ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
«…κάνε τον πόνο σου άρπα
και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.»
Καρυωτάκης (Νηπενθή 1921)
Στις 30 Οκτωβρίου του 1896 στην Τρίπολη της Αρκαδίας γεννήθηκε ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που «έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων», όπως γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο ποιητικό του μνημόσυνο για τον άνθρωπο που «εις την Πρέβεζαν εχάθη». Ο Καρυωτάκης έζησε μόλις 32 χρόνια και πέθανε ως «ιδανικός αυτόχειρας» στις 21 Ιουλίου του 1928 στην Πρέβεζα.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι μέσα στην τόσο σύντομη ζωή του μας άφησε ένα σπουδαίο έργο. Τρεις είναι οι ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησε ο ποιητής με δικά του έξοδα:
–1919 δημοσιεύεται η συλλογή «Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων» (με προμετωπίδα στο εξώφυλλο: «Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει…».
–1921 κυκλοφορεί η συλλογή «Νηπενθή»( ο τίτλος παραπέμπει στο ομηρικό «νηπενθές φάρμακον» Οδύσσεια, δ 221).
–1927 κυκλοφορεί η Τρίτη και τελευταία συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες». Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα πεζά κείμενα και κάποια σκόρπια ποιήματα που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του.
Ο ποιητής της «Πρέβεζας» (πόλη όπου βρέθηκε με δυσμενή μετάθεση τον Ιούνιο του 1928) υπήρξε ένας αυθεντικός όσο και τραγικός άνθρωπος. Ζώντας σε μια ταραγμένη περίοδο, όπως ήταν οι πρώτες δεκαετίες ενός αιώνα που κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρος και αισιόδοξος φαινόταν (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α παγκόσμιος, τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής 1922,) ήταν επόμενο να σημαδέψουν ένα ανήσυχο πνεύμα με ευαισθησία και κοινωνικούς προβληματισμούς. Το 1922 γνωρίζει την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη στη Νομαρχία Αττικής όπου εργάζονταν και οι δύο. Στα πληκτικά γραφεία τους θα γεννηθεί ένας έρωτας που δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ (έληξε το 1924). Το 1922, σημαδιακή χρονιά για τον ποιητή, σχεδόν ταυτόχρονα με την καταστροφή της Σμύρνης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη που τότε ήταν νόσημα ανίατο και αποτελούσε βαρύ κοινωνικό στίγμα. Εχθροί του ήταν το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον και η υποκρισία της αστικής τάξης. Η μεταφυσική του αγωνία κάποια στιγμή συναντήθηκε μ’ αυτήν του Ηράκλειτου. Στο ποίημά του «Φθορά» είναι φανερή η επίδραση του Ίωνα φιλοσόφου στον ποιητή μας όταν γράφει: « Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι» (αιών παις πεσσεύων παιδός η βασιληίη»).
Προς το τέλος της σύντομης ζωής του ο Καρυωτάκης νιώθει το συναίσθημα του απόβλητου και του εξόριστου που αποτυπώνεται στο ποίημα «Τι νέοι που φτάσαμε ως εδώ». Διαβάζουμε στους πρώτους στίχους:
«Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!»
«Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω» έχει πει ήδη ο Κ. Καβάφης που σίγουρα επηρέασε τον Καρυωτάκη. Όμως ο ποιητής δεν εγκαταλείπει τον αγώνα του απέναντι σε μια δύσκολη προσωπική, επαγγελματική (δυσμενείς μεταθέσεις με τελευταία την μοιραία πόλη την Πρέβεζα) και κοινωνική πραγματικότητα. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αναπτύσσει μια έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα ως γενικός γραμματέας της Ένωσης Υπαλλήλων Αθηνών που δεν ήταν όμως αρκετή να τον κρατήσει στη ζωή. Στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Πρέβεζας, όπου πέρασε αρκετές ώρες καπνίζοντας, προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Αποκαλυπτική είναι η αποχαιρετιστήρια επιστολή που βρέθηκε στην τσέπη του:
« Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους , έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες . Σ’ αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
Υ.Γ. Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψωτις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.»
Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι ο νεαρός ποιητής Κώστας Καρυωτάκης στο σύντομο έργο του(αφού τόσο σύντομη ήταν και η ζωή του) κατήγγειλε χωρίς δισταγμό και με παρρησία τις «δημόσιες αμαρτίες» της εποχής του. Ήταν ποιητής μείζων και ως τέτοιον πρέπει να τον θυμόμαστε, όπως έγραφε για τον Καρυωτάκη το 1964 στο «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες» και μας προτρέπει ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «… μη τον ξεχνάτε, και ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης».
Δέσποινα Παπαδοπούλου 30 Οκτώβρη 2022