Περιοδικό

Πώς αλλάζουν οι καιροί…

Πώς αλλάζουν οι καιροί…

Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

 

Πριν ακριβώς από 100 χρόνια, το 1922, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου εγκατέλειψαν τα πάντα στον Πόντο όπου ζούσαν, για να σώσουν το κεφάλι τους από το σπαθί των Τούρκων, οι οποίοι τους κυνηγούσαν για να τους σκοτώσουν. Και ήλθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Το ελληνικό κράτος τους έστειλε σε έναν πρωτόγονο λόφο στις υπώρειες των Πιερίων, γεμάτο αγριόδεντρα και αγκαθιές Τους έδωσε μια τσάπα για να ξεπατώσουν τα αγριόδεντρα και εκεί να χτίσουν κάτι σαν σπίτι.

Πράγματι, με πολύ κόπο ξεπάτωσαν τα αγριόδεντρα και τις αγκαθιές, έφτιαξαν λάσπη, την ανακάτεψαν με άχυρα και κεμπρέδες (κοπριές ζώων), και μ’ αυτό το «οικοδομικό υλικό» έφτιαξαν λασπότουβλα και έχτισαν τα πρωτόγονα «σπίτια» τους.

Τα οποία δεν είχαν πάτωμα, αλλά χώμα. Δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχαν νερό, δεν είχαν νιπτήρα, δεν είχαν μπάνιο, δεν είχαν τουαλέτα, δεν είχαν ντουλάπα, δεν είχαν κουρτίνες, δεν είχαν τίποτα!

Και το φθινόπωρο πήγαιναν με το κάρο στα Πιέρια στο δάσος και εκεί με το τσεκούρι έκοβαν ξύλα για να τα κουβαλήσουν στο σπίτι, για να έχουν να θερμανθούν τον χειμώνα, να μαγειρέψουν, να ζεστάνουν νερό για να πλυθούν, να πλένουν τα ρούχα στη σκάφη κλπ.

Με τον καιρό έβαλαν μπαχτσέδες για να έχουν να φάνε κανένα λαχανικό, κότες για να έχουν αυγά, μια κατσίκα ή αγελάδα για να έχουν γάλα και να φτιάχνουν τραχανά.

Μια φορά το μήνα έσφαζαν μια κότα για να έχουν κρέας κι ένα γουρούνι τα Χριστούγεννα.

Μια φορά το μήνα περνούσε κι ένας πλανόδιος «ψαράς» με το μουλάρι του και πουλούσε  σαρδέλες, τις οποίες αγόραζαν όχι με λεφτά – γιατί δεν είχαν καθόλου λεφτά – αλλά με ανταλλαγή, έδιναν 1-2 οκάδες σιτάρι ή μερικά αυγά.

 

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 αυτοί και τα παιδιά τους, δηλαδή οι γονείς μου, πολέμησαν τους Ιταλούς και αργότερα τους Γερμανούς εισβολείς.

 

Πρόσφυγες έχουμε και σήμερα στην Ελλάδα. Όχι Έλληνες (όπως ήταν οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου), αλλά διάφορες φυλές από την Αφρική και την Ασία. Πολλοί από αυτούς είναι μουσουλμάνοι κι άλλοι είναι άγνωστοι και λαθραίοι.

Και το κράτος μας τούς προμηθεύει δωρεάν με όλα τα αγαθά και τις ευλογίες του θεού: Σύγχρονα πολυτελή σπίτια και διαμερίσματα, με θέρμανση και κλιματισμό. Πληρώνει τους λογαριασμούς τους. Τούς παρέχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Και λεφτά για να ψωνίζουν ό,τι χρειάζονται.

 

Δεν είναι ανάγκη να πάνε να κόψουν ξύλα στο βουνό, να οργώσουν, να σπάσουν καπνά, να αλέσουν, να πλένουν ή να πλένονται στη σκάφη, να αρμέξουν, να ζυμώσουν, να βράζουν αποξηραμένα φρούτα για να κάνουν χοσάφι (κομπόστα).

Ούτε να περιμένουν μια φορά το μήνα να σφάξουν μια κότα για να φάνε κρέας. Ακόμα και τα ψάρια, δεν χρειάζεται να περιμένουν κάποιον πλανόδιο ψαρά να περάσει.

Μπορούν απλά και πανεύκολα με ένα τηλεφώνημα στο ντιλίβερι να παραλάβουν στο σπίτι ζεστά σουβλάκια στα κάρβουνα. Ή ψάρια, τσιπούρες και λαβράκια, έτοιμα και ψημένα με λαδολέμονο. Με σαλάτα, τυροκαυτερή, πατάτες τηγανητές και δροσερή μπύρα και κόκα κόλα.

 

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button