Πού βρίσκονται σήμερα τα ιερά καρφιά του εσταυρωμένου Χριστού;

Πού βρίσκονται σήμερα τα ιερά καρφιά του εσταυρωμένου Χριστού;
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Έχουν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που συνέβη το συγκλονιστικό γεγονός της σταύρωσης του Ιησού Χριστού. Έκτοτε έχουν κατά καιρούς αναφερθεί πολλές ιστορίες σχετικά με το Τίμιο Ξύλο, τον Ιερό Χιτώνα του Χριστού και το Ιερό Αίμα του Ιησού, που κύλησε από τον σταυρό Του και συνελέγει, σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, σε ένα δισκοπότηρο. Σύμφωνα με την Βίβλο ο πρώτος που έσπευσε να παραλάβει το σώμα του Εσταυρωμένου, ήταν ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας. Μερικοί μάλιστα λένε ότι συνέλεξε και το Ιερό Αίμα όπως κύλησε από το σώμα του Χριστού σε ένα Ιερό Δισκοπότηρο.
Τώρα έρχεται στην επικαιρότητα από την Τουρκία ένα άλλο, επίσης συγκλονιστικό θέμα, που σχετίζεται με τις τελευταίες στιγμές και την σταύρωση του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι τα καρφιά με τα οποία ο Ρωμαίοι φρουροί κάρφωσαν το σώμα του Χριστού πάνω στον σταυρό. Σύμφωνα λοιπόν με τους ισχυρισμούς των Τούρκων και με ένα αποκαλυπτικό δημοσίευμα της μεγάλης κυκλοφορίας τουρκικής εφημερίδας, «Σαμπάχ», έχει βρεθεί το μέρος όπου βρίσκονται κρυμμένα, δηλαδή θαμμένα εδώ και αιώνες, τα Ιερά Καρφιά του Τιμίου Ξύλου, δηλαδή τα καρφιά με τα οποία σταυρώθηκε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Όσο και αν αυτό ακούγεται σαν απίστευτο, όμως, όπως ισχυρίζονται πολλοί Τούρκοι ερευνητές και όχι μόνο, τα Ιερά Καρφιά του Ιησού Χριστού, με τα οποία ταυτίστηκε το ιερό μαρτύριο που διαδραματίστηκε για την σωτηρία του ίδιας της ανθρωπότητας από την πτωτική αμαρτία, βρίσκονται θαμμένα κάτω από το φημισμένο μουσουλμανικό μνημείο – λουτρό της Κωνσταντινούπολης, το Çemberlitaş στο κέντρο της ιστορικής παλιάς Κωνσταντινούπολης, δίπλα στο Τοπ Καπί, (;;;).
Η συγκλονιστική αυτή ιστορία αρχίζει μετά το 330 μ. Χ., όταν ο χριστιανισμός είχε ήδη γίνει η επίσημη θρησκεία της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η Κωνσταντινούπολη, η βασιλίδα των πόλεων, είχε γίνει η πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος αυτοκράτορας, Μέγας Κωνσταντίνος, είχε αναγείρει στο μέρος όπου βρίσκετε σήμερα το Çemberlitaş ένα μεγάλο μνημείο που πολλοί υποστήριξαν ότι είχε ανεγερθεί προς τιμή του θεού Απόλλωνα. Τότε ακόμα η κυρίαρχη θρησκεία στην Πόλη ήταν η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δεν ήθελε να δημιουργήσει θρησκευτικά προβλήματα ανάμεσα στον πληθυσμό της νέας Ρώμης, όπως είχε ονομαστεί στην αρχή η Κωνσταντινούπολη, για να πάρει στη συνέχεια το όνομα του μεγάλου ιδρυτή της, καθώς οι χριστιανοί ήταν ακόμα μια μικρή μειονότητα.
Την περίοδο εκείνη, όπως έγινε γνωστό και από την ιστορία, η μητέρα του μεγάλου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, είχε πάει στα Ιεροσόλυμα για να ερευνήσει πού βρίσκετε ο ιερός τάφος του Ιησού Χριστού και να βρει τον σταυρό του ιερού μαρτυρίου. Αφού ανακάλυψε τον Τίμιο Σταυρό και έκτισε ένα ναό προς δόξα του στην Ιερουσαλήμ, στη συνέχεια μετέφερε μαζί της στην Κωνσταντινούπολη τα άλλα ιερά αντικείμενα που είχαν βρεθεί μαζί με τον σταυρό. Ανάμεσα σε αυτά βρίσκονταν τα Ιερά Καρφιά του Ιησού Χριστού. Όλα αυτά τα έβαλε σε μια μεγαλοπρεπή μαρμάρινη ειδική θήκη και τα τοποθέτησε σε ένα κτίριο μέσα στον ναό του μεγάλου αρχαίου αγάλματος. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μαζί με τα Ιερά Καρφιά η Αγία Ελένη έφερε στη Κωνσταντινούπολη και άλλα ιερά αντικείμενα που σχετίζονται με τις τελευταίες μέρες του Χριστού, όπως τα σκευή του μυστικού δείπνου, τα οποία, όπως λένε, επίσης τοποθέτησε μαζί με τα καρφιά στην ίδια μαρμάρινη θήκη.
Η περιοχή γύρω από τον αρχαίο ναό όπου βρίσκονταν το μεγαλοπρεπές άγαλμα και όπου τοποθετήθηκε αυτή η θήκη με τα Ιερά Καρφιά του Χριστού, επί 700 χρόνια ονομάζονταν πλατεία Κωνσταντίνου. Τον εντέκατο όμως αιώνα μετά από μια σφοδρότατη θύελλα το άγαλμα ταρακουνήθηκε, έπεσε κάτω και έγινε θρύψαλα. Τότε οι Βυζαντινοί, που θεώρησαν ότι η πτώση του αγάλματος ήταν μια θεία τιμωρία σε ένα ειδωλολατρικό σύμβολο, τοποθέτησαν στην θέση του ένα μεγάλο σταυρό, σύμβολο της ορθοδοξίας που ήταν πια η κυρίαρχη θρησκεία στην βασιλίδα των πόλεων. Γύρω από τον σταυρό οικοδομήθηκε ένας ειδικός ιερός θάλαμος με μαρμάρινους κίονες, μέσα στον οποίο θάφτηκαν τα ιερά αντικείμενα που είχε φέρει η Αγία Ελένη από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν έπεσε η Πόλη στους Οθωμανούς, ο ίδιος ο σουλτάνος Μωάμεθ ο πορθητής, που είχε γαλουχηθεί στον χριστιανισμό από την χριστιανή μητέρα του, (για άλλους Ελληνίδα, για άλλους Σερβίδα), από τις πρώτες κιόλας μέρες που εγκαταστάθηκε στην Πόλη επισκέφτηκε το μέρος εκείνο θέλοντας να διαπιστώσει αν ήταν αλήθεια η παράδοση ότι εκεί βρίσκονταν τα Ιερά Καρφιά του Ιησού Χριστού. Εκεί όμως δεν βρήκε τίποτα, παρά μόνο κάποια ερείπια από τις λεηλασίες στις οποίες είχαν επιδοθεί οι γενίτσαροι του, μόλις κατέλαβαν την Πόλη. Τότε δόθηκε η εντολή να κατεδαφιστεί ό,τι είχε απομείνει από το μαρμάρινο κτίσμα με τις μαρμάρινες κολώνες και στην θέση του να ανεγερθεί ένα μουσουλμανικό μετζίτι, δηλαδή τόπος προσευχής και τα δημόσια λουτρά της Πόλης που είναι από τότε γνωστά σαν Çemberlitaş.
Σήμερα, μετά από τόσους αιώνες, οι Τούρκοι υποστηρίζουν ότι το αίνιγμα, τι απέγινε η ιερή κάσα με τα καρφιά του Σταυρού του Ιησού Χριστού, έχει την απάντηση στο ότι παρέμεινε θαμμένη κάτω από το μουσουλμανικό κτίσμα, δηλαδή κάτω από το Çemberlitaş. Μάλιστα η παράδοση αυτή μεταβιβάστηκε στους Οθωμανούς αξιωματούχους επί αιώνες και πέρασε μέχρι την σημερινή εποχή.
Το θέμα αυτό, όπως επικαλείται ο Τούρκος ιστορικός και αρθογράφος, Μουράτ Μπαρντακτσί, έχει προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρων ακόμα και του Βατικανού. Οι πληροφορίες του Τούρκου ιστορικού αναφέρουν ότι η καθολική εκκλησία είχε στείλει κάποιους εκπροσώπους της να εξετάσουν την δυνατότητα να σκαφτεί το μέρος εκείνο για να βρεθούν τα ιερά καρφιά του Τιμίου Ξύλου, ένα εύρημα, που αν πράγματι υπάρχει στο μέρος εκείνο, σίγουρα θα είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός για την ιστορία του ίδιου του Χριστιανισμού.
(πηγή: Λευτεριά 16-4-23)
Μια άλλη εκδοχή, σχετικά με τα καρφιά της σταύρωσης αναφέρει ότι η Αγία Ελένη καθώς επέστρεφε με πλοίο την έπιασε μια τόσο μεγάλη τρικυμία, που λίγο έλειψε να πνιγεί. Τότε, μέσα στη συμφορά της αδυσώπητης θαλασσοταραχής και την παραζάλη του ακραίου κινδύνου, άκουσε μια στεντόρεια φωνή, σαν να την έφερνε από μακριά ο άγριος άνεμος, που ξέσχιζε τα πανιά του καραβιού: “Κάρφωσε τη μανία της θάλασσας με το ένα από τα καρφιά!”
Η Αγία Ελένη συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για ανθρώπινη φωνή, αλλά για φωνή που ερχόταν από τους ουρανούς και αμέσως πέταξε μέσα στην αντάρα των κυμάτων το ένα από τα καρφιά της Σταύρωσης του Θεανθρώπου. Ευθύς, η θάλασσα γαλήνεψε, οι άνεμοι κόπασαν και το πλοίο έφτασε αλώβητο στον προορισμό του, την Κωνσταντινούπολη.
Από τα άλλα τρία καρφιά που απόμειναν, οι διηγήσεις λένε πως το ένα το έβαλε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στην περικεφαλαία του, ενώ το άλλο το έδεσε με χρυσάφι και το τοποθέτησε στο χαλινάρι του αλόγου του.
Μάλιστα, η Αγία Ελένη όρισε την 27η Φεβρουαρίου ως επίσημη ημέρα, για να προσκυνάει ο λαός το χαλινάρι αυτό, που έφερε επάνω του το καρφί του Σωτήρος. Την ημέρα εκείνη, άλλωστε, ήταν τα γενέθλια του γιου της, του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Το τέταρτο καρφί, όμως, φυλασσόταν στο θησαυροφυλάκιο του Αυτοκράτορα. Μετά από κάμποσο καιρό, ο Κωνσταντίνος το δώρισε στον Βασιλιά της Γεωργίας, Mirian III.
Mirian III (277 – 361)
Κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, το καρφί απεστάλη από τον Βασιλιά της Γεωργίας, Archil of Imereti, στη Μόσχα, όπου δωρήθηκε στο Κρεμλίνο και κοσμούσε τον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μέσα σ’ ένα χρυσό κουτί.
Το μήκος του καρφιού ήταν ένα και τρία τέταρτα δακτύλου και ήταν κατασκευασμένο από σίδερο. Οι Χριστιανοί της Μόσχας συχνά συμμετείχαν σε πομπές, όπου περιέφεραν στους δρόμους και στα σπίτια τους το ιερό αυτό κειμήλιο της Ορθοδοξίας, κάνοντας αγιασμούς και παρακλήσεις. Άγνωστο, όμως, είναι σήμερα τι απέγινε τελικά ετούτο το καρφί.
Archil of Imereti (1647 – 1713)
Σύμφωνα με άλλες θεωρίες και παραδόσεις, τα καρφιά του Εσταυρωμένου ίσως βρίσκονται αλλού.
Λέγεται πως το ένα βρίσκεται στη Ρώμη, ενώ ένα άλλο εμπεριέχεται στο περίφημο “Σιδερένιο Στέμμα της Λομβαρδίας”, που φυλάσσεται στον Καθεδρικό Ναό της Monza, λίγο έξω από το Μιλάνο στην Ιταλία.
Το “Σιδερένιο Στέμμα της Λομβαρδίας”
Για τους βόρειους λαούς της Ευρώπης, τα καρφιά της Σταύρωσης του Σωτήρος τα πήρε, μετά την Αποκαθήλωση, ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος, ο οποίος εικαζόταν ότι ήταν σιδεράς. Τα είχε πάντοτε μαζί του και τα κουβαλούσε στο δισάκι του. Από τα χρόνια, όμως, τις βροχές και τις κακοκαιρίες, τα ρούχα του και το δισάκι του σάπισαν και γι’ αυτό δε μπορούσαν να βαστήξουν άλλο το βάρος των σιδερένιων καρφιών, που συχνά έπεφταν καταγής. Όταν πέφτουν χάμω, η γη τρέμει και κλονίζεται από τη φρίκη της για τον χαμό του Ιησού Χριστού, δίνοντας συνταρακτικούς σεισμούς.
Κατά τους ιστορικούς, τα καρφιά ήταν τρία, μα κατά τις διάφορες παραδόσεις, ήταν τέσσερα. Πάντως, η ελληνική λαογραφία μαρτυρά πως ήταν πέντε. Σχεδόν όλοι οι “Θρήνοι” της Μεγάλης Παρασκευής για πέντε καρφιά μιλούν, όπως και τα ηπειρώτικα τραγούδια για τον Χριστό:
“Χαλκιά, χαλκιά, φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια.
Κι ο Φαραώνης, το σκυλί, βάζει να φκιάσουν πέντε.
Εσύ, χαλκιά, που τα έφκιασες, εσύ να τα διατάξεις.
Εγώ, εγώ, που τα έφκιασα, εγώ να τα διατάξω.
Τα δυο βάλτε στα χέρια Του, τα δυο βάλτε στα πόδια,
Το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά Του”.
(πηγή: Strange Press 31-7-17)
Όλα αυτά, και άλλα παρόμοια, έχουν το ενδιαφέρον τους. Όμως, για τους χριστιανούς το κύριο, το σημαντικό, είναι αυτό που αναφέρει το Σύμβολο της Πίστης. Δηλαδή ότι ο Χριστός αναστήθηκε «κατά τας γραφάς» και ότι πρόκειται να γίνει ένα μεγάλο δικαστήριο, στο οποίο ο Χριστός θα κρίνει τους ανθρώπους, κι αυτούς που πέθαναν κι αυτούς που ζουν.
«…Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος…».
Επομένως, καλό είναι, κι εμείς που ζούμε και πρόκειται κάποτε να δικαστούμε, να μάθουμε ποιο είναι το κατηγορητήριο. Κι ένας τρόπος για να το μάθουμε, από πρώτο χέρι, είναι να διαβάσουμε «τας γραφάς». Δηλαδή την Αγία Γραφή.