2025
Περιοδικό

Ο Χαρταετός της Χρυσούλας.

Ένα επίκαιρο διήγημα από τον τόμο διηγημάτων μου « Ψιτ Ψιτ ακούει κανείς»

Της  Βαρβαρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου

 

Ο Χαρταετός της Χρυσούλας.

Θέλω όνειρα σκληρά σαν πέτρα,

Για να μην μπορεί να μου τα καταστρέψει η  Ζωή

  1. J. Morrison

 

Ουφ, να τελειώνει και η αυριανή μέρα, να ξαναμπούμε στους ρυθμούς μας, σκεπτόταν η Λυδία, καθώς στόλιζε την ταραμοσαλάτα της. Θα έβραζε και λίγα μαυρομάτικα φασολάκια για σαλάτα, θα τηγάνιζε και λίγα  καλαμαράκια. Μέρα είναι θα περάσει, έκανε και σκούπισε τα μάτια της με μια χαρτοπετσέτα. Μισούσε τη μέρα τούτη  που ξημέρωνε. Μακάρι να έσβηνε η καθαρά Δευτέρα από το καλεντάρι της χρονιάς για πάντα ή τουλάχιστον αύριο να γινόταν ξανά ο κατακλυσμός τουΝώε. Δίπλα της ένιωσε την παρουσία τη κορούλας της . Μια ξανθωπή μπουκλίτσα  είχε ξεστρατίσει στο μέτωπο της Χρύσας σαν εγγλέζικο ερωτηματικό.

« Μαμά πού θα πετάξουμε το χαρταετό; Τα παιδιά θα πάνε στο λόφο πάνω από το σπίτι της νονάς, πάμε και εμείς εκεί»;

 Η γνωστή ανατριχίλα τη διαπέρασε από το ινιακό ίσαμε τον κόκκυγα. «Θα δούμε Χρύσα μου. Ως αύριο έχει ο θεός»

. «Ναι καλά» έκανε η Χρύσα σαν να ήταν σίγουρη για την απάντηση. «Να δούμε τι καιρό θα κάνει αύριο και αναλόγως»  προσπάθησε να τις μαλακώσει την απαγοήτευση η μαμά της. «Κάθε χρόνο τα ίδια και τα όμοια»  έκανε η μικρή και κλείστηκε στο δωμάτιό της νευριασμένη. Αχ βρε μπαμπά τα έκανες μούσκεμα και εσύ, είπε μέσα στα αναφιλητά της και έπεσε μπρούμυτη  στο κρεβάτι της. Ναι γιατί αν ήταν κοντά της ο πατέρας της έστω και χωρισμένος από τη μητέρα της ακόμα θα έβρισκε καιρό να πετάξει ένα χαρταετό με την κόρη του. Εκείνος όμως με τον καινούριο του έρωτα είχε εγκατασταθεί πλέον στο Λουξεμβούργο. Έτσι η Χρύσα ένιωθε έντονα την απουσία του και όσο περνούσε ο καιρός τόσο αραίωναν και οι διαδικτυακές τους συναντήσεις.

Ήταν ευτυχώς συνεπής στη μηνιαία αποστολή της διατροφής που είχε ορίσει το δικαστήριο και με τα χρήματα αυτά η μητέρα της  προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα, χωρίς πάντα να το καταφέρνει. Έτσι τις ώρες που η Χρύσα ήταν στο σχολείο η Λυδία έκανε δουλειές του ποδαριού που λένε για συμπλήρωμα των εσόδων τους. Ευτυχώς ο δικός της πατέρας, της είχε αφήσει ένα σπίτι στου Παπάγου όπου και έμεναν ακόμα στους πρόποδες του Υμηττού. Αν είχε να πληρώσει το ενοίκιο δεν θα τα κατάφερναν. Από τότε που χώρισε  η απουσία του  την είχε καταβάλει. Γονείς δεν είχε,  ούτε κοντινούς συγγενείς. Στηρίχτηκε σ´αυτή την παντρειά και δε σκέφτηκε να τακτοποιηθεί επαγγελματικά. Όταν χώρισαν τα βρήκε μπαστούνι με τη μικρή Χρυσούλα της.

 

Το μόνο που τη γέμιζε βέβαια ήταν η φροντίδα του παιδιού της αν και  την άγχωνε το γεγονός που όλα έπρεπε να περνούν από τα χέρια της και το μυαλό της. Υπερήφανη  και συντηρητική γευόταν από τη ζωή όσα τα οικονομικά της και η αξιοπρέπειά της της επέτρεπαν. Απέφευγε να γίνεται βάρος στα συνταιριασμένα ζευγάρια των φίλων τους. Ήταν πάντα η «ζωντοχήρα» μολονότι η εποχή είχε πια σβήσει από το λεξικό της στον όρο αυτό, η ίδια τον έκλεισε σε εισαγωγικά και τον σφράγισε κιόλας. Αδιαφορούσε για τις φτωχικές σελίδες της αυτοβιογραφίας που έγραφε, της αρκούσε που βουτούσε την πένα της στο φως. Ευάλωτη από παντού και καθώς ήταν νέα και όμορφη η κάθε απόκλιση από τα πρέπει της ήταν επιλήψιμη. Ήθελε η κόρη της να πάρει αρχές και να είναι περήφανη για τη μητέρα της μεθαύριο. «Φρόντισε   να ξαναφτιάξεις και εσύ τη ζωή σου» της έλεγαν οι φίλοι και οι γνωστοί. Η Λυδία όμως γνώριζε καλύτερα από τον καθένα τι σημαίνει η έννοια μάνα για το κάθε παιδί. Είχε στερηθεί η ίδια την μανούλα της και είχε πληγωθεί με την απόφαση του πατέρα της να ξαναφτιάξει τη δική του,  μόλις επουλώθηκε η πληγή του αδικοχαμού της γυναίκας του.

Ήταν άτυχη η ίδια πεταλουδιτσα με πολύχρωμα φτερά ξεκίνησε την όμορφη ζωή της και πριν καλά καλά γευτεί τα πεταλουδίσματά της αναγκάστηκε να αρνηθεί την πολυχρωμία των φτερών της.

Ήταν τη μέρα που θα ντυνόταν  πριγκίπισσα στο αποκριάτικο πάρτι του σχολείου. Πήγαινε στην έκτη δημοτικού όταν έγινε το ατύχημα. Ένα μηχανάκι αφαίρεσε τη ζωή της μητέρας της. Ο πατέρας της Αλέξης τη μεγάλωσε μα σαν την πάντρεψε      έφτιαξε ξανά τη ζωή του και αποτραβήχτηκε αισθητά από τη δική της  Από τότε είχε μείνει ένα παράξενο κορίτσι που αρνιόταν να χορέψει ένα τσιφτετέλι, έστω και από μέσα της,  Είχε μείνει με μια ανοιχτή βαθιά λαβωματιά στο στήθος. Η ζωή της κυλούσε μες στην ερπετοσύνη  μιας άτυχης παντρειάς.Έτσι, περιορίζονταν στη μία και μοναδική ανοιχτή αγκαλιά της κουμπάρας της Βέρας.

Η Βέρα  ήταν η ευλογημένη  μοιρασιά που της χάρισε η ζωή.Τότε μοιραζόταν το θρανίο τώρα τη ζωή. Μια φιλία μόνο με τα Υπερ της. Κατά δεν υπήρχαν ακόμα γιατί της Βέρας  η ψυχική ηλικία μπορεί να ακολουθούσε γνωστικά τα χρόνια της, συναισθηματικά όμως έδειχνε να την ξεπερνά. Είχε ανεπτυγμένο το συναίσθημα και γνώριζε τη  διαχείρισή  του. Συνέτρεχε τους πάντες. Λύγιζε σαν κλαδάκι μπροστά στον πόνο του καθενός, τον σωματοποιούσε, και τον υπηρετούσε. Λαχταρούσε για ότι τραυματικό ψυχικό ή σωματικό συνέβαινε σε κάθε παιδάκι και άνοιγε   την αγκαλιά της. Ήταν ο άγγελος του σχολείου η Βέρα . Η δασκάλα της έλεγε κορίτσι μου εσύ θα γίνεις κοινωνική λειτουργός.

Ο αγαπημένος της όμως παππούς και η γιαγιά της, που τους μάγευε με την τρυφερότητα της της έλεγαν «Εσύ θα γίνεις θεατρίνα» και έγινε.

Η Βέρα  ήταν πλέον μια φτασμένη ηθοποιός, που της άρεσε να την αποκαλούνε θεατρίνα. Ναι είχε το σταθερά της σαν όστρακο κλειστό μέσα της. Η αγάπη του παππού από τη λάτρευε και τον έχασε μικρή, ήταν ένα από αυτά.Ήταν ο μόνος που την ήθελε θεατρίνα και όχι ηθοποιό. Το θεατρίνα παραπέμπει στο πηγαίο ταλέντο της έλεγε, το ηθοποιός στο φτιαχτό. Τότε η ίδια δεν καταλάβαινε αυτό που της έλεγε ο παππούς. Της το επιβεβαίωσαν οι δάσκαλοι της στη δραματική σχολή.

Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της Βέρας ήταν τεράστιες πια. Ζούσε  εδώ και χρόνια σε ένα μόνιμο δεσμό, δεν ήθελε να ακούσει για γάμους και παιδιά. Ήταν ολοκληρωτικά δοσμένη στο σανίδι και στον έρωτά της γι αυτό. Μοιραζόταν όλες τις ποιοτικές παραστάσεις της κάθε σεζόν.

Η φιλία της με τη Λυδία ήταν ζωγραφισμένη με κιμωλίες… οι ράγες των δρόμων τους φορτωμένες  μαργαρίτες… φόραγαν τα τακούνια των μαμάδων τους και καπέλα μεγαλύτερα από τους καιρούς τους. Τότε δέθηκε και ο γόρδιος δεσμός. Τον  είχε δέσει ο άδικος χαμός της μητέρας της Λυδίας. Τότε η Βέρα της πρότεινε τη συγκατοίκηση στο ψηλοτάκουνά της δικής της μητέρας και μοιράστηκαν τα καπέλα από την παλιά καπελιέρα της γιαγιάς της.

 Το βάρος της ορφάνιας  το μοιράστηκαν ισόποσα θαρρείς. Δεν  την άφησε λεπτό μόνη της.Είχε  ανοίξει όλη την έκταση της αγκαλιά της και την έσφιξε μέσα της τόσο που δεν καταλάβαινες ποιος πονούσε πιο πολύ.

 

Ήταν μια Τρίτη πριν από τον καθαρά Δευτέρα που είχε γίνει το κακό.Η Βέρα το έμαθε από τη μητέρα της, την ίδια κιόλας μέρα όχι όμως και η ίδια. Της  είχαν πει πως η μητέρα της Χρυσούλα  ήταν τραυματισμένη στο νοσοκομείο,  αλλά τις έκρυψαν πως ήταν εγκεφαλικά νεκρή.

Ο πατέρας της είχε πάρει την απόφαση να δωρίσει τα όργανα της γυναίκας του. Ένα  υγιές κορμί νοητικά νεκρό, θα ήταν ένα δώρο ζωής για αυτούς που χρόνια περίμεναν ένα συμβατό δότη. Το έναυσμα έδωσε η είδηση που ευρέως κυκλοφορούσε σαν ζητιάνος στα ΜΜΕ, Για την άμεση ανάγκη μεταμόσχευσης καρδιάς ενός δεκαεφτάχρονου αγοριού.

 Θα τα δώσω είπε μέσα του ο  δυστυχής σύζυγος και πατέρας και το έκανε.Ήταν  η μόνη ηλιαχτίδα που έφεξε αμυδρά το μασίφ σκοτάδι του μυαλού του. Η απελπισία του ήθελε στήριγμα να βγει από τα έγκατα του εαυτού της.Ήταν σκληρό αλλά συνάμα λυτρωτικό. Κατόρθωσε να βγει από το τρομερό συναίσθημα του αδικοχαμού της γυναίκας του με  ατρύγητο ακόμα τον ανθό της ζωής τους και να γλιστρήσει σε κάτι που θα μπορούσε να παλέψει και να νικήσει το μέγεθος του πόνου, του δυσβάσταχτου πόνου κι αυτό ήταν η προσφορά. Η δωρεά των υγιών οργάνων της σε ανθρώπους που θα έπαιρναν ζωή από το θάνατο της αγαπημένης του Χρυσούλας και χωρίς χρονοτριβή το ανακοίνωσε στη διεύθυνση του νοσοκομείου. Τον μόνο όρο που τους έθεσε ήταν να μη μάθει κανένας από τους ευεργετηθέντες τον δωρητή. Θα ήταν ένα ξύσιμο πληγής που δεν θα το άντεχε.

Η εξόδιος ακολουθία θα γινόταν αμέσως μετά την Καθαρά Δευτέρα..Είχε χρόνο να το ανακοινώσει στη μικρή του Λυδία. Πόσος είναι αυτός ο χρόνος; ποιος τον ορίζει; μήπως μπορούσε να του υποδείξει και τον τρόπο;

 Χρειάζεται ψυχολόγος δίπλα στη μικρή. Έλεγαν στον τολμηρό πιλότο τον Αλέξη οι φίλοι και οι γνωστοί του. Ποτέ  του δεν χρειάστηκε ψυχολόγο ο ίδιος για τις τολμηρές του πτήσεις.

« Αφήστε  το επάνω μου»  τους είπε. Είχε πάρει την απόφασή του.

Στο σπίτι της Βέρας  η μικρή Λυδία απολάμβανε τη ζεστασιά της φιλίας της.

Ο Αλέξης  είχε ήδη επιστρατεύσει τη μικρή Βέρα  για το δύσκολο εγχείρημα της τρομερής ανακοίνωσης. Κανένας δεν ήταν τόσο κοντά στην ψυχούλα της κόρης του από τη συμμαθήτριά της, τη Βέρα  που μοιράζονταν το ίδιο θρανίο πέντε χρόνια τώρα. Ήταν βέβαιος πως η ωριμότητα του παιδιού αυτού θα έβρισκε τον λιγότερο οδυνηρό τρόπο να το κάνει. Η Βέρα  από την πλευρά της κατάστρωνε σχέδια όλη τη νύχτα και το πρωί πήρε το χαρταετό της και ξεκίνησαν για τον γνωστό λόφο. Αυτή η απευθείας ανάθεση, ήταν η πιο δραματουργική διδαχή της μετέπειτα θεατρικής της καριέρας.

 

Η  Λυδία έπεσε με γδούπο στην παρακείμενη πολυθρόνα με το τάμπλετ αγκαλιά. Μπήκε στην πρόβλεψη του αυριανού καιρού. Με τίποτα δεν θα μπορούσε να αποφύγει το  πέταγμα του χαρταετού της κόρης της. Ηλιοφάνεια με 4 μποφόρ. Πιο ιδεώδης καιρός δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Οι χαρταετοί αύριο θα ανοίξουν τις ψυχές σκέφτηκε. Έτσι λέει ο μύθος. Κάπου το διάβασε από παλιά και το θυμόταν. Το έθιμο του χαρταετού σηματοδοτεί την ελπίδα του ανθρώπου να επικοινωνήσει με την ψυχή.Όσο πιο ψηλά πετάξει, τόσο πιο πιθανή είναι η συνάντηση με την ψυχή που επιθυμείς.

Τη συνέφερε ο γνωστός χτύπος του κινητού της. Η φωνή της κουμπάρας της  Βέρας στο ακουστικό ενθουσιώδης. Ήξερε σε τι κατάσταση θα την έβρισκε και δεν άφησε περιθώρια, μπήκε κατευθείαν στο ψητό.  « Καλαααά πήρα ένα χαρταετό, θα τρελαθεί το Χρυσουλιώ μου»

. Έτσι της άρεσε να την αποκαλεί .Όλοι τη φώναζαν Χρύσα μα αυτή επέμενε στο βαφτιστικό της, όπως ο παππούς της με την ίδια. Εγώ τη βάφτισα Χρυσούλα και έτσι θα τη λέω. Λοιπόν, τι ώρα να περάσω αύριο; Απόψε δεν έχω παράσταση θα κοιμηθώ νωρίς.

«Μήπως να πάτε οι δύο σας»; Έκαμε η Λυδία»

«Δε θελω μεμψιμοιρίες και υπεκφυγές. Αύριο στις 11 να είστε έτοιμες». Ακούστηκε η φωνή της Βέρας  επιπληκτική και αποφασιστική.

  

Ως η Λυδία να κουμπώσει τη ζώνη της η Βέρα είχε χαράξει ήδη πορεία. «Πού πας τρελάθηκες» ξεφώνισε η ίδια. «Όπου πρέπει»  είπε κοφτά η Βέρα.. «Είσαι καλά Βέρα»; «ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Πρέπει να λυθεί αυτό μια για πάντα. Είναι καλό και για τις τρεις μας. Αρκετά το τρενάραμε».

 Όταν έφθασαν στόν από τότε γνωστό λοφίσκο του Υμητού οι καρδιές τους χτυπούσαν στον ίδιο ακριβώς ρυθμό. Οι εικόνες δεν κυλούσαν στα μάτια τους. Είχαν  σταθεί γυμνές σαν στοιχειωμένες χειραψίες. Η μικρή Χρυσούλα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Αγωνιούσε να δει τον αετό της να πετά ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορούσε.

 Ένας κύριος δίπλα της καμάρωνε το χαρταετό του γιου του που είχε πάρει ύψος και αρμένιζε ανάμεσα σε δύο αριοφαμένα  συννεφάκια.

Οι  δυο γυναίκες πάλευαν με τα ζύγια την ουρά και το τυλιχτάρι με το νήμα. Μπορώ να σας βοηθήσω έκανε ευγενικά ο κύριος και τις πλησίασε. Ο δικός μας ήδη πετά στα ανεμοδαρμένα ύψη, είπε με χιούμορ και χωρίς να περιμένει την απάντηση βρέθηκε σκυφτός να ξεμπερδεύει ουρές και ζύγια.

Έτοιμος. Ας  δοκιμάσουμε.Έλα μικρούλα, πάμε είπε και άρχισε να αμολά καλούμπα. Σε λίγη ώρα ο πλουμιστός αετός είχε γίνει κουκίδα στον ουρανό.

Μεγάλη επιτυχία ας είναι καλά ο χριστιανός έκανε η Βέρα  και τράβηξε διακριτικά την Λυδία  στο γνωστό ξύλινο παγκάκι.

 «Όχι όχι εκεί» αναφώνησε η  κουμπάρα της  και προσπάθησε να ελευθερωθεί. «Ναι ναι»  είπε η Βέρα  την έπιασε αγκαζέ και την έσυρε σχεδόν βίαια. «Είναι μαρτυρικό δεν καταλαβαίνεις; Μαζί θα το περάσουμε όπως τότε. Τότε  το αντιμετωπίσαμε τώρα θα το ξεπεράσουμε. Δεν είναι δυνατόν να έχουμε τον Υμηττό στα πόδια μας και να μην τον περπατούμε. Από τότε έχουμε να έρθουμε εδώ το ξέρεις» είπε η  Βέρα και έστησε μπρος στα μάτια της το τότε σκηνικό.Άθελά της έψαξε με το βλέμμα της πίσω από το αντικριστό πεύκο νομίζοντας πως θα  αντίκριζε τον κύριο Αλέξη που παραμόνευε τότε να δει τις αντιδράσεις της μικρούλας του Λυδίας  και αν  χρειαζόταν να επέμβει.

 Τα  τρυφερά χεράκια της  Βέρας ήρθαν και τυλίχτηκαν  σας ζεστό κασκόλ γύρω από το λαιμό της συμμαθήτριας της.

  «Ξέρεις Λυδία ,διάβασα σε ένα παραμύθι, πως όταν φεύγουν οι δικοί μας άνθρωποι πάνε εκεί ψηλά που πετούν οι χαρταετοί και είναι ευτυχισμένοι,γιατί δεν πονάνε. Πονάνε μόνο, όταν μας βλέπουν λυπημένους.Θα ήθελες η μανούλα σου να βρίσκεται λέει εκεί ψηλά»

« Η μανούλα μου είναι στο νοσοκομείο και σε λίγες μέρες θα έρθει στο σπίτι μας»

« Κι αν η ίδια ζήτησε να γίνει χαρταετός»;

« Βέρα θέλεις κάτι να μου πεις»;

 Θέλω να σ αγκαλιάσω και να σου πω. Κοίτα εκεί ψηλά και χαιρέτησε τη. Μας βλέπει ξέρεις και θέλει να μας βλέπει γελαστές» είπε η Βέρα  και οι δυο μικρούλες δέθηκαν για πάντα με έναν γόρδιο δεσμό αυτόν που έπρεπε να λύσουν σήμερα.

 

 Είχαν περάσει 25 ολόκληρα χρόνια στο ίδιο παγκάκι δύο τρυφερές αγκαλιές σε μια, σκούπισαν τον κόμπο της σκουριάς που είχε λυθεί και έτρεχε. Τα μάτια τους καρφώθηκαν στο καταγάλανο ουρανό σε μια κουκίδα που είχε συναντηθεί με την ψυχούλα που την περίμενε.

« Λέτε να συνάντησε τη γιαγιά Χρυσούλα ο χαρταετός μου»; Έκανε η μικρούλα στον ευγενικό κύριο.

 «Χρυσούλα  την έλεγαν τη γιαγιά σου»;

«Ναι όπως εμένα, από εκείνη πήρα το όνομα της».

 «Χρυσουλα πως;

«Χρυσούλα Γεωργίου  απάντησε η μικρούλα. Εγώ δεν τη γνώρισα,  η μαμά μου πήγαινε έκτη δημοτικού όταν την έχασε», έκανε η μικρή και έδειξε το παγκάκι που κάθονταν οι δυο γυναίκες.

«Να η μητέρα μου είναι εκεί σ´εκείνο το παγκάκι με τη νονά μου. Ηταν συμμαθήτριες τότε που πέθανε η γιαγιά Χρυσούλα. Ήταν  μόλις 40 χρονών Τη χτύπησε ένα μηχανάκι. Ο παππούς δώρισε τα όργανά της για να ζήσουν άλλοι άνθρωποι».

 

 Ο κύριος χλώμιασε και κάθιδρος σωριάστηκε στον κορμό του παρακείμενου πεύκου, εκεί που είχε κρυφτεί τότε ο κύριος Αλέξης, ο δωρητής της ζωής του. Το μυστικό του είχε διαρρεύσει αλλά ο ευεργετηθείς κύριος που ζούσε με την καρδιά της, το είχε σεβαστεί και ποτέ του δεν αναζήτησε το δωρητή του.

 Οι δύο  γυναίκες έτρεξαν κοντά του. Τον ξάπλωσαν στο φρέσκο γρασίδι. Η Λυδία του άνοιξε το πουκάμισο και έβαλε ενστικτωδώς το χέρι της στο μέρος της καρδιάς του. Ο  χτύπος της φάνηκε γνωστός.Άνοιξε  διάπλατα τα μάτια της και κάρφωσε ένα τεράστιο ερωτηματικό στα δικά του. Ναι  είναι αυτός ο χτύπος… την πρόλαβε πριν σωριαστεί… αυτός που μου χαρίσατε… αυτός της μητέρας σας.

Ο κύριος σηκώθηκε,στήριξε στο πέσιμο της και έπεσε ο ίδιος στα πόδια της. Στη σιγαλιά των λυγμών  ακούστηκε ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ  και  ένα δεύτερο και ένα τρίτο και ο λυγμός έγινε νάμα στο ήδη ποτισμένο χώμα εδώ και 25 χρόνια από τον κρυμμένο πατέρα που περίμενε τις αντιδράσεις της μικρής του Λυδίας. Δάκρυα από τρία ζευγάρια μάτια πάνω σε ανοιχτές πληγές που έψαχναν την επούλωση τους χρόνια τώρα.

 Η καρδιά της μητέρας της ήταν εκεί, δίπλα της, απλά χτυπούσε σε άλλο σώμα όπως χτυπούσε ζεστά  και για κείνη.Συγχρονισμένα θαρρείς έστρεψαν και οι τρεις  τα νοτισμένα μάτια τους στον ουρανό. Η καλούμπα είχε ξεφύγει της Χρυσούλας και η κουκίδα χάθηκε  πίσω από τα άσπρα συννεφάκια. Το ποθητό αντάμωμα είχε γίνει!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button