Μενέλαος Λουντέμης

Λουντέμης Μενέλαος
Ο συγγραφέας που «μετρούσε τ’ άστρα» από την εξορία
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι»
«Οδός Αβύσσου αριθμός μηδέν»
Γράφει η Δεσπ. Παπαδοπούλου. Φιλόλογος
Ο Μενέλαος Λουντέμης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Βαλασιάδη, γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας στις 14 του Γενάρη του 1912 και πέθανε στις 22 του ίδιου μήνα του 1977. Γέννηση και θάνατος μέσα στην καρδιά του χειμώνα, όπως ακριβώς ένας συνεχής «χειμώνας» ήταν όλη η εξηνταπεντάχρονη ζωή του. Μια ζωή γεμάτη προσφυγιά, αγώνα για την επιβίωση, εξορίες, δίκες, καταδίκες, μια ζωή πλούσια σε αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Στους δρόμους της προσφυγιάς
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ο Λουντέμης με την οικογένειά του περιπλανήθηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και της Μακεδονίας: αρχικά στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, όπου έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 και στη συνέχεια έφυγε για την Κοζάνη. Η οικογένειά του, αν και ήταν εύπορη, χρεοκόπησε λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής κι έτσι ο μικρός Μενέλαος αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά για να τα βγάλει πέρα.
Το έργο του
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα (Δημήτριος Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα στο περιοδικό «Νέα Εστία». Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους.
Ο Μενέλαος Λουντέμης είναι πολυγραφότατος συγγραφέας που μας άφησε ένα σύνολο περίπου 45 έργων που περιλαμβάνει διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση. Πολύ γνωστά του έργα που αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες είναι:
«Τα πλοία δεν άραξαν», Αθήνα, εκδ. Γκοβόστης, διηγήματα (1938)
Γλυκοχάραμα», Αθήνα, διηγήματα (1944)
«Συννεφιάζει», Αθήνα, μυθιστόρημα (1946)
«Βουρκωμένες μέρες», Αθήνα, διηγήματα (1953)
«Κραυγή στα πέρατα», Αθήνα, εκδ. Παλμός, ποιητική συλλογή (1954)
«Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος», Αθήνα, εκδ. Μόρφωση, μυθιστόρημα (1956) «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» μυθιστόρημα, Αθήνα, εκδ. Δίφρος, μυθιστόρημα (1956)
«Οδός Αβύσσου αριθμός 0», Αθήνα, εκδ. Βιβλιοεκδοτική, μυθιστόρημα (1962)
«Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα», Αθήνα, εκδ. Κέδρος, μυθιστόρημα (1963)
Ο κονταρομάχος (Κώστας Βάρναλης)», Αθήνα, εκδ. Δωρικός (1974)
«Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποιητική συλλογή (1975)
«Ο εξάγγελος (Άγγελος Σικελιανός)», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποίηση (1976)
Το έργο του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη για την τέχνη αλλά η πραγματική απεικόνιση της σκληρής εκμεταλλευτικής κοινωνίας και η ανάγκη κατάργησής της. Γράφει στο «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»: «Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;».
Ερχόμενος στην Αθήνα γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ταυτόχρονα η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, τον βοήθησε να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Με αρκετές συγγραφικές επιτυχίες στο ενεργητικό του συνέχισε την πορεία του και έγινε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Νίκο Καζαντζάκη.
Στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου
Στα χρόνια της Κατοχής είχε ενεργό δράση στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ. Στα χρόνια του εμφυλίου συνελήφθη και το 1947 εξορίστηκε στη Μακρόνησο ενώ η γυναίκα του Έμυ με την τρίχρονη κόρη τους Μυρτώ εξορίστηκε στη Χίο και αργότερα στο Τρίκερι ( νησάκι στον Παγασητικό κόλπο, όπου από το 1948-1953 εξορίστηκαν πάνω από 5.000 γυναίκες). Από την εξορία ο Λουντέμης έγραφε: «Η Μυρτούλα ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά , Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά που μπήκε στο μαρτύριο. Τριάντα χρόνια μικρότερο απ’ τον Χριστό, Αντίο…Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδωμένες και ατελείωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει—κρυώνει κάτω απ’ τον βοριά και τα σίδερα». Το 1950 ο Λουντέμης μεταφέρθηκε μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και εκατοντάδες άλλους εξόριστους στον Αη Στράτη. Την εμπειρία του ως εξόριστος στο γειτονικό μας νησί αποτυπώνει στο ποίημά του «Ταξίδι στον Αη Στράτη» (απόσπασμα):
«Χτες την αυγή φουντάραμε
στο νέο πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’ ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες του. Και ξέρασε –
μιαν αμπαριά καινούργιους Ιωνάδες.
Βαρύ ήταν το ταξίδι μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’ ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του Αιγαίου.
– Μεταλλικό κιβούρι –
που έψαχνε για το νεκροταφείο μας.
Είμαστ’ ένα φορτίο αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
φερέοικοι Ροβινσώνες του Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το Μαραθώνι
……… Και χτες πρωί, με την αυγή
φουντάραμε στον Κ ό σ μ ο μ α ς,
σε νέο καταστρωμένο ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο στα νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).
Μα ο Κόσμος ήταν πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το κατόπι…)….»
Το 1954, αφού είχε σταματήσει προσωρινά η εκτόπισή του στον Αη Στράτη και βρισκόταν στην Αθήνα, έλαβε γράμμα από κάποιον συνεξόριστό του που είχε μείνει πίσω στον Αη Στράτη και του έγραφε «Απόψε είχαμε πλημμύρα…». Αυτό και μόνο έφτανε για να του ξυπνήσει συναισθήματα και βιώματα από τις κακουχίες της εξορίας που τις καταθέτει ποιητικά στο ποίημα «Η ψυχή μου έμεινε εξορία» (απόσπασμα):
«………
Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεργιά,
Και χίλια χρόνια μακριά απ’ την Οικουμένη.
Παλεύει ένα ολομόναχο νησί,
– πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας –
στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.
Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.
Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,
Ξεκολλημένος απ’ τις σελίδες της Μυθολογίας.
Κι’ έσπασε τους μύλους του Νησιού.
Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του
τον πυρρίχιο της λύσσας.
Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή.
Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντιριών τους.
Ο βοριάς δείχνει ολόϊσα το νησί.
Κραυγή στα πέραταΚαι τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους
ίσα πάνω του.
Και σκάβουν, σκάβουν, την πλαγιά.
(Κι’ ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)
Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές.
Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν.
Τι μπόγους, τι σοδειές, και τι υπάρχοντα.
Τι αίματα, τι δέματα, και τι φυλαχτά…
Το γράμμα της μανούλας… Που βράχηκε.
Και δε θα διαβάζεται πια
(Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)
Κι’ όλα αυτά, γιατί; Μα γιατί;
Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.
Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.
Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκιά και ταπεινή.
Σαν την «επί του όρους» ο μ ι λ ί α.
Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.
Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.
Και θα βογγήξω με τους άρρωστους.
Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί.
Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε
μού δωσε το σταυρό του μαζί μου…»
Η Δίκη
Το έργο του «Βουρκωμένες μέρες» που κυκλοφόρησε το 1953 χαρακτηρίστηκε ως «αντεθνικόν και επαναστατικόν» με αποτέλεσμα την παραπομπή του σε δίκη γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων ιδιαίτερα μεταξύ του πνευματικού κόσμου της χώρας και από μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο συνεξόριστός του ποιητής Γιάννης Ρίτσος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αυγή» τον Απρίλιο του 1955 ένα εκτενές ποίημα—αφιέρωμα από το οποίο παραθέτουμε την αρχή και το τέλος:
« Αλήθεια, Μενέλαε, πολύ βουρκωμένες οι μέρες μας…..
…Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός 1.
Δε χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να μπεις.
Μ’ αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε, αδέρφια. Το σπίτι του όλους μας χωράει.
Εδώ μένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ’ τον ήλιο
της καρδιάς του και φωτίζει.»
Στη δίκη που έγινε τον Μάρτη του 1956 και κατά την διάρκεια της απολογίας του ο Μενέλαος Λουντέμης δέχτηκε την εξής παρέμβαση του προέδρου: «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα έπρεπε να ‘χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη ήταν απλά συγκλονιστική: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Η συνέχεια και το τέλος μιας «οδύσσειας»
Μετά τη δίκη για τις «Βουρκωμένες μέρες» αυτοεξορίστηκε στο Βουκουρέστι ενώ είχε εκλεγεί μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης και το 1967 έχασε την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνέχισε το συγγραφικό του έργο έως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Στις 22 Γενάρη του 1977 πέθανε από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ μόλις ένα χρόνο πριν, το 1976, είχε επανακτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Έτσι τελείωσε η «οδύσσεια» ενός μεγάλου συγγραφέα που έζησε μόνο χειμώνες μ’ έναν μεγάλο ήλιο στην καρδιά.
Ολοκληρώνουμε μ’ ένα απόσπασμα γεμάτο ποίηση από το έργο του «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους»:
«Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει…τρέχει ασυλλόγιστα στους γκρεμούς που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα μόνο τρέχει. Να πεις «όχι» στην αγάπη είναι σα να κατσουφιάζεις μπροστά σ’ ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει. Σα να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο»
Δέσποινα Παπαδοπούλου 22 Ιανουαρίου 2025