Περιοδικό

Μια ολόκληρη ζωή σινεμά κι ένα τέλος… «κινηματογραφικό»

Γραφει η Δέσποινα Παπαδοπούλου

Μια ολόκληρη ζωή σινεμά κι ένα τέλος… «κινηματογραφικό»

Θεόδωρος Αγγελόπουλος

«ο ελεγειακός ποιητής της κινηματογραφικής εικόνας»

Ήταν 24 του Γενάρη του 2012, ώρα επτά το βράδυ, όταν ο σπουδαίος σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος χτυπήθηκε από διερχόμενη μοτοσυκλέτα στο Κερατσίνι την ώρα που έδινε τις πολύτιμες οδηγίες του κατά την διάρκεια γυρισμάτων της ανολοκλήρωτης ταινίας του «Η Άλλη Θάλασσα».

Γεγονός συγκλονιστικό, θλιβερό, αδόκητο  για έναν άνθρωπο, που  στα 77 του χρόνια, (γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1935),  ήταν γεμάτος όρεξη και δημιουργία γι’ αυτό που αγάπησε με πάθος, το σινεμά. Ήταν εκείνη η βροχερή βραδιά που έσβησαν τα φώτα των προβολέων και στο κινηματογραφικό φιλμ δεν πρόλαβε να καταγραφεί  η λέξη «ΤΕΛΟΣ» της ταινίας «Η άλλη θάλασσα». Δυστυχώς η ζωή του μεγάλου σκηνοθέτη  τελείωσε μ΄αυτόν τον τραγικό τρόπο. Ένα τέλος που θα μπορούσε να ήταν το τέλος ενός κινηματογραφικού ήρωα σ’ ένα βροχερό σκηνικό, που θα σκηνοθετούσε ο Αγγελόπουλος. Η μοίρα όμως «σκηνοθέτησε» με τον δικό της τραγικό τρόπο και επέλεξε για «ήρωα της σκηνής»  τον Αγγελόπουλο. Ο θάνατος του μεγάλου σκηνοθέτη ήρθε αναπάντεχα και ύπουλα, κρυμμένος μέσα σε σκιές και σκοτάδια, και έπαιξε το ύπουλο παιγχνίδι του στον «ποιητή του σινεμά». Ο θάνατος, που δεν αντέχει την «ποίηση», έστησε καρτέρι και πήρε την ζωή του μεγάλου κινηματογραφιστή. Δεν πήρε όμως και δεν «έθαψε» το έργο του, ένα έργο που  ξεπερνά τον θάνατο και  περνά στην αιωνιότητα.

Παρακολουθώντας τις ταινίες του στην χρονική τους  διαδρομή καθώς και την θεματική τους, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως η ελληνική  ιστορία είναι η βάση και ο καμβάς πάνω στον οποίο πραγματικά θα «κεντήσει» αυτός ο ποιητής της εικόνας. Θέματα που τον απασχόλησαν βαθιά είναι ο νόστος του Οδυσσέα, ο μύθος των Ατρειδών, η μνήμη. Ο ίδιος δήλωνε ότι οι ταινίες του «δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια καταγραφή της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στο χρόνο». Μιας περιπέτειας που εκτυλίχθηκε σε χρόνο και τόπο ελληνικό, στο γνώριμο σε όλους μας «αγγελοπουλικό τοπίο», της βορειοελλαδίτικης ομίχλης, του συννεφιασμένου ουρανού, της βροχής  και  των  χιονισμένων χωριών, που τόσο αγάπησε και τόσο τέλεια αποτύπωσε με τον κινηματογραφικό φακό του. Αν και γεννήθηκε στην Αθήνα του Νότου λάτρεψε τις πόλεις και τα τοπία της Βόρειας  Ελλάδας με ιδιαίτερη αγάπη για την Φλώρινα, τα Γιάννενα  και την «γυάλινη»  ακινησία των λιμνών.

Οι ταινίες του μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις τριλογίες ή κύκλους: Στην πρώτη τριλογία, που ο ίδιος ο σκηνοθέτης αποκάλεσε «τριλογία της ιστορίας», ανήκουν οι «Μέρες του  ΄36» (1972, φωνή κατά της δικτατορίας), ακολουθεί ο  πολυβραβευμένος «Θίασος» (1975, ανατομία των τραυμάτων του εμφυλίου), και η τριλογία κλείνει με την ταινία «Οι κυνηγοί» (1977, οι νεκροί αρνούνται να πεθάνουν). Εδώ φαίνεται καθαρά η επιρροή του Σεφέρη στον σκηνοθέτη αν θυμηθούμε τους στίχους του ποιητή από το «Ο Στράτης ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» (14 Γενάρη 1942):

«…είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί.

πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα

γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς

για  να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω»

Συνεχίζει με την δεύτερη τριλογία του, την «Τριλογία της σιωπής», εδώ ανήκουν: Το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984, όπου Κύθηρα είναι το ταξίδι στην ουτοπία, ένας αντάρτης  του Εμφυλίου Πολέμου, γέρος πια (τον υποδύεται ο Μάνος Κατράκης) επιστρέφει ύστερα από τριάντα χρόνια εξορίας στην Τασκένδη, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα), «Ο Μελισσοκόμος» (1988, το ταξίδι ενός δασκάλου που επιδιώκει την επιστροφή στον γενέθλιο τόπο και την σύνδεση με το παρελθόν του. Η τριλογία ολοκληρώνεται με το  «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988, δυο αδέλφια ταξιδεύουν για να βρουν τον πατέρα τους και ο Αγγελόπουλος αναρωτιέται ποια νέα Ευρώπη αναδύεται μέσα από την θολούρα και την ομίχλη.

 

Η τρίτη τριλογία περιλαμβάνει ταινίες που διερευνούν την σχέση της Ελλάδας με τις γειτονικές μας βαλκανικές χώρες, όπως φανερώνει και η ονομασία της τριλογίας «Η τριλογία των συνόρων». Εδώ ανήκουν : «το Μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991), το «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) και η τριλογία ολοκληρώνεται με την ταινία «Η αιωνιότητα και μια μέρα» (1998).

Μετά το 2000 ο Αγγελόπουλος εργάστηκε πάνωσε μια σχεδιαζόμενη τέταρτη τριλογία που δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει γιατί, όπως ήδη είπαμε,κάποιος άλλος «αόρατος σκηνοθέτης» επέβαλε τους δικούς του σχεδιασμούς και τα δικά του πλάνα. Πρόκειται για μια τριλογία της «μοντέρνας Ελλάδας»: εδώ έχουμε τον εικοστό αιώνα μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας που ταξιδεύει  από την Ρωσία στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην Αμερική: Ξεκινά με την ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει» (2004, με πολύ εντυπωσιακά πλάνα), ακολουθεί το τελευταίο ολοκληρωμένο φιλμ «Η Σκόνη του χρόνου» (2008) και η τριλογία θα ολοκληρωνόταν με  την ταινία «Η Άλλη θάλασσα» (2012), αν ο θάνατος δεν  έκοβε το φιλμ και το νήμα της ζωής του μεγάλου κινηματογραφιστή.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση φωτογραφίας με τον τίτλο «Το βλέμμα της αιωνιότητας» του φωτογράφου Ηλία Μπουργιώτη αφιερωμένη  στον Θόδωρο Αγγελόπουλο είχα την τύχη να επισκεφθώ πριν δυο χρόνια στα Γιάννενα και συγκεκριμένα στην Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων. Ο φωτογράφος έκανε την backstage φωτογράφιση των τριών τελευταίων ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μεταξύ των οποίων και της τελευταίας, ημιτελούς ταινίας “Η άλλη θάλασσα”. Αξίζει να διαβάσουμε το σημείωμα του καταξιωμένου  φωτογράφου με το οποίο ξεκινούσε η έκθεση:

«Στην έκθεσή μου με τίτλο «Το βλέμμα της αιωνιότητας παρουσιάζονται backstage φωτογραφίες των τελευταίων ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μεταξύ των οποίων και της τελευταίας ημιτελούς ταινίας «Η άλλη θάλασσα». Πάντοτε θαύμαζα τον δημιουργό Θόδωρο  Αγγελόπουλο. Με εντυπωσίαζε ο τρόπος που κινηματογραφούσε, τα πλάνα του, η φωτογραφία του, η μουσική των ταινιών του. Ξεκινώντας να φωτογραφίζω την Ελληνική ύπαιθρο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και δημιουργώντας το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Αθέατη Ελλάδα», γεννήθηκε η επιθυμία να βρεθώ κοντά του, σε μια κινηματογραφική του δημιουργία και να φωτογραφίσω το backstage των ταινιών του. Αυτό που είχε φωτογραφικό ενδιαφέρον για μένα ήταν τα όσα συνέβαιναν στις ώρες της προετοιμασίας, της δοκιμής, της αναμονής πριν από το πλάνο. Ένα φωτογραφικό έργο πριν από το κινηματογραφικό έργο του Θ. Αγγελόπουλου. Μια συγκλονιστική εμπειρία από την πρώτη συνάντηση στη λίμνη Κερκίνη, όταν με ρώτησε γιατί θέλω να φωτογραφίσω. Του έδωσα τότε και ξεφύλισσε το βιβλίο μου «Αθέατη Ελλάδα», με κοίταξε, χαμογέλασε και συνέχισε…Έως το τελευταίο πορτρέτο που του έκανα εκείνο το εφιαλτικό βράδυ στο Κερατσίνι, στα γυρίσματα της ανολοκλήρωτης ταινίας του «Η Άλλη Θάλασσα». Οι φωτογραφίες περιλαμβάνονται στο ομώνυμο λεύκωμα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος».

Αντί επιλόγου μπορούμε να δούμε τι έχει πει ο ίδιος ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης σε μια «εκ βαθέων» θα λέγαμε ομιλία του για την σχέση του με τον κινηματογράφο. Η ομιλία αυτή έγινε κατά την τελετή ανακήρυξής του ως επίτιμου διδάκτορα  στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ στις 15/9/1999:

«…άρχισε σαν εφιάλτης. Ήταν το ’46 ή ’47, δε θυμάμαι. Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στο σινεμά και εμείς μικροί τρυπώναμε ανάμεσα στο συνωστισμό των μεγάλων για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη. Είδα πολλές ταινίες τότε, αλλά η πρώτη ήταν μια ταινία του Michael Curtiz, το “Angels With Dirty Faces”. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που ο ήρωας οδηγείται από δύο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή… Δε θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ξυπνούσα ιδρωμένος. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σ’ έναν τοίχο και μια κραυγή. Αρχισα να γράφω πολύ νωρίς, εκείνη την ίδια εποχή, κάτω από την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί. Ο μεγάλος πόλεμος. Οι σειρήνες του πολέμου του ’40. Η είσοδος του γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες. Επειτα ο Εμφύλιος το Δεκέμβρη του ’44. Η σφαγή. Η καταδίκη του πατέρα σε θάνατο. Το χέρι της μητέρας να τρέμει στο δικό μου καθώς ψάχναμε να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, σε ένα χωράφι. Καιρό μετά ένα μήνυμά του από μακριά. Η επιστροφή του μια μέρα βροχής. Πρώτες ιστορίες. Πρώτη επαφή με τις λέξεις, λέξεις που αναζητούν εικόνα. Τότε δεν ήξερα. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν έγραψα την πρώτη λέξη στο πρώτο σενάριο. Η λέξη ήταν “βρέχει”. Ο Ομηρος, οι αρχαίοι τραγικοί και γενικά η αρχαία ελληνική γραμματεία, αποτελούσαν στην εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Οι αρχαίοι μύθοι μάς κατοικούν και τους κατοικούμε. Ζούμε σ’ έναν τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα. Ολη η νεότερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης. Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου θα ήταν αδύνατο να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά. Οπως λέει ο ποιητής1, “έβγαιναν απ’ το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο. Ετσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει”».

«…Τα χρόνια μου σπαταλημένα τα πιο πολλά ανάμεσα σε θυμούς της Ιστορίας, πασχίζοντας ακόμα να μάθω να χρησιμοποιώ εικόνες…».

                                                                                       Θόδωρος Αγγελόπουλος

Σημείωση 1: Γιώργος Σεφέρης «Μυθιστόρημα»

Δέσποινα Παπαδοπούλου 24/1/2021

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button