Ο πρώτος Ήρωας, Ιωάννης Αρβανιτάκης

Ο πρώτος Ήρωας Ιωάννης Αρβανιτάκης
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΑΣ ΕΙΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΞΕΧΝΑΣ (Το Μούδρο θυμάται)
Ο πρώτος ήρωας.( Αληθινή ιστορία της Γερμανικής κατοχής από το βιβλίο μου « Να μη ξεχνάς είν´αμαρτία να ξεχνάς»
Το Μούδρο θυμάται.
Κατακαλόκαιρο και απομεσήμερο. Μόνο ο τσζίτζικας πάνω στην αμυγδαλιά ένιωθε ξεκούραστος.
«Που την βρίσκει τόση όρεξη από το πρωί δε σταμάτησε».
«Ξέρω που είναι, θες να σκαρφαλώσω να τον πιάσω; έκανε ο Αλέκος.
«Σα δε βαριέσαι απάντησε η Καλλιόπη και έσπρωξε την μικρότερη της αδερφή.
«Άντε Μαίρη κουνήσου.Ή θα πάμε τώρα που είναι νωρίς ή δεν θα πάμε καθόλου»
« Λωλαθήκτε μαθές, χορκά παιδιά να γυρίζτε μες στο καταμεσήμερο στον κάμπο; Πις τ´Αγιά-Μαρίνα είδαν προχθές να κάντεν δυο Γερμανοί… Που θα πάτε μαθές εχ´και φίδια τούτην τ´ώρα» είπε η μάνα τους το Ρηνιώ και τίναξε την μαυρομαντήλα πάνω απ’ το κεφάλι της να το δροσίσει. Κατάρα που μας βρήκε… Αλβανικός πόλεμος, γερμανική κατοχή… Η Ελλάδα ποτέ δε έχει βάλει με άλλη χώρα κι αυτοί ησυχία δεν την αφήνουν, θυμόταν ακόμα αυτά που τους έλεγε ο δάσκαλος. Πέρσες, Γότθοι, Βησιγότθοι, Ενετοί, Τούρκοι όλοι να την κατακτήσουν ήθελαν από παλιά και να τώρα οι αλβανοί και ξοπίσω τούτοι οι μοχθηροι Γερμαναράδες που τους έκατσαν στο σβέρκο, ποιος ξέρει για πόσο.
«Εμείς θα πάμε είπε η Καλλιόπη και έσπρωξε πάλι την Μαίρη. Μέσα σε ένα φλιτζανάκι του καφέ είχαν ρίξει δύο κουταλιές λάδι, θα περνούσαν να πάρουν και την ξαδέρφη τους την Καίτη. Το σπίτι της ήταν λίγο πιο κάτω. Τις είχε υποσχεθεί πως θα έριχνε κι εκείνη άλλες δύο κουταλιές λάδι. Την παίδεψε πολύ τη μάνα της να της το δώσει.Ήταν τόσο λιγοστό πια και που να το βρούνε; πώς να μαγειρέψουν χωρίς λάδι; Σα φάρμακο το κρατούσαν.
Όμως τα κορίτσια δεν τόχαν σε καλό μέρα που ξημέρωνε να μείνει σβηστό το καντηλάκι της. Άλλες χρονιές τούτη τη μέρα σύσσωμο το χωριό, του Παπαγιώργη πρωταγωνιστούντος, έπαιρναν νωρίς νωρίς το κορδελωτό μονοπάτι. Παραμάσκαλα τα πανέρια με τους άρτους, τα πρόσφορα , το άναμμα, το λιβάνι και τα καντηλέρια, για να ανεβούνε σιγά-σιγά την ανηφοριά της Χάρης της και να ψάλλουν τον πιο γλυκό και ταπεινό εσπερινό μέσα στην αυτοκρατορία μιας αχειροποίητης εικόνας. Μιάς εικόνας που μόνο ο θεός ξέρει να χειροτεχνείς. Το εκκλησάκι της Αγία-Μαρίνας ο ιχπνεύμονας της μαγείας. Από κει ψηλά βλέπεις να ποντίζεται το φως μέσα στον κόλπο και τον κάμπο.
Το μονοπάτι της φαντάζει ουρανόδρομος .
Το τοπίο γενικά από το μικρό λοφίσκο που είναι σφηνωμένο το έκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας σε μαγεύει. Όλο το χωριό και η εσχατιά του κάμπου και του κόλπου στα πόδια της. Ένας κόλπος που την ώρα που ξεκινούσαν στραφτάλιζε ασήμια και την ώρα που ο μπαμπάς έψελνε το Δι ευχών, ο ήλιος έκανε τα ασήμια χρυσάφια και τα χρυσάφια πορφύρες, λίγο πριν πέσει το μαβί.
Η γιορτή της Αγιά Μαρίνας στις 17 Ιουλίου ήταν πάντα μέρα γιορτής για το χωριό. Φέτος ήρθε η κατοχή και θαρρείς μάντρισε τα αηδόνια στις φωλιές τους. Ούτε ο γκιώνης δεν ήθελε να σιγοντάρει τον χορό των αστεριών.
«νωρίς νωρίς να γυρίστε» είπε το Ρηνιώ τις σταύρωσε και τις άφησε να φύγουν. Παιδιά είναι πως να τα μαντρώσεις ; μουρμούρισε.
Κουρασμένα τα κορίτσια καθόταν καλοκαιριάτικα κλειδαμπαρωμένα στο διπλανό από το δικό του σπίτι της θείας του της Ιφιγένειας, αδερφής της μάνας τους. Κατεβασμένοι οι μπερντέδες Στο αμυδρό φως της λάμπας πετρελαίου, η Καλλιόπη με τη Μαίρη και την ξαδέρφη τους μικρούλα Καίτη περιέγραφαν στις μαμάδες τους,πως μέσα στο ξωκλήσι κάθονταν δύο γερμανοί με τα τουφέκια ακουμπισμένα στον τοίχο. Ξαφνιάστηκαν σαν τους είδα και οι Γερμανοί το ίδιο, όμως δεν τις είπαν τίποτα. Τις άφησαν να ανάψουν τα καντήλια, έδειχναν παραξενεμένοι που τις είδαν να κόβουν φυτιλάκια από τις τριγύρω φυτιλιές, τις άφησαν να λιβανίσουν κιόλας. προσκύνησαν μάζεψαν το χτυποκάρδι τους, έκαναν το σταυρό τους και βιαστικά πήραν την κατηφοριά της επιστροφής. Έριξαν μια γρήγορη αποματιά στον κόλπο, τόση όση να μη γαντζώσει η ψυχή τους στην απογευματινή του μαγεία. Έσταζε λιωμένο μάλαμα ο ήλιος τούτη την ώρα …μα αυτές φοβόταν τους γερμανούς μη πιάσουν τα όπλα κι ακουστούνε τα μπαμπέσικα μπάμ μπουμ. Τα πόδια τους χτυπούσαν στο κεφάλι τους.
Η Καίτη στα γρήγορα γύρισε κι έρριξε μια ματιά στο χέρσο τους χωράφι. Άλλες φορές τούτη την εποχή φάνταζε καταπράσινο από τις ντοματιές τις μελιτζάνες τις πιπεριές… Ήταν μερακλής ο πατέρας της, φέτος το αφήσανε χέρσο.
Ας όψονται οι κατακτητές είπε.
Η Νάκενα τις παράτησε κι έσυρε στην κάμαρα να κανακέψει το μικρό Γιωργάκη, που είχε αρχίσει να μυξοκλαίει μέσα στην κούνια του κάτω από την κουνουπιέρα.
Είχατε δεν είχατε μου το ξυπνήσατε το μωρό είπε.
Στο διπλανό δωμάτιο η καλοκαιρινή βεγγέρα εξελίσσονταν ομαλά. Η οικογένεια του Λουκά Νάκα και αυτή του Γιώργου Διομήδη σε απαρτία. Μανάδες μπαμπάδες αδέρφια ξαδέρφια ξεπερνούσαν τη δεκάδα. Μόνο ο Αλέκος έλειπε. Είχε λέει βάρδια βραδινή στο νοσοκομείο.
Μια κλωτσιά ακούστηκε στην πόρτα.Οι καρδιές όρμησαν στις επάλξεις κι έτριξαν μαζί της Τρεις ήταν οι Γερμανοί που μπουκάρισαν μέσα.
Πρότειναν τα τουφέκια τους κι ο φόβος κρέμασε στην γκιλοτίνα δέκα κεφαλές.
Άρχισαν να ψάχνουν το σπίτι όλο, τις αυλές, το άδειο πια κοτέτσι και να τσαλαπατούν το μόνο δροσερό φυτό που υπήρχε στον κήπο, ένα παρτέρι δυόσμο λαχταριστό .
Ξαναμπήκαν στο σπίτι αγριεμένοι, κουβαλώντας στην ατμόσφαιρα τη μυρωδιά του δυόσμου. Το μάτι του ενός έπεσε πάνω στης Νάκενας την κουνουπιέρα. Ρώτησε που την βρήκαν, μα κανένας δεν κατάλαβε τι εννοούσε.
Τότε ο ένας από τους τρεις σε άπταιστα Ελληνικά είπε;
« Αυτή είναι εγγλέζικη»
Είχε προσπαθήσει να κρύψει πως γνώριζε τα Ελληνικά, μήπως κι ακούσει κάτι που θα ξεσκέπαζε την κρυψώνα του κουμπάρου τους, γιατί αυτόν έψαχναν .
Είδε και παραείδε που δεν καταλαβαινόντουσαν και ξεσκέπασε την πονηριά του .
« Εγώ την έραψα » έκαμε η Ιφιγένεια κι έδειξε την εις ετοιμότητα χειροκίνητη ραπτομηχανή Singer
« Που τον έχετε;» είπε αυστηρά με την κάνη σε θέση οριζόντια με το πάτωμα
« Ποιόν ; έκαμε ο Λουκάς»
« Τον κουμπάρο σας. Ξέρουμε πως τον κρύβετε, φανερώστε τον, αλλιώς θα τιμωρηθείτε όλοι» ξέρασε με μίσος ο Γερμανός.
Έριχνε άδεια να πιάσει γεμάτα. Την τύφλα του ήξερε. Μέρες είχαν να το δουν το παλικάρι.
Είχε τόσα τρεχάματα…λιμενάρχης ήταν κι όλο τούτο το γερμανολεφούσι είχε πέσει να τον φάει, γιατί λέει βοηθούσε τους άνδρες που αντιστέκονταν και τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί
Τους βοηθούσε να διαφύγουν με βάρκες στην Τουρκία κι από κει στη Μέση Ανατολή,να βοηθήσουν τους Άγγλους συμμάχους μας κι οργανωμένοι να διεκδικήσουν τη λευτεριά μας
«Που έχετε κρυμμένο τον Αρβανιτάκη;» ούρλιαξε ξανά με σφιγμένα δόντια ο Γερμανός …κι όλοι τους απάντησαν με την απορία του φόβου που είχε ζωγραφίσει τις μορφές τους.
Πέρασε τουλάχιστον ενα μισάωρο βίαιης ανάκρισης, μα στ´αλήθεια κανείς τους δε γνώριζε που ήταν ο κουμπάρος. Τους είχε βαφτίσει τον Γιωργάκη.
Τράβηξαν και ξέσκισαν την κουνουπιέρα, κλώτσησαν την πόρτα και την αντοχή τους….βγήκαν.
Πίσω τους ένα σπίτι ανάστατο με ξεσηκωμένες φοβισμένες ψυχές κι ένα « χωρκό» έκλαιγε φοβισμένο. Στο πάτωμα κουρελιασμένη η προ ολίγου αμφισβητηθείσης προέλευσης κουνουπιέρα.
Την επόμενη νύχτα 17 Ιουλίου του ´41 μέρα την Αγίας Μαρίνας,οι φωνές του τριανταεφτάρχονου Ιωάννη Αρβανιτάκη, έσκιζαν τον αέρα του χωριού μέσα από τα μπουντρούμια της Γκεστάμπο και σκορπούσαν σπαραγμό και οδύνη στην ψυχή του. ´Ηταν ο λιμενάρχης τους.
Το παλικάρι που πρώτο είχε αντισταθεί στους κατακτητές.
Είχε οργανώσει ομάδες γύρω του και φρόντιζε να φυγαδεύσει με πλοιάρια μέσω Τουρκίας στη Μέση Ανατολή τους πρώτους αντισταθέντες στη Γερμανική κατοχή .
Κάποιος ομολόγησε πως ο Αρβανιτάκης τους φυγάδευε και σύσσωμη η Γερμανική Αστυνομία έψαχνε την κρυψώνα του.
Τον εντόπισαν στη Σκανδάλη, έτοιμο να επιβιβαστεί σε ένα υποβρύχιο και τον συνέλαβαν.
Καθ´οδόν προς το Μούδρο τον χτυπούσαν ανελέητα.
Όλη τη νύχτα τον χτυπούσαν στα σκοτεινά μπουντρούμια της Γκεστάμπο
Το πρωί η μικρή Ξενούλα ξεμύτισε από το πλαϊνό τους μπαλκονάκι και τον αντίκρυσε καταματωμένο μπρος στο ανοιχτό παραθύρι της φυλακής του.Της έκανε απεγνωσμένα νοήματα. Πασιφανέστατα κάτι της ζητούσε…μα η μικρή Ξενούλα φοβήθηκε τις άγριες γκεσταμπίτικες φωνές, έκλεισε την μπαλκονόπορτα και σφαλίστηκε πίσω από το έγκλημα Σε λίγο ξεμύτισε σα φοβισμένη αχτίδα πίσω από μαύρο σύννεφο κι έτρεξε να δώσει μαντάτο στην κυρα Ιφιγένεια την κουμπάρα του. Εκείνη φόρεσε τα τσόκαρα κι έτρεξε. Ξωπίσω το Ρηνιώ.Στηθήκανε έντρομες μπρος της φυλακής το παραθύρι,έσφιξαν τις καρδιές τους …είδαν.Ένα βάρβαρο χέρι έσπρωξε και μια πιο βάρβαρη χοντροαρβύλα κλώτσησε.Το παραθύρι έκλεισε ερμητικά τη μυρωδιά του πηγμένου αίματος που έβαφε την ιστορία.
Τρεις μέρες τον βασάνιζαν και την τρίτη δεμένος σε ένα δοκάρι, πιο σκληρό κι από τον γολγοθά , τον στραγγάλισαν με ενα δερμάτινο μεσοζώναρο.
Κάλεσαν τον Σταύρο Δημητριάδη τον γιατρό του χωριού να βεβαιώσει τον θάνατο του πριν τον φορτώσουν στο κάρο που θα τον μετέφερε στον αιώνιο τάφο του…
Η προτομή μου βρίσκεται στον αναπλασμένο χώρο του λιμανιού του Μούδρου.