Μια μικρή γεύση από φθινόπωρο μια άλλης εποχής ( απόσπασμα από τους « Βοριάδες και Νοτιάδες» μου.
Μια μικρή γεύση από φθινόπωρο μια άλλης εποχής ( απόσπασμα από τους « Βοριάδες και Νοτιάδες» μου.
Της Βαρβαρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου
Παλαιότερα τούτος ο μήνας στο ξεψύχισμά του έφερνε τις βροχούλες και μαζί μ’ αυτές τα σαλιγκάρια, τις μαύρες γαλότσες, τις μουσαμαδιές και το άσπρο σοσονάκι. Μετά τον τρυγητό …πως την περιμέναμε την πρώτη βροχή δε λέγεται!!!
Καταλάγιαζε τη σκόνη και το χώμα στους τότε χωματόδρομους, σχημάτιζε λιμνούλες και καταμεσής τους έβγαιναν τα μακριά κεραμιδοκόκκινα σκουλήκια της γης. Εμείς τα παιδάκια κάναμε βαρκούλες με χαρτί και πλατσουρίζαμε μες τα νερά τους. Τα σαλιγκάρια ένιωθαν μουσκεμένη την καταράχια τους και ξυπνούσαν. Έβγαιναν στη δροσιά να τεντώσουν τις αντένες τους κι εμείς θα βρίσκαμε και τα σακουλιάζαμε πρωί – πρωί. Η χαρά μας ήταν να μας ξυπνήσει ο πατέρας, νύχτα ακόμα, να τραβήξουμε απ’ το ναφθαλινιασμένο συρτάρι το πρώτο πουλόβερ, να το φορέσουμε και να ξεχυθούμε στα χωράφια, πριν ακόμα φέξει, με τους φακούς στο χέρι. Η μυρωδιά της μουσκεμένης καλαμιάς στα σταροχώραφα, ανακατεμένη με αυτή της ακόνιζας και της βρεγμένης καβαλίνας, είναι η χαρακτηριστική μυρωδιά της πατρίδας Λήμνου. Σα ζήσεις μακριά της το «αχ της προθυμίας» όπως λέει σε ένα τραγούδι του ο Μπαγιαντέρας…πάει σύννεφο. Σαν κατεβάσεις το πόδι από το αεροπλάνο, ακουμπήσεις στη γη της και πάρεις βαθιά ανάσα, νιώθεις τούτη τη μυρωδιά κι ανασταίνεσαι.
Πίσω από το σπίτι της Αναστασίας, μέσα στο στενό, έμεναν η Πατρικιανέοι. Ο κυρ – Γιώργης και το Βαγγελιώ ήταν έτοιμοι και μας περίμεναν. Με το πρώτο χτύπημα της καφετιάς τους εξώπορτας, με τα κίτρινα καγγελωμένα τζαμάκια, ξετρύπωναν χοντροντυμένοι κι αυτοί… και ξεκινούσαμε. Το Βαγγελιώ συνήθιζε να φορά κλοσσάτες φούστες με τσέπες. Οι τσέπες της ήταν πάντα φουσκωμένες από στραγάλια, σταφίδες και πασατέμπο. Πηγαίναμε δίπλα δίπλα. Έτσι ανάμεσα στα καμπουριαστά ψαξίματα των σαλιγκαριών, ρίχναμε και κανένα στραγαλοσταφιδο στο στόμα μας…και συνέχεια σιγομασουλάγαμε.
Στο ψάξιμο βέβαια ξεχνιόμασταν και η χαρά που νιώθαμε σαν τα βρίσκαμε υγρασιασμένα και αγκαλιασμένα δυο –δυο, τρία– τρία, μέχρι και 10 μαζί, ήταν απερίγραπτη. Τα μαζεύαμε μέσα σε υφασματένιο από χοντρό κάμποτο σακούλι, σαν κι αυτά που φτιάχναμε τα τουλουμοτύρια τα κρεμαστά, τα ελαφροξινισμένα. Τότε στα σακούλια, εκτός από τα τουλουμοτύρια διατηρούσαμε τα μαυρομάτικα φασόλια, τους τραχανάδες, τα ρεβύθια. Τώρα βάζουν μέσα τα λουλουδιαστά σώβρακα τα «μποξεράκια» όπως τα λένε και τα πουλούν σακουλιασμένα.
Ίσαμε να σκάσει τη μύτη του ο ήλιος από την βουνοκορφή του Αη Θανάση, η δουλειά μας είχε τελειώσει. Τα σαλιγκάρια που μας είχαν διαφύγει, ενοχλημένα από τις ακτίνες του ήλιου, ένιωθαν ξεγελασμένα και ξαναγύριζαν στις φωλιές τους κι εμείς στα σπίτια μας με τα χέρια μαύρα από τα σάλια τους, ανακατεμένα με το χώμα. Η μαμά τα έβαζε σε ψάθινο καλάθι με μια φούντα θυμάρι μέσα, στο άνοιγμά του σφήνωνε ένα καπάκι από τζετζερέ και το σιγούρευε με το μπρούτζινο χρυσό κίτρινο γουδί, μη βρουν διέξοδο αυτά,πάρουν δρόμο τη νύχτα και ασημώσουν με τη ρότα τους τους κάτασπρους τοίχους της κουζίνας μας, με τα βεραμάν ξύλινα περβάζια. Τα άφηνε εκεί 3-4 μέρες περίπου να βγάλουν τις βρωμιές τους και να είναι έτοιμα για το μαγείρεμα. Μπόλικα κρεμμύδια χοντροκομμένα σε φέτες και ντοματούλα φρέσκια φύλλα δάφνης λίγο σκορδάκι και λίγο κύμινο, να μυρίζουν στιφάδο.
Η προετοιμασία ατελείωτη και κουραστική. Όλο το πρωινό άκουγες τον εκκωφαντικό θόρυβο του τριψίματος τους με αλάτι για να χύσουν τα σάλια τους. Γέμιζε ο νεροχύτης σάλια. Τα έβαζε μετά στο καζάνι με το νερό κι αυτά ύστερα από καμιά ώρα ξεθάρρευαν, έβγαζαν το κορμάκια τους και άρχισαν να σαλεύουν. Άναβε τότε την φωτιά και ο βρασμός του νερού τα έβρισκε στο ξύπνιο τους και τα κοκκάλωνε με το κεφαλάκι έξω από το κέλυφος, σαν τις χανούμισσες που κρυφοκοιτάνε από την μισάνοικτή πόρτα του οντά τους. Εγώ το έβρισκα φρικτό. Ποιός με ρωτούσε όμως;
Τα στράγγιζε,τα ξεκώλιαζε ένα – ένα με κοφτερό μαχαίρι και ύστερα από πολλά ξεβγάσματα για να φύγουν τα τρίμματα, τα έριχνε στα κρεμμύδια με την ντομάτα μαγειρεμένα στην πλατιά στρογγυλή πήλινη πατνίτσα, χωμένη μέσα στα κάρβουνα, που σιγόκαιγαν στην φουφού.
Εκεί που ύστερα μπήκε το πετρογκάζ και ο απορροφητήρας από πάνω.
Τέτοια νοστιμιά που να την βρεις τώρα; Δεν ήταν μόνο ο τρόπος παρασκευής τους που τα έκανε νόστιμα, ήταν περισσότερο ο τρόπος ψησίματος.
Το φθινόπωρο το νησί είχε μια μυρωδιά ιδιαίτερη, πολύ νοσταλγική για μας που ζούμε μακριά του. Το χώμα και η καλαμιά στα σταροχώραφα μύριζαν μοναδικά σαν τα έβρεχε το πρωτοβρόχι. Τα βασιλικά ξεσποριασμένα πια μες τους ασβεστωμένους γαζοτενεκέδες άφηναν τις τελευταίες μυρωδιές τους στους μπαξέδες με τα μαγκανοπήγαδα…και στις ασπρισμένες αυλές. Ό μούστος στα βαρέλια ευώδιαζε κι αυτός και το πετιμέζι γλύκαινε τη μυρωδιά της ατμόσφαιρας σαν έβραζε μέσα στο μαυροκάζανο πάνω στη φωτιά.
Ακόμα και τα φρεσκοντυμένα με μπλε γυαλιστερή κόλα, βιβλία και τετράδια και τα φρεσκοξυσμένα μαύρα μολύβια Faber …κι αυτά ανάδιναν ξεχωριστή φθινοπωρινή μυρωδιά. Και τα πασαλειμμένα με μπλε μελάνι από τον κονδυλοφόρο και το μελανοδοχείο που ξεχείλιζε δάχτυλά μας κι αυτά μυρίζανε ιδιαίτερα και συνέθεταν το μυρωδάτο φθινοπωρινό μωσαϊκό.
Τα ρετσέλια, κομμάτια κόκκινο κολοκύθι και κυδώνι έβραζαν μέσα στο πετιμέζι να μπούνε στις φαγιάντζες σοδιά για τον χειμώνα. Οι σταφίδες και τα σύκα φουρνίζονταν στους φούρνους της γειτονιάς για να συντηρηθούν και η μυρωδιά τους σου έσπασε τη μύτη, όπως και τα πρωτοφανίτικα κυδώνια, που ψηνόταν στους φούρνους κι αυτά μέσα στους ταβάδες και καθώς χρυσοκιτρίνιζαν μέσα στα αποκαίδια της φωτιάς η μυρωδιά τους γλύκαινε τη γεύση σου κι έτρεχαν τα σάλια σου πριν τα γευτείς με κρυσταλιζέ ζάχαρη πασπαλισμένα και κανέλα.
Τα ρόδια μόνο ήταν άοσμα και τα τρίκοκκα. Τα ρόδια μας μαύριζαν τα χέρια στο καθαρίσμα και τα τρίκκοκα, ξινά καθώς ήταν, μας αχρήστευαν τα δόντια, που ηλεκτριζόταν πια, όταν προσπαθούσαμε να δεχτούμε το ζεστό πρωινό μας τσάι με το σταρένιο εφτάζυμο παξιμάδι και τις Βολιώτικες ελιές. Τα τζιτζίφια συμπλήρωναν την χρυσοκίτρινη εικόνα του φθινοπώρου. Τα μαζεύαμε στην εποχή τους, πάνω στις αλμυρισμένες από το κύμα της θάλασσας Τζιτζιφιές.
Οι νοικοκυρές τα φούρνιζαν κι αυτά και τα έκρυβαν σοδειά.
Όλες τούτες οι μυρωδιές, οι γεύσεις και τα κιτρινοχρωματισμένα φύλλα των δέντρων που έπεφταν …μαζί με την εικόνα των παιδιών, που μπαινόβγαιναν στα βιβλιοπωλεία της πλακόστρωτης αγοράς, σου έδιναν καλά να νιώσεις, πως ναι, είναι φθινόπωρο.
Οι μαθήτριες φορεμένες, σαν τους φαντάρους, με μπλε ποδιά στο δημοτικό, και μαύρες αυτές του γυμνασίου με άσπρο πικεδένιο γιακαδάκι που μπαινόβγαινε με σούστες ή τρυποβελονιές ..για να πλυθεί.
Οι μαθητές του Γυμνασίου κυκλοφορούσαν κι αυτοί φρεσκοκουρεμένοι με την ψιλή μηχανή, σχεδόν γουλί, με το μαύρο πηλίκιο και την κουκουβάγια κολλημένη στη μετώπη του.Έπρεπε να ξεχωρίζουν κι αυτοί και να είναι αναγνωρίσιμοι από τους καθηγητές τους ανά πάσα στιγμή. Σαν άρχισαν τα σχολεία άρχιζε και το σούρτα φέρτα των μαθητών στο σταθμό των λεωφορείων εκεί που ήταν η παράγκα του Λιλιγιάνναρου. Τα λεωφορεία κατέβαιναν πρωί πρωί από τα 36 χωριά της Λήμνου στο Κάστρο, όπως έλεγαν τη σημερινή Μύρινα, την πρωτεύουσα του νησιού. Ήταν γεμάτα κόσμο, που κατέβαινε να διεκπεραιώσει τις δουλειές του.
Οι σκάρες των λεωφορείων στις οροφές τους ήταν γεμάτες καλάθια. Τα καλάθια των μαθητών και μαθητριών του εξατάξιου τότε μοναδικού Γυμνασίου στο νησί…οι οποίοι νοίκιαζαν δωμάτιο στο Κάστρο και οι μανάδες έστελναν με τα καλάθια το φαγητό τους. Πάνω από το καλάθι υπήρχε μια άσπρο – μπλε ή άσπρο – κόκκινη υφαντή πετσέτα, δεμένη ολόγυρα με σπάγκο και ένα χαρτονάκι δεμένο δίπλα από το χερούλι. Στο χαρτονάκι ήταν γραμμένο το όνομα του μαθητή στον οποίον ανήκε. Ο κάθε μαθητής ή μαθήτρια έπαιρνε το πρωί το καλάθι το πήγαινε τρεχάλα σπίτι, άδειαζε το περιεχόμενο να έχει φαγητό μεσημέρι – βράδυ και στις 2 η ώρα, που το λεωφορείο έφευγε, το καλάθι έπρεπε να είναι φορτωμένο πάλι στην σκάρα με τα συφερτάσια άδεια και δυο λέξεις γράμμα για να ενημερωθούν οι γονείς σχετικά με την υγεία τους και την πρόοδο τους στο σχολείο. Τηλέφωνα τότε δεν υπήρχαν. Μόνο τα κοινοτικά γραφεία είχαν κάτι χειροκίνητα με κουρδιστήρι, ίσα – ίσα για να επικοινωνούν με τις δημόσιες υπηρεσίες της πρωτεύουσας. Ο κάθε μαθητής η μαθήτρια ήταν αναγκασμένος να ζεστάνει το φαγητό του, το οποίο καθώς ταξίδευε πάνω στη σκεπή του λεωφορείου εκτεθειμένο στο βοριά, στη βροχή και στο χιόνι, καμιά φορά είχε την όψη του σημερινού κατεψυγμένου.
Τότε ακόμα ούτε Πετρογκάζ δεν υπήρχαν. Υπήρχαν όμως γκαζιέρες. Ήταν δύο ειδών, αυτές με το φυτίλι, που βρωμοκοπούσαν πετρέλαιο κι αυτές οι μπακιρένιες με το μπουζί και την τρόμπα. Έπρεπε να γεμίσεις πετρέλαιο το ντεπόζιτο, να τρομπάρεις καμιά δεκαριά φορές ίσαμε να πάει το πετρέλαιο στο μπουζί, από μια μικρή τρυπούλα, κι εσύ με το σπίρτο στο χέρι να δώσεις μπουρλότο. Σαν η τρυπούλα βούλωνε, υπήρχε ειδικό καθαριστήρι, από τενεκεδένιο πηχάκι, που κατέληγε σε ένα λεπτό συρματάκι. Έβαζες το συρματάκι προσεκτικά στην τρυπούλα, ξέφραζε η γκαζιέρα, άναβε επιτέλους, και έβγαζε μια γαλαζοκόκκινη φλόγα… Ώσπου να ζεστάνεις δηλαδή το φαγητό, σου εφεύγε η όρεξη.
Το χαρτζιλίκι των παιδιών μηδαμινό τότε έως ανύπαρκτο. Φτώχεια… Αν κάποιος μαθητής διέθετε μία δραχμή, για να φάει μπουγάτσα λαχταριστή με κρέμα ή με τυρί, πασπαλισμένη με χοντρή ζάχαρη στου Λυρούδια ή στου Κοτζαμάνη το ζαχαροπλαστείο, ήταν προνομιούχος. Τότε βολευόμασταν με στραγάλια, πασατέμπο, σταφίδες, σύκα, αμύγδαλα, τζιτζίφια , όλα παραγωγής μας, σπιτικά. Να έτρωγες στραγάλια, που έφτιαχνε η Συκιώταινα στην Ατσική και τα έστελνε στην κόρη της την Ελισάβετ, μοσχοβολιτά και τραγανά μεσα στο καλάθι της, δε θα τα ξεχνούσες ποτέ, όπως δεν το ξέχασα και εγώ… Αγνά πράγματα.
Ο Τζαβέλλας ο τσακατσούκας όπως αυτ ονομαζόταν, με το μαύρο γιλέκο το ριγέ γκριζόασπρο παντελόνι και την στριφτή άσπρη θημωνιά πάνω από τα χείλια του, γυρνούσε με το καροτσοποδήλατό του όλες τις γειτονιές και τα πανηγύρια και πουλούσε φρεσκοψημένα φυστίκια αμύγδαλα, στραγάλια σκληρά και μαλάκα με σταφίδες ανακατεμένα, πασατέμπο, ηλιόσπορο και πολύχρωμα γλειφιτζούρια μητερά με ξυλάκι από κάτω αγκιδωτό.
«Αλογόμυγες» μας φώναζε ελάτε στο τσακατσούκα να πάρετε αμυγδαλάκι φυστικάκι , πασατέμπο της ώρας. Σαν πήγε 100 χρονώ πέθανε…
Τον διαδέχτηκε ο Φίλιππας.
Κάποια χρόνια μάλιστα συνυπήρχαν και καβγάδισαν κάθε φορά που αντάμωναν στα εμπορικά στέκια της Μύρινας.
Και φυσικά ο Παντελής ο Βουβός, με τα καλάθια του ένα από δω κι ένα από κει…Είχε το χάρισμα να μιλά «μουγκά» χειρονομόντας και βγάζοντας άναρθρες κραυγές σε όλες τις γλώσσες.
Κτλ….κτλ…πως να γράψεις ξανά ένα βιβλίο….
Όποιος ξεχνάει χάνεται…δακρύζει όποιος θυμάται🍁
Καλό φθινόπωρο φίλοι μου