Ο ερωτευμένος ογδοντάρης
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Ο Γιώργος ήταν γύρω στα 80. Μια μέρα η γυναίκα του τον έστειλε να πεταχτεί από το σπίτι μέχρι απέναντι στο σουπερμάρκετ να ψωνίσει μερικά πράγματα.
Μόλις βγαίνει στο δρόμο βλέπει κάποιον στην ίδια περίπου ηλικία με τη δική του, ο οποίος του φάνηκε πολύ γνωστός.
Τον κοιτάζει από εδώ, τον κοιτάζει από εκεί και στο τέλος λέει:
– Ρε Κώστα, εσύ είσαι;
– Ναι, εγώ είμαι. Εσύ ποιος είσαι;
– Βρε Κώστα παλιόφιλε, δεν με γνώρισες; Ο Γιώργος είμαι, ο παλιός συμμαθητής σου, που πήγαμε μαζί και φαντάροι στο στρατό… Πώς έτσι από εδώ στη γειτονιά μας;
– Βρε Γιώργο, τώρα σε κατάλαβα. Τυχαία περνούσα από εδώ και δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ξανασυναντηθήκαμε μετά από τόσα χρόνια. Πόσα χρόνια έχω να σε δω; 50; 60;…
Τι κάνεις βρε παλιόφιλε; Είσαι καλά; Πού μένεις; Έχεις οικογένεια, παιδιά, εγγόνια; Θυμάσαι τότε που…
– Κοίταξε, καλύτερα να τα πούμε με την ησυχία μας, όχι εδώ στη μέση του δρόμου. Να, το σπίτι μου είναι αυτό απέναντι, πάμε να τα πούμε εκεί…
Πήγαν λοιπόν στο σπίτι, την ώρα που άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα ο Γιώργος λέει στη γυναίκα του,
– Αγάπη μου, από εδώ ένας πολύ καλός παλιός φίλος, δεν μας φτιάχνεις ένα καφεδάκι να καθίσουμε να τα πούμε; Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που τον ξαναείδα μετά από 60 χρόνια…
– Πολύ ευχαρίστως, λέει αυτή. Πήγε στην κουζίνα ετοίμασε τους καφέδες και τους σέρβιρε.
– Δε μου λες ρε Κώστα, πού μένεις, τα παιδιά σου τι κάνουν; Πόσα εγγόνια έχεις; Με την υγεία σου πώς πας; Παίρνεις καλή σύνταξη; Θυμάσαι εκείνη τη φορά που…
Άρχισαν να μιλάνε και δεν κατάλαβαν πότε πέρασε η ώρα. Ο Γιώργος ξαναφώναξε τη γυναίκα του,
– Αγάπη μου, δεν φέρνεις να μας κεράσεις από εκείνο το σπιτικό λικέρ που έφτιαξες;
– Πολύ ευχαρίστως, λέει αυτή και σε λίγο τους κέρασε ένα ωραίο λικέρ από κράνα μαζί με το λουκουμάκι.
Θυμήθηκαν τόσα πολλά από τα παλιά, που δεν κατάλαβαν πότε πέρασε η ώρα και έγινε μεσημέρι.
– Δεν πιστεύω να πας στο εστιατόριο να φας. Εδώ στο σπίτι θα φάμε, έχω και καλό τσίπουρο και μεζέδες.
Ξαναφωνάζει τη γυναίκα του,
– Αγάπη μου, ετοίμασε το τραπέζι για να φάμε, φέρε κι από το καλό τσίπουρο, και ό,τι μεζέδες έχουμε, λακέρδα, αντσούγιες, παστουρμά και ό,τι άλλο καλό έχουμε.
– Ευχαρίστως ξαναείπε αυτή, και πήγε να ετοιμάσει το τραπέζι.
Τότε ο Κώστας του λέει,
– Ρε συ Γιώργο, θέλω να σε ρωτήσω κάτι πολύ προσωπικό, αλλά μη με παρεξηγήσεις. Σαν πολύ ερωτευμένο με τη γυναίκα σου σε βλέπω.
Αγάπη μου την ανεβάζεις, Αγάπη μου την κατεβάζεις…
Σ’ αυτήν την ηλικία;…
– Αχ, βρε Κώστα, έχεις δίκιο, αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις.
Δεν ξέρω τι έχω πάθει τώρα τελευταία, αλλά ξεχνώ πολύ εύκολα,
δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της.
Γι’ αυτό τη φωνάζω έτσι… Όχι για τίποτα άλλο…