2025
Περιοδικό

Πηγαίνουν για ψώνια στη Βουλγαρία

Πηγαίνουν για ψώνια στη Βουλγαρία

 

Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

 

Φέτος από την 1η Ιανουαρίου τα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας άλλαξαν δραστικά, καθώς η Βουλγαρία και η Ρουμανία εντάχθηκαν επίσημα στη ζώνη Σένγκεν και η διέλευση πλέον γίνεται χωρίς κανέναν έλεγχο ή καθυστέρηση. Αυτό έχει προκαλέσει ενθουσιασμό, ιδιαίτερα στους οδηγούς και τους επιβάτες, ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γεμίσει με φωτογραφίες και σχόλια για τη νέα πραγματικότητα.
Στον μεγαλύτερο συνοριακό σταθμό του Προμαχώνα, τα κουβούκλια και τα κτήρια των τελωνείων παραμένουν έρημα, ενώ οι μπάρες στις δύο πλευρές είναι μόνιμα σηκωμένες.
Η χαρακτηριστική ταλαιπωρία με τις ουρές αυτοκινήτων και φορτηγών, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσε καθημερινότητα, έχει πλέον εξαφανιστεί.
Γέμισαν τα πρατήρια βενζίνης με Έλληνες οδηγούς επειδή στην Βουλγαρία οι τιμές είναι πολύ χαμηλότερες.
Παρόλο που οι εξελίξεις αυτές διευκολύνουν σημαντικά τη διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων, έχουν προκύψει και προβληματισμοί. Η έλλειψη ελέγχων στα σύνορα εγείρει ανησυχίες για πιθανή αύξηση της παράνομης δραστηριότητας, όπως η λαθραία διακίνηση εμπορευμάτων και η μεταφορά παράνομων ουσιών. Επιπλέον, ορισμένοι εκφράζουν φόβους για την ασφάλεια, καθώς η απουσία αστυνομικών και τελωνειακών ελέγχων αφήνει περιθώρια για ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Παρά τα όποια ερωτήματα, η ελεύθερη διέλευση μεταξύ των δύο χωρών ανοίγει νέες προοπτικές για τη συνεργασία στους τομείς του εμπορίου και του τουρισμού, ενώ ενισχύει τις διασυνοριακές σχέσεις και την οικονομική ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, παραμένει ζητούμενο η εξισορρόπηση των ευκολιών με την ασφάλεια και την τήρηση των κανόνων.

 

Τα σύνορα λοιπόν με τη Βουλγαρία αναγκάζονται λόγω της ελληνικής ακρίβειας να περάσουν πολλοί Έλληνες στη Βόρεια Ελλάδα προκειμένου να κάνουν τα ψώνια τους στα σούπερ μάρκετ της γειτονικής χώρας που προσφέρουν καλύτερες τιμές. σε σχέση με αυτές στην Ελλάδα. Βασικά είδη, όπως το αλεύρι, τρόφιμα μακράς διαρκείας, τα απορρυπαντικά και τα χαρτικά είναι μεταξύ των προϊόντων που ψωνίζουν οι Έλληνες της παραμεθορίου, καθώς είναι αρκετά φθηνότερα. «Είναι 30% πιο κάτω», είπε Έλληνας κάτοικος. Μια μπαγκέτα κοστίζει μόλις 0,60 λεπτά σε σχέση με την Ελλάδα, που εντοπίζεται στα 1,10 ευρώ. Τη ζάχαρη τη βρίσκει κανείς στα 0,80 λεπτά ενώ στην Ελλάδα στα 1,18 ευρώ. Το γάλα πλήρες του ενός λίτρου εντοπίζεται στα 1,30 ευρώ στη γειτονική χώρα, σε σχέση με τα 1,78 στη χώρα μας.

 

Οι βορειοελλαδίτες λοιπόν περνούν τώρα ελεύθερα τα σύνορα και συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, δηλαδή τα ψώνια και τουρισμό.

Η πρώτη πόλη που συναντά κανείς μόλις μπει στη Βουλγαρία είναι το Σαντάνσκι. Είναι κτισμένο στους πρόποδες του Πιρίν, και η πλέον ηλιόλουστη» πόλη της Βουλγαρίας, που αποτελεί διαχρονικά δημοφιλή προορισμό τόσο για τα ιαματικά νερά και τα πολυτελή spa που λειτουργούν εκεί, όσο και για την αγορά του και την τοπική γαστρονομία. Το διασχίζει ο ποταμός Σαντάνσκα Μπίστριτσα, παραπόταμος του Στρυμόνα, που χωρίζει την πόλη στα δύο και στις πάνω όχθες του εκτείνεται το γραφικό καταπράσινο πάρκο «Σβέτι Βράτς», για το οποίο είναι ιδιαίτερα περήφανοι οι ντόπιοι. Το πάρκο εντυπωσιάζει με τις όμορφες διαδρομές και τα μονοπάτια, καθώς και τους οργανωμένους χώρους αναψυχής, στον ίσκιο των αιωνόβιων πλατανιών και των 160 μεσογειακών δέντρων και φυτών που βρίσκονται διασκορπισμένα. Δύο κρεμαστές γέφυρες, σαν από παραμύθι, ενώνουν τις δύο όχθες του ποταμού, ενώ βορειότερα η τεχνητή λίμνη -με τις πάπιες και τους κύκνους- αποτελεί αγαπημένο σημείο ντόπιων και επισκεπτών που διασκεδάζουν με πολύχρωμα «ποδήλατα» μέσα στα νερά της. Το πάρκο, που χρονολογείται από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που η πόλη ήταν ένα κεφαλοχώρι με την ονομασία Σβέτι Βράτς (Άγιοι Ανάργυροι), αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς, τόπο άθλησης, αναψυχής και χαλάρωσης καθώς και σημαντικών αθλητικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων με τις σύγχρονες υποδομές (στάδιο, κολυμβητήριο, αμφιθέατρο κ.ά.) που λειτουργούν στο σημείο.

Το Σαντάνσκι, ονομάστηκε έτσι το 1949 προς τιμήν του εθνικού ήρωα των Βουλγάρων Γιάννε Σαντάνσκι που έδρασε στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε που η περιοχή ήταν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Λόγω της θέσης της πόλης και των πολλών ιαματικών πηγών της, η ανθρώπινη παρουσία είναι πολύ παλιά και χάνεται στα βάθη των αιώνων. Από εδώ καταγόταν ο θρυλικός μονομάχος και επαναστάτης εναντίον της Ρώμης Σπάρτακος – κατά την αρχαιότητα ζούσε στην περιοχή το θρακικό φύλο των Μαίδων– χάλκινος ανδριάντας του οποίου δεσπόζει επιβλητικός στην κεντρική είσοδο της πόλης και δίπλα στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα με την βουλγαρική πρωτεύουσα Σόφια.

Για την ιστορία, ο Σπάρτακος ηγήθηκε μεγάλης επανάστασης δούλων κατά των Ρωμαίων στην Ιταλία, από το 73 π.Χ. έως το 71 π.Χ., όπου είχε οδηγηθεί αιχμάλωτος. Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και μαζικότερες επαναστάσεις της αρχαιότητας και έμεινε στην ιστορία ως «Επανάσταση του Σπάρτακου» ή «Επανάσταση των Μονομάχων». Το όνομα του Σπαρτάκου φέρουν σήμερα η μεγαλύτερη συνοικία της πόλης, το στάδιο καθώς και κέντρα διασκέδασης και ξενοδοχεία.

Στο οργανωμένο Αρχαιολογικό Μουσείο, ο επισκέπτης θα έχει μια πλήρη εικόνα της πορείας της πόλης, στο χρόνο και στο χώρο, ενώ θα εντυπωσιαστεί με τους χώρους του, που «ενώνονται» με τα θεμέλια της πρωτοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Ιωάννη (4ος-5ος αιώνας μ.Χ.) με τα εντυπωσιακά ψηφιδωτά που είναι διακοσμημένα με ψάρια και πουλιά. Έξω από το μουσείο, ξεχωρίζει τμήμα της αρχαίας κεντρικής οδού της πόλης και στοά παλαιοχριστιανικού συγκροτήματος.

Πίσω από το αρχαιολογικό μουσείο ξεχωρίζει η -μερικώς ανακατασκευασμένη- επισκοπική βασιλική (5ος αιώνας μ.Χ.), με πανέμορφη εσωτερική αρχιτεκτονική, κίονες κορινθιακού ρυθμού, βωμό με σκηνές από το Ευαγγέλιο, αίθριο, καθώς και πολύχρωμα ψηφιδωτά αλλά και το -μοναδικό του είδους στην Βουλγαρία – βαφτιστήριο. Το μνημείο ανακατασκευάστηκε πρόσφατα με ευρωπαϊκούς πόρους και αποτελεί πλέον σημαντικό αξιοθέατο για την πόλη. Τόσο το Αρχαιολογικό Μουσείο όσο και η παρακείμενη Επισκοπική Βασιλική περιλαμβάνονται στην λίστα με τα 100 κορυφαία τουριστικά αξιοθέατα της Βουλγαρίας.

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (1861) αποτελεί νεότερο μνημείο της πόλης από την εποχή της λεγόμενης βουλγαρικής αναγέννησης. Αποτελεί αντίγραφο, σε μικρότερο μέγεθος, του καθεδρικού ναού Αλέξανδρου Νέφσκι της Σόφιας και ενώ ξεχωρίζουν οι αγιογραφίες του και το τέμπλο.

Ενδιαφέρον έχει επίσης το μοναστήρι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον 2 χιλιόμετρα νότια της πόλης, που χρονολογείται τον 14ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση εδώ έζησαν και θεράπευαν οι άγιοι αδερφοί Κοσμάς και Δαμιανός, ενώ στο μοναστήρι οφείλει την αρχική του ονομασία η πόλη (Σβέτι Βράτς).

Το Σαντάνσκι εκτός από την ηλιοφάνειά του και το υγιεινό του κλίμα – παλαιότερα λειτουργούσαν σανατόρια στην πόλη- φημίζεται και για τις δεκάδες ιαματικές του πηγές, που τα νερά τους -με θερμοκρασία μεταξύ 42-81°C- χρησιμοποιούνται τόσο για θεραπευτικούς λόγους όσο για χαλάρωση και αναψυχή. Το ιαματικό νερό, που είναι ζεστό, ελαφρώς μεταλλικό, καθαρό, διαυγές και ευχάριστο στη γεύση, ενδείκνυται από τους ειδικούς στην πρόληψη και τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος, ανάρρωση μετά από πνευμονία, χρόνιες παθήσεις των αρθρώσεων, ρευματικά, παθήσεις του νευρικού συστήματος κ.ά.

Οι ιαματικές πηγές της πόλης ήταν γνωστές ακόμη από την αρχαιότητα, με Ρωμαίους και Βυζαντινούς στη συνέχεια να κοσμούν την πόλη με λαμπρά συγκροτήματα λουτρών, στα οποία βεβαίως απολάμβαναν αξιωματούχοι και όχι μόνο. Σήμερα, στο Σαντάνσκι λειτουργούν οργανωμένα κέντρα ευεξίας και spa που προσφέρουν εξαιρετικές υπηρεσίες.

O κεντρικός πεζόδρομος, στον ίσκιο πανύψηλων δέντρων στις δύο πλευρές του, αποτελεί το πλέον εμπορικό σημείο της πόλης. Οι λάτρεις του shopping θα βρουν έναν μικρό «παράδεισο» με καταστήματα όλων των ειδών που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αντίστοιχα μεγαλύτερων πόλεων. Ο δρόμος καταλήγει στο φημισμένο Interhotel Sandanski, το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα συγκροτήματα στη νοτιοδυτική Βουλγαρία και κτίστηκε στη «δύση» του κομμουνιστικού καθεστώτος που επικράτησε στη χώρα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως το 1990.

Ένα άλλο ξενοδοχείο της ίδιας εποχής, το «Sveti Vrach Hotel», είχε κτιστεί για τις διακοπές στελεχών του πάλαι ποτέ ισχυρού βουλγαρικού κομμουνιστικού κόμματος. Αν και μάλλον ο ισχυρός άνδρας της Βουλγαρίας Τοντόρ Ζίβκοφ δεν φαίνεται να κοιμήθηκε ποτέ εκεί, πάντα υπήρχε σε ετοιμότητα μια πολυτελής σουίτα σε περίπτωση που επισκεπτόταν την πόλη. Στους χώρους του ξενοδοχείου, που εξακολουθεί να θυμίζει εποχή 1980, υπάρχει μικρό μουσείο με αντικείμενα που σχετίζονται με την εποχή του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Στην ντόπια κουζίνα, με έντονο βαλκανικό χρώμα, ξεχωρίζει το χοιρινό κότσι, το οποίο σερβίρεται σε ξύλινη τάβλα μαζί με άλλες ποικιλίες κρεάτων και αλλαντικών όπως το παραδοσιακό «Σιουτζούκ» (λουκάνικο). Υπάρχει μεγάλη ποικιλία από ορεκτικά και σαλάτες (όπως «Κόπονε» και «Λουτενίτσα»), ενώ ξεχωριστό είναι το ντόπιο κόκκινο κρασί που συνοδεύει τις γαστρονομικές απολαύσεις. Στην πόλη υπάρχουν και εστιατόρια με ελληνική κουζίνα. Το κρασί αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του τόπου, από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας.

Τέλος, το Σαντάνσκι αποτελεί σημείο εξόρμησης προς τον ορεινό όγκο του Πιρίν, με το φημισμένο χιονοδρομικό κέντρο του Μπάνσκο, στο οποίο οδηγούν οργανωμένα μονοπάτια για τους λάτρεις της πεζοπορίας ή της ορειβασίας για ψηλότερα υψόμετρα. Εκεί κοντά είναι και το άλλο χιονοδρομικό κέντρο Παμπόροβο, και το περίφημο Μοναστήρι της Ρίλας.

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Δείτε Επίσης
Close
Back to top button