2024
Περιοδικό

“Roberto Fernández Retamar ο Κουβανός ποιητής που αγαπούσε την Ελλάδα”

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

Roberto Fernández Retamar, ο Κουβανός ποιητής που αγαπούσε την Ελλάδα”

Επίδαυρος

Αν ανάψεις ένα σπίρτο στην Επίδαυρο

Η ανάφλεξη ακούγεται στις πρώτες κερκίδες,

Και στις άλλες πιο πάνω

Και στις τελευταίες εκεί που απ’ την απόσταση

Οι άνθρωποι μοιάζουν ασαφείς πιθανότητες.

Αν χτυπήσεις στην Επίδαυρο,

Ο χτύπος ακούγεται πιο ψηλά, μέσα στα δέντρα

Στον αέρα. Αν τραγουδήσεις στην Επίδαυρο,

Το γνωρίζουν τα βουνά, τα σύννεφα, ο κόλπος

Τα νησιά στήνουν αυτί.

Οι άλλες χώρες γέρνουν λίγο

Ν’ ακούσουν που τραγουδάνε στην Επίδαυρο.

Ο Ρομπέρτο Φερνάνδες Ρεταμάρ (Roberto Fernández Retamar) ήταν ποιητής, δοκιμιογράφος, εκδότης και καθηγητής Πανεπιστημίου. Γεννήθηκε το 1930 στην Αβάνα, όπου και πέθανε το 2019. Εξελίχθηκε σε εθνικό ποιητή της Κούβας μετά την επικράτηση της Επανάστασης, το 1959. Ακολούθησε τα βήματα του συμπατριώτη του ποιητή και αγωνιστή Χοσέ Μαρτί, ενώ επηρεάστηκε και από άλλους παλαιότερους και σύγχρονούς του Κουβανούς ποιητές.

Έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της και είχε πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του 1950 συγχρόνως ή λίγο μετά από τις σπουδές του. Εντούτοις, είναι ένας ποιητής σχεδόν άγνωστος στο ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Η ποίηση του Ρεταμάρ παρακολουθεί τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα από τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898 μέχρι και τη στιγμή που ο ποιητής φεύγει από τη ζωή. Δημιουργεί, δηλαδή, ένα έργο με συνέπεια απέναντι σε γεγονότα – ορόσημα στην ιστορία της Κούβας και σε λόγο απλό, σαφή, ειλικρινή και συζητητικό. Ωστόσο, ο Ρεταμάρ δεν είναι μόνο ένας πολιτικός ποιητής. Μια τέτοια διαπίστωση θα αδικούσε κατάφωρα την τρυφερή, ρομαντική και ευαίσθητη πτυχή της ποίησής του.

Ο Ρεταμάρ υπήρξε «ένθερμος μύστης της ελληνικής σκέψης και ποίησης από την οποία κατά καιρούς εμπνέεται». Η αγάπη του για την Ελλάδα βρίσκει την αφετηρία της στα φοιτητικά του χρόνια και τις σπουδές του στη φιλοσοφία και τη φιλολογία σε Πανεπιστήμια της Αβάνας, του Παρισιού και του Λονδίνου. Διαβάζει Όμηρο, Αλκμάνα, Ανακρέοντα, προσωκρατικούς φιλοσόφους και τραγικούς ποιητές με προτίμηση στον Αισχύλο.

Εμπνέεται και γράφει ποιήματα με έκδηλη την ελληνικότητά τους αλλά και ενσωματωμένα κοινωνικοπολιτικά σχόλια σε μια, ομολογουμένως επιτυχημένη, προσπάθεια σύνδεσης της ελληνικής παράδοσης με τα τεκταινόμενα στην Κούβα.

«Γι’ τον Ρεταμάρ) οι αρχαίοι είναι σύγχρονοι και οι σύγχρονοι είναι οι νέοι αρχαίοι.» Στο τελευταίο από τα ελληνικά ποιήματα της έκδοσης με τίτλο «Τον ρώτησαν για τους Πέρσες», ο ποιητής τεχνουργεί στίχους υμνητικούς για τον ελληνικό τρόπο ζωής, ο οποίος είναι διαμετρικά αντίθετος με τη χλιδή, την ξιπασιά, την υπερβολή και τη μεγαλομανία της Περσίας. Οι “κοακισμοί” των Περσών σε τίποτα δεν συγκρίνονται με το φως και το χώμα, τον λόγο και τη γλώσσα, τις πολιτείες και τα έπη των Ελλήνων.

Βεβαίως, το ποίημα αυτό, γραμμένο το 1964, αποτελεί μια πολιτική αλληγορία. Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι στην αντίληψη του Ρεταμάρ η σύγκριση Ελλάδας – Περσίας είναι κατ’ ουσίαν μια σύγκριση Κούβας – ΗΠΑ, όπου η Ελλάδα και η Κούβα συνδέονται στο όνομα του πολιτισμού, των ιδανικών και των αξιών, ενώ η Περσία και οι ΗΠΑ διακρίνονται για την πολεμική τους εξάρτυση, την οικονομική δύναμη και την πολεμοχαρή διάθεση.

Φεύγοντας από τη θεματική των ελληνικών ποιημάτων, προχωρούμε σε ποιήματα με ξεκάθαρο τον κοινωνικοπολιτικό στοχασμό τους, από τα οποία, εντούτοις, δεν απουσιάζει η τρυφερή και ρομαντική διάσταση. Ένα τέτοιο δείγμα συμπυκνώνει το ποίημα «Ο χρόνος των θυγατέρων»

«Ο χρόνος των θυγατέρων»

Η μεγάλη μας κόρη έχει την ηλικία

Της Επανάστασης‧

Η μικρότερή μας κόρη

Την ηλικία της νίκης του κόλπου των Χοίρων.

Υπάρχουν άλλοι τρόποι να μετρηθεί ο χρόνος;

Αυτός είναι εκείνος που προτιμά η καρδιά.

Ο ΑΛΛΟΣ

(1 Γενάρη 1959)

Εμείς, οι επιζήσαντες,

Σε ποιους χρωστάμε τη ζωή μας;

Ποιος πέθανε αντί για μένα στο μπουντρούμι,

Ποιος έφαγε τη σφαίρα τη δική μου,

Αυτή που ήτανε για μένα, στην καρδιά του;

Χάρη σε ποιον σκοτωμένο βρίσκομαι στη ζωή,

Να κουβαλάω τα κόκκαλά του μέσα μου;

Τα μάτια που του ξεριζώσανε να βλέπουνε

Μ’ αυτά που έχω για δικά μου;

Με χέρι που δεν είναι χέρι του,

Και που δεν είναι πια ούτε και το δικό μου,

Λέξεις σακατεμένες γράφοντας

Εκεί όπου α υ τ ό ς δεν είναι τώρα ζωντανός;

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Δείτε Επίσης
Close
Back to top button