Μερες Καυσωνα: Τα «Κυνικά Καύματα» των Αρχαίων και του Κώστα Βάρναλη!

Ημέρες Καύσωνα ή «Κυνικά Καύματα»
γράφει η Δέσποινα Παπαδοπούλου
Ένα από τα πολλά προβλήματα που μας απασχολούν αυτό το διάστημα, (πέρα από το πρώτο και βασικό που είναι η ακρίβεια σε όλα τα καταναλωτικά αγαθά καθώς και στην ενέργεια), είναι και αυτό του καιρού. Πράγματι για πολλές μέρες βιώνουμε πολύ υψηλές θερμοκρασίες, φαινόμενο που οι μετεωρολόγοι, αν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, αποκαλούν «καύσωνα», λέξη της ελληνιστικής εποχής. Ένα φαινόμενο που καταπονεί τον άνθρωπο και προκαλεί θερμοπληξία ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους και τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Όμως το φαινόμενο αυτό ήταν γνωστό και στους αρχαίους και συγκεκριμένα η λέξη που χρησιμοποιούσαν για το φαινόμενο αυτό ήταν η λέξη «καύμα» και αναφέρονταν σ’ εκείνη την περίοδο που ανέτειλε ο Σείριος (το πιο λαμπρό αστέρι του αστερισμού του Μεγάλου Κυνός) μαζί με τον ήλιο. Ο Σείριος λοιπόν συνδέεται με την καλοκαιρινή ζέστη και μάλιστα πιστευόταν πως είναι η αιτία της λύσσας των σκύλων και υπεύθυνος για τα λεγόμενα «κυνικά καύματα», δηλαδή για τα εγκαύματα που προκαλεί ο Ήλιος σε όσους εκτίθενται αλόγιστα στις ακτίνες του. Στην αρχαιότητα οι μέρες μετά την 21η Ιουλίου ονομάζονταν «Κυνάδες ημέρες». Σήμερα οι επιστήμονες τοποθετούν τις επίσημες ημέρες έναρξης για τα «Κυνικά καύματα» για το Βόρειο ημισφαίριο από τις 3 Ιουλίου και διαρκούν περίπου μέχρι τα μέσα Αυγούστου.
Ενδιαφέρον προκαλεί ένα χρονογράφημα του ποιητή μας Κώστα Βάρναλη (1884-1974) με τίτλο «Κυνικά καύματα» και αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό που συνέβη την 15η Ιουλίου του 1942, μια ημέρα καύσωνα, στην κατοχική Αθήνα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΡΩΊΆ».
Πρόκειται για ένα από τα πάνω από 3.500 χρονογραφήματα του ποιητή και δημοσιογράφου Κώστα Βάρναλη, τα οποία δημοσίευε στις εφημερίδες κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η τακτική συνεργασία του με εφημερίδες αρχίζει μετά την απόλυσή του από τη Μέση Εκπαίδευση το Φεβρουάριο του 1926 επί δικτατορίας Πάγκαλου. Όπως είναι γνωστό ο Βάρναλης μετά την απόλυσή του ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δημοσιογραφία για λόγους βιοποριστικούς, επάγγελμα από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε από την εφημερίδα «Αυγή» το 1958. Ο Βάρναλης ως δημοσιογράφος λοιπόν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το χρονογράφημα δημοσιεύοντας τα κείμενά του στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο. Τα θέματά του τα αντλεί από την επικαιρότητα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και είναι γραμμένα σε τόνο χιουμοριστικό, συμβουλευτικό, δηκτικό ή επικριτικό. Το είδος αυτό του πεζογραφήματος, στο οποίο ο Βάρναλης θεωρείται «μάστορας», θα λέγαμε ότι είναι «είδος «εφήμερο», μια ιστορία «του λεπτού και του δευτερόλεπτου», όπου καταγράφοντα συμβάντα, επεισόδια, ασήμαντα κάποτε γεγονότα τα οποία θα περνούσαν απαρατήρητα, αλλά με την πένα και το ταλέντο του χρονογράφου καταγράφονται, αναλύονται και δίνουν την βαθύτερη ουσία και έννοια», όπως λέει ο Παύλος Νιρβάνας που διέπρεψε στο είδος. Διαβάζοντας σήμερα τα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε μια εικόνα ζωής πριν από δεκαετίες καθώς και πράγματα που έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί, όπως πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα αμέσως πριν ή αμέσως μετά τον πόλεμο ή και στα χρόνια της Κατοχής. Ακολουθεί το σχετικό με το θέμα του καύσωνα χρονογράφημα του Βάρναλη:
ΚΥΝΙΚΑ ΚΑΥΜΑΤΑ
15 Ιουλίου
του Κώστα Βάρναλη
«- Εσένα γύρευα! Είπε το θύμα του καύσωνος των ημερών αυτών, ξεπνοϊσμένο και μόλις μπορώντας να σταθεί στα πόδια του, πρωί πρωί στην είσοδο του Εθνικού Κήπου.
-Τι με ήθελες;
-Να σε πνίξω! Μα δε μπορώ να σηκώσω τα χέρια μου.
-Μα τι έπαθες; Είσαι άρρωστος; Τα μάτια σου τα βλέπω θολά και την όψη σου κατακίτρινη. Κάθισε λιγάκι να συνέλθεις…
Τον έπιασε από τους ώμους και τον κάθισε σ’ έναν πάγκο κοντά στη βρύση.
-Και πρώτα πρώτα λέγε μου, τι έπαθες; Καμιά δηλητηρίαση; Δεν προσέχεις…
-Έπαθα κάτι χειρότερα. Παράλυσα…
-Από τι;
-Από τη ζέστα.
-Και τι σου φταίω εγώ;
-Γιατί εσύ εξεθείαζες σε εικοσιτέσσερις ραψωδίες τη «λύσσα» του Κυνός όπως ο Όμηρος το θυμό του Αχιλλέα και γκρίνιαζες και βλαστημούσες, όταν τελευταία με τις βροχές είχαμε δροσιά. «Καλοκαίρι είναι αυτό ή φθινόπωρο; Δε θα ψηθούνε τα σταφύλια, θα σαπίσουν οι ντομάτες, δε θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα μπάνιο της προκοπής στη θάλασσα…θα βήχω και θα στάζ’ η μύτη μου όπως και το χειμώνα…» Άι τώρα ξεψύχα και συ μαζί μας σαν το ψάρι στην άμμο!…
Σηκώθηκε και πήγε στη βρύση, ήπιε νερό κι έχωσε και το κεφάλι του μέσα! Κι άμα γύρισε στάζοντας σαν μπουγαδοκόφινο, εξακολούθησε:
-Στις πέντε το πρωί η πολιτεία ήτανε βυθισμένη στον καπνό. Όλα γκρίζα, θολά και πνιγμένα από την ασφυξία. Δεν ξεχώριζες τίποτα μέσα σ’ αυτήν την κόλαση. Ούτε πνοή, ούτε ήχος, ούτε σάλεμα φύλλου. Οι πλάκες του μπαλκονιού καίγανε σαν «πυρίμαχοι πλίνθοι». Τα σκυλιά κοιμόντανε τέζα στο χώμα και τα παΐδια τους ανοιγοκλειούσανε γρήγορα σαν τρελή φυσαρμόνικα. Τα χελιδόνια δεν πετούσανε και μοναχά οι μύγες σβουρίζανε σα σύννεφο στο στερέωμα. Κι ο ήλιος ακόμα δεν είχε ξεμυτίσει. Κι όχι μοναχά πετούσανε οι μύγες, παρά και τσιμπούσανε σα δαιμονισμένες. Είχα βγει μισόγυμνος στο μπαλκόνι ν’ ανασάνω λιγάκι αέρα-αέρας δεν υπήρχε¨ κι οι μύγες πέσανε απάνω μου και με τρυπούσανε πέρα ως πέρα, όπως οι σαγίτες τον Άγιο Σεβαστιανό. Κι όταν πρόβαλε ο ήλιος από την Πεντέλη, ένας ήλιος θεόρατος, που δεν θα μπορούσε να τον αγκαλιάσει ούτε ο… Εκατόγχειρ- τι ήλιος ρεζιλεμένος ήταν αυτός! Θαμπός, άφωτος, άνοστος…κρύος, καπνίζοντας σαν ένα μαγκάλι κάρβουνα, που χύθηκε μέσα του η…σούπα! Τον κοίταγα «αναιδώς» και τα μάτια μου δε θαμπώνανε. Κι ας κοπανάει, αν δε βαριέται το …συντακτικό: «όστις αναιδώς τον ήλιον εγχειρεί θεάσθαι την όψιν αφαιρείται».1 Τέτοιον ήλιο να τον φτύνεις…Κι όμως η φωτιά του ήτανε αφάνταστη…Πήγα κι έκανα ένα ντους, για να μη λιποθυμήσω. Όταν όμως βγήκα έξω στο δρόμο και βούλιαξα ως την κορφή τον …Πύρινο Ποταμό, το ‘βαλα στα πόδια να σωθώ. Ήρθα εδώ στον κήπο να σταθώ λιγάκι. Αλλά πώς θα φύγω; Να ‘χα καμιά στολή…πυροσβέστη; Και δε μου φτάνει η συφορά μου, βρήκα και σένα εδώ που σου έχω πίκα. Ακούς εκεί να ραψωδείς τα κυνικά καύματα;…
Ο άλλος γέλασε με χαιρεκακία.
-Εγώ είμαι άνθρωπος φυσιολογικός. Και σκληραγωγημένος. Τι λέγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι της απαισιοδοξίας; «Ου χρή θυμούσθαι τοις πράγμασιν».2 Και τι λένε οι σημερινοί φιλόσοφοι της αισιοδοξίας; «Μη μεγαλοποιείτε τα ζητήματα»! Δε λέω πως δε μ’ ενοχλεί η ζέστα αλλά η ενόχληση που μου δίνει είναι μικρότερη από τη χαρά που παίρνω. Τέτοιες μέρες σαν κι αυτήν προσπαθώ να τελειώνω γρήγορα τις δουλειές μου σε λίγες ώρες κι όλες τις άλλες τις περνώ τσίτσιδος στη θάλασσα ή στο σπίτι. Έχω την ευχαρίστηση να μη με σφίγγει τίποτα: ούτε καλτσοδέτα ούτε παπούτσι ούτε ζώνη ούτε γιακάς. Τσαλαβουτάω κάθε τόσο στα νερά και ζω μέσα σ’ ένα δυο μήνες τους χιλιάδες αιώνες του πρωτογονισμού. Το κορμί μου αδερφώνεται με τον αέρα, η υγεία μου καλυτερεύει. Η όρεξή μου μεγαλώνει και κρασί δεν πίνω καθόλου. Έτσι, ενώ όλος ο κόσμος χάνει βάρος το καλοκαίρι, εγώ παίρνω. Κι έπειτα έχω την αλάλητη ευτυχία της δίψας. Η ικανοποίησή της είναι αίσθημα δυνατότερο από την ικανοποίηση του έρωτα…Μ’ αυτήν τη γύμνια προετοιμάζω τον εαυτό μου για τα κρύα του χειμώνα. Και το πιο λεπτό φανελάκι να φορέσω, όταν θα έρθουν τα πρωτοβρόχια, μου φαίνεται πως φόρεσα…γούνα…Άι βγάλε το σακάκι σου κι έλα μαζί μου να σε ρυμουλκήσω ως το γραφείο σου.
Στο δρόμο σταματήσανε μπροστά σ’ ένα μανάβικο.
-Πάρε ένα λεμόνι.
-Τι να το κάνω;
-Να το δαγκάνεις κάθε τόσο…Δροσίζει.
-Άι στο καλό, χριστιανέ μου. Φεύγα γιατί θα δαγκώσω εσένα!»
Σημειώσεις
1: «όστις αναιδώς τον ήλιον εγχειρεί θεάσθαι την όψιν αφαιρείται»: η φράση είναι από τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα, όπου ομιλεί ο Σωκράτης, και σημαίνει «πως όποιος προσπαθεί να αντικρίσει αναιδώς τον ήλιο τυφλώνεται».
2: «Ου χρή θυμούσθαι τοις πράγμασιν»: είναι στίχος του Ευριπίδη που τον παραδίδει ο Πλούταρχος στην πραγματεία του «Περί ευθυμίας» και σημαίνει πως «δεν πρέπει να θυμώνουμε με τις καταστάσεις».
Δέσποινα Παπαδοπούλου 26/7/2024