Περιοδικό

Ο Τρυγος

Γράφει η Βαρβάρα Βαγιάκου Βλαχοπούλου

Ο ΤΡΥΓΟΣ

Λένε πως το καλό άρωμα διαρκεί και με κάθε απαλή τριβή αναδύεται.
Κι όπως το Σανέλ Νο 5 έμεινε συνδεδεμένο με την αλησμόνητη Μαίριλυν Μονρόε, έτσι και το άρωμα της νιότης έχει άρρηκτη διασύνδεση με την ψυχή του καθενός μας. Λίγο να ταρακουνηθεί η μνήμη από αντικείμενα, εικόνες, σκέψεις, αυτό αναδύεται και σ’αγκαλιάζει σαν ο κόρφος σου ο μητρικός.
Κατεβαίνοντας στη Μύρινα, ανάμεσα στη πρωινή κάψα της Αυγουστιάτικης επισκληρίδειου νάρκωσης…( ε αλλιώς πως να την εξηγήσω τούτη την πρεμούρα του φετινού τρυγητού;)συνάντησα τον τρύγο. Ζεστό το καλοκαίρι…πρώιμη η ωρίμανση.Είπαμε η κλιματική αλλαγή ανέτρεψε «το από Μαρτιού καλοκαιριού κι από Αύγουστο χειμώνα.
Ή εικόνα ήταν στιγμιαία, όσο το επέτρεψε η ταχύτητα του αυτοκινήτου που επέβαινα, μα και φτωχή. Πέντε άνθρωποι σκυφτοί και δέκα πλαστικά τελάρα.
Ήταν όμως ικανή να μου ξυπνήσει τις θύμησες που άρχισαν σιγά σιγά να μου ξεμυστηρεύονται το μυσταγωγικό δρώμενο του τρυγητού της εποχής, που χτυπήθηκε σφραγίδα ανεξήτιλη στο προικοσύμφωνο της νιότης.
Πιστεύω πως αν κάποιος παρατηρούσε εκείνη τη στιγμή το πρόσωπό μου, θα διέκρινε μια λάμψη μια περιρρέουσα χαρά, που μαρτυρούσε την ψυχική μου ευφορία.Ο ευφάνταστος νους της προεφηβικής μου ηλικίας ξύπνησε μέσα μου και πλαστούργησε ψηφί ψηφί εικόνες σφραγίδες, εικόνες που ούτως ή άλλως δεν είχαν ποτέ καταδειχτεί την αποδόμηση!
Αξημέρωτα μας σήκωνε ο πατέρας… αν είχαμε κοιμηθεί! Ο τρύγος ήταν κάτι που το περιμέναμε όλο το χρόνο. Κάτι ανάλογο με ” το παναγύρ τ’Αγιου Παντελέμωνα στ’Ατρών” ,…ανάλογο με την ετήσια σχολική εκδρομή στα Θέρμα, στοιβαγμένοι στην πράσινη καρότσα του φορτηγού του Κυμπρίτη, ανάλογο με την “εκστρατεία” στον κάμπο για το τίναγμα των αμυγδαλιών, ανάλογο με τα σούρτα φέρτα της Μ. Παρασκευής στους επιτάφιους…ανάλογο με το πρωτοβρόχι και τα σαλιγκάρια του.

Όσο κι αν “γελούν ” οι νέοι..μεγάλες στιγμές είναι οι απλές στιγμές. Ναι εμείς δεν περιμέναμε καμιά συναυλία να μας ανοίξει την καρδιά.Τη δική μας καρδιά την άνοιγαν απλά,ασήμαντα για τη σημερινή νεολαία γεγονότα, συγκεκριμένα, αναμενόμενα,προγραμματισμένα ,γιατί αποτελούσαν μέρος των παραδόσεών μας Σήμερα μόνο σα θεατρικά δρώμενα θα μπορούσαν να ζωντανέψουν.

Ένα απ’αυτά ήταν κι τρύγος.
Ο “συναγερμός” δίνονταν δύο τρεις μέρες πριν στις γυναίκες ως επί το πλείστον, που θα βοηθούσαν στην οικογενειακή αυτή φέστα. Θείες, ξαδέρφες της μάνας μας και γειτονοπούλες…τσούρμο ολόκληρο επί ποδός!
Ή διεξαγωγή του είχε συνάρτηση απ’τα σημάδια του καιρού.Έπρεπε να το προλάβουμε το πρωτοβρόχι.Έπρεπε επίσης να είναι διαθέσιμο το κάρο του Αθανή. Ήταν ο άνθρωπος που φρόντιζε τ’αμπέλια όλο το χρόνο.Ήταν ένας λεβεντάνθρωπος, γλυκομίλητος, με σταράτη άρθρωση ένας ακαταπόνητος εργάτης της γης που διέθετε και κάρο, το απόλυτο αγροτικό μεταφορικό μέσον της εποχής και όχι μόνο.Και φυσικά έπρεπε να ειδοποιηθούν και οι εργάτες που θα πατούσαν τα σταφύλια σε οικογενειακό πατητήρι. Είπαμε ο τρύγος ήταν ιδιωτική υπόθεση του κάθε αμπελοκαλλιεργητή. Οινοποιείο δεν υπήρχε ακόμα. Μεμονομένες εξαγωγές σταφυλιών με καΐκια της εποχής γινόταν,αλλά από ότι άκουγα από τον πατέρα μου ήταν ζημιογόνες, διότι το εγγλέζικο σταφύλι, το τόσο αρωματικό, έχει μίσχο ευάλωτο που δεν άντεχε τη μεταφορά, σάπιζε.Ψυγεία τότε δεν υπήρχαν.Ως εκ τούτου δεν ήταν εμπορεύσιμο στις αγορές ως επιτραπέζιο έδεσμα…μέχρι που το ανακάλυψε ο Τσάνταλης και το μετέφερε με τριαξονικά για οινοποίηση ,την επόμενη δεκαετία πιά .Εγώ αναφέρομαι στη δεκαετία 45_55

Οι γυναίκες λοιπόν απ’τα χαράματα,μαμουκιασμένες (Μαμούκα λέγαμε τη χοντρή μαντήλα,λευκή ως επί το πλείστον για να μη τραβά τον ήλιο, όπως σωστά έλεγαν, με την οποία κάλυπταν όλη την κεφαλή απ’το μέτωπο μέχρι το λαιμό. Τότε οι γυναίκες απέφευγαν το μαύρισμα για λόγους αισθητικής).Μαμουκιασμένες λοιπόν έκοβαν με την αράδα τα εγγλέζικα μοσχομύριστα, κέρινα θαρρείς τσαμπιά κι εκείνα τα σφιχτοδομημένα καλαμπάκια, που δυσκολευόσουν να ξεχωρίσεις τις ρόγες τους και τα τοποθετούσαν στα
καλάθια. Μόλις γέμιζαν τα καλάθια τους τα πήγαιναν κάτω από τις πελώριες συκιές της περίφραξης κι εκεί τα άδειαζαν στα κοφίνια,τεράστιες καλαθοπλεγμένες καλαθούνες. Δυό χερούλια σφιχτοπλεγμένα κι αυτά ή και δερμάτινα, αριστερά και δεξιά στα κοφινόχειλα, βοηθούσαν τους εργάτες να τα φορτώσουν στο κάρο. Ο Ψαρής χαντροστολισμένος και κανακεμένος απ’το αφεντικό του , έδειχνε να προετοιμάζεται κι αυτός να μπεί στο “πανήγυρι” της διαδρομής, ανεμίζοντας τη φουντωτή ουρά του για να απαλλάξει τ’αχαμνά του από τις αλογόμυγες και ανενόχλητος να κουβαλίσει το βαρύ φορτίο.
Και ή κορύφωση της χαράς εμάς των παιδιών ερχόταν όταν ο Αθανής έστρωνε στην άκρη της καρότσας μια κουρελού που την είχε προβλέψει η μάνα μας και μας έβαζε να κάτσουμε εκεί για να απολαύσουμε την καροτσάδα μέχρι το σπίτι, ένα χιλιόμετρο δρόμος Ποιός δρόμος; Ο κεντρικός…ο των Θέρμων όπως τον λέγαμε.Καροτσόδρομος τότε. Χωματένιος ,γεμάτος λακκούβες, που όταν έβρεχε γινόταν νεροπαγίδες. Ούτε το εκκοκκιστήριο δεν είχε ακόμα χτιστεί.Πρώτη επαφή με την πόλη -το τότε Κάστρο, ο μπαξές του Διαματάρη, που τον δούλευαν οι Ματζουλάδες και αυτός της Σούμπρας. Στάση μοναδική,να ποτιστεί ο Ψαρής, να ξεμουδιάσουμε τους πισινούς μας και να συνεχίσουμε.
«Μη τυχόν και πιούνε νερό τα παιδιά απ’την Σούμπρα Αθανή…” φοβόταν τις βδέλλες ή κυρά Λενη.

Το κάρο το ξεφόρτωναν εργάτες στην παράπορτα του σπιτιού και τα κοφίνια άδειαζαν στη στέρνα, το πατητήρι όπως το λέγαμε. Ξυπόλητοι άντρες τα ποδοπατούσαν ,να βγάλουν το μούστο να γίνει το κρασί.
Εμάς τα παιδιά αυτό μας άφηνε αδιάφορους.Εκείνο που μας απασχολούσε ήταν πότε τα κοφίνια θα ξαναφορτωθούν άδεια πια, να επιστρέψουν στο αμπέλι με μας τους επιβάτες να χοροπηδούμε σα τους καουμπόηδες στην άδεια καρότσα, που τράνταζε καθώς οι ρόδες του σκαμπανεύαζαν τις λακκούβες του χωματόδρομου.
Το μεσημεριανό δρομολόγιο έφερνε και τη μάνα στο αμπέλι με το φαγητό.Το τραπέζι στρωνόταν πάνω σε απλωμένες κουρελούδες κάτω απ’τις συκιές.Φασολάδα σελινομυρισμένη το μενού, κλίκια ζυμωτά, κρεμμύδια γροθοσπασμένα και μια πήλινη λεκάνη ,αυτή του ζυμώματος με ντοματοσαλάτα ζουμερή και παστές σαρδέλλες μέσα ή κολιούς.Όποιος το έζησε αυτό δεν πιστεύω να το έχει ξεχάσει!!!
Καμιά ωρίτσα ή διακοπή και ξανά στη δουλειά ως να τελειώσει ή “γιορτή” και τα κλήματα να μείνουν παραπονεμένα με μοναδικό στολίδι τους πια τις τζαμπανάρες,που θα τις έκοβαν οι κυνηγοί τον Οκτώβρη γυρνώντας απ’το κυνήγι της πέρδικας.

Μια ομόφωνη ανάσα ομόφωνης ζωής πλανιόταν στην ατμόσφαιρα μιας φύσης που της τρυγήσαν τους καρπούς για να την ξεκουράσουν. Μέσα από τα λεηλατημένα πια κλήματα τον αγέρα ράμφιζε ο ξεπνοϊσμένος αμανές της Αριστούλας που φροκαλούσε τ’όνειρο
Κι ή γοητεία πνίγηκε στη δύση!!!
Χρόνια όμορφα και δροσερά!!!
“Κι αν έδυσε ο ήλιος τι μ’αυτό
το φως του μας λούζει ακόμα”
……..αρκεί να έχουμε να θυμόμαστε!
Και του χρόνου!

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button