ΕπίκαιραΕπιλεγμένα

 “ΠΕΦΤΟΥΝΕ, ΠΕΦΤΟΥΝ ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ…” Τρίτη, 29 Του σπαραγμένου Μάη, 1453

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

 “ΠΕΦΤΟΥΝΕ, ΠΕΦΤΟΥΝ ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ…”

Τρίτη, 29 Του σπαραγμένου Μάη, 1453

Λένε πως τις μεγάλες στιγμές του ο άνθρωπος τις ζει σαν έξω από εκείνον, σε μιαν απόσταση από τη συνείδηση, σάμπως να μη χωράει μέσα τους ή σάμπως το τραγικό στοιχείο που τις συνέχει να βγαίνει κατευθείαν από τη σπαραγμένη καρδιά του κόσμου.

 

ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ

 

Μοναχού Πορφυρίου ιστόρηση:

“Πέφτει μαχόμενος ο αυτοκράτορας

Κραυγάζει ο ματωμένος στρατιώτης. Είναι ο έρως του θανάτου οι στιγμές του πια. Κραυγάζει και χτυπά. Βρυχιέται σαν λιοντάρι λαβωμένο. Κι εγώ τρέχω να πολεμήσω κοντά του. Ρίχνομαι σαν κεραυνός ξανά. Δεν υπάρχει σωτηρία, το βλέπω, κι αυτό με κάνει πιο παράφορο.

Πέφτει και σηκώνεται. Πέφτει και σηκώνεται ο ματωμένος.

«Εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου, Κύριε…» τον ακούω να λέει. Και στρέφει γύρω τη ματιά με απόγνωση, κραυγάζοντας:

«Ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;» Ήμουν κοντά του. Και ήμουνα εγώ ο χριστιανός, αλίμονο. Όμως μόνο να τον προστατέψει ήθελε το σπαθί μου.

Και κραυγάζω τώρα κι εγώ, χτυπώ και κραυγάζω. «Σώσον, Κύριε, τον βασιλέα μου εκ στόματος λέοντος την ταπείνωσίν του».

Ήτανε εκείνη τη στιγμή που ακούστηκε η τρομακτική βουή, ένας γδούπος τεράστιος, που ξεπερνούσε τον ορυμαγδό της μάχης. Βλέπω τον αυτοκράτορα που στρέφει με αγωνία το κεφάλι προς τη σπαραγμένη Πόλη του. Ο σταυρός που στεκότανε αιώνες απάνω στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς έπεφτε στη γη. Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία παραδινότανε πια στον ξένο θεό του Ισλάμ. Και η δοξασμένη Βασιλίδα δεν ήτανε πια θεοφύλακτη.

Να τον άκουσε άραγε η Δύση τον γδούπο εκείνο τον τρομακτικό; Να τον άκουσε ο Πάπας και οι χριστιανοί ρηγάδες, που εγκατέλειψαν μονάχο και αβοήθητο τον αυτοκράτορα στην ύστατη ώρα του χαμού του; Να τον άκουσαν άραγε; Ή κομμάτι κομμάτι, σπάραγμα σπάραγμα, θα εξουσιάζει τον χρόνο τον επερχόμενο, ταράζοντας στον αιώνα τις συνειδήσεις.

«Η Πόλις μου αλίσκεται, κι εγώ ζω έτι;» κραυγάζει τώρα.

Και ευθύς ορμά μέσα στα πλήθη που εισβάλλουν, στίφη θηρίων, ορμά στο κραταιότερο σημείο χτυπώντας ακόμα και κραυγάζοντας. Η ματιά μου τον ακολουθεί με αγωνία.

Χάνεται, λέω, χάνεται πια…

Έτσι έπεσε. Μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Με τα ματωμένα χέρια του υψωμένα προς τον ουρανό, σαν να έλεγε «ο Θεός, ο Θεός μου, εις τι με εγκατέλιπες;»

Έτσι έπεσε, σαν απλός ανώνυμος στρατιώτης.

Και εκείνοι που μπαίνουνε, αγέλες πεινασμένες, τον προσπερνούν, τον ποδοπατούν, τον σκεπάζουνε στον ανώνυμο σωρό.

Εκείνος δεν καταλαβαίνει πια. Έχει περάσει ολόσωμος, μαζί με τον λαό του, και με το ματωμένο σπαθί στο χέρι, έχει περάσει στο Πάνθεο των Αθανάτων.

Ευχαριστώ τις εκδόσεις Πατάκη που έβγαλαν το μυθιστόρημα μου αυτό στη νέα του κυκλοφορία, εφτακόσιες πενήντα σελίδες, εν μέσω κρίσης απειλητικής.

Τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει, όσο η Μνήμη είναι ζωντανή – ευωδία ρόδου καιόμενου στον αιώνα.

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button