και 20.336 τευτλοπαραγωγούς το 2002, η Ελλάδα έφτασε να καλλιεργεί πέρυσι μόλις 57.911 στρέμματα και να έχει μόνο 2.133 παραγωγούς. Αποτέλεσμα: Η Ελλάδα μόνο το 2020 πραγματοποίησε εισαγωγές 334 τόνων ζάχαρης, η οποία προήλθε κυρίως από τη Σερβία, το Βέλγιο, τη Γερμανία και τον Μαυρίκιο.
Πριν από λίγες μέρες μια είδηση στην τηλεόραση που πέρασε στα ψιλά ήταν οι δηλώσεις των κτηνοτρόφων της περιοχής Λάρισας. Να τι είπαν:
«Δέκα χρόνια με την κρίση με νύχια και με δόντια παλεύαμε να κρατήσουμε την παραγωγή και τα κοπάδια τα ζώα μας. Ήλθε τώρα η πανδημία και η επισιτιστική κρίση και μας έδωσε τη χαριστική βολή. Με μικροεπιδοτήσεις δεν σώζεται η κατάσταση. Όχι μόνο δεν βγαίνουμε οικονομικά εξαιτίας του μεγάλου κόστους ζωοτροφών κλπ. αλλά καθημερινά μπαίνουμε μέσα με μεγάλη ζημία και αυξάνονται διαρκώς τα χρέη μας. Θα σταματήσουμε να κρατάμε ζώα. Αυτά που ξέρατε μέχρι τώρα να τα ξεχάσετε. Από εδώ και μπρος θα υπάρχουν ελλείψεις σε ελληνικά γαλακτοκομικά προϊόντα, οι ανατιμήσεις θα είναι απίστευτες και θα ψάχνετε να αγοράσετε τα πιο φτηνά, τα εισαγόμενα και χαμηλής ποιότητας».