Λήμνος

Τ ΆΙ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ Τ' ΚΑΚΑΝΟΥ – Απο το βιβλιο της Βαρβ. Βλαχοπουλου: ΜΕ ΒΟΡΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΔΕΣ

Τ ΆΙ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ  Τ' ΚΑΚΑΝΟΥ - Απο το βιβλιο της Βαρβ. Βλαχοπουλου: ΜΕ ΒΟΡΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΔΕΣ

Τ Άι-Γιαννιού τ’. κακανού
(Απο το βιβλίο μου “Με βοριάδες και νοτιάδες”)

Οι “κακανοί” κι ο “κλήδονας” ήταν έθιμα,που τηρούνταν σε όλη την Αιγαιοπελαγίτικη νησιωτική Ελλάδα.Το έθιμο των κακανών τηρείται ακόμα και σήμερα σε πολλά νησιά απο ότι ξέρω ,ο κλήδονας ομως μόνο σαν αναπαράσταση του παλαιού εθίμου στα πλαίσια πολιτιστικών εκδηλώσεων των συλλόγων
Θα προσπαθήσω να τον περιγράψω όπως εγω τον βίωσα αφού πρώτα αναφερθώ πρώτα στους κακανούς η κακανούρες
Το έθιμο αυτο λοιπόν λάβαινε χώρα την παραμονή του Άι Γιαννιού,23 Ιούνη.Βαστούσαν ακόμα οι εξετάσεις του δευτέρου εξαμήνου ,μα το σούρουπο τούτης της μέρας καμιά άλγεβρα και καμιά τριγωνομετρία δεν μπορούσε να μας κρατήσει στην καρέκλα του διαβάσματος,που κυριολεκτικά έβγαζε σπίθες τούτη την εποχή.Αφήναμε λοιπόν την καρέκλα μας να πάρει τον αέρα της κι όλα τα παιδιά της γειτονιάς τρέχαμε αλαφιασμένα απο γειτονιά σε γειτονιά,απο χάλασμα σε χάλασμα,να μαζέψουμε ξυλόχορτα και να τα στήσουμε σε “κωβνούς” καταμεσής στο στενό μας σε απόσταση 2-3 μέτρων ο ένας “κωβνός” απο τον άλλον.Οτι προσαναμματα,κατσνόποδα και αστιβιές είχαν περισσέψει απ’τα χειμωνιάτικα ανάμματα του μικρού μας φούρνου,η νόνα μας τα έδινε και οι “κωβνοί” μεγάλωναν.Τους ανάβαμε και ο κάθε κωβνός γινόταν κακανός.Κάθε γειτονιά έστηνε τους δικούς της κακανούς και η νύχτα τούτη τ.Αι-Γιαννιού γινόταν νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.Εξιφτε όλη η Μύρινα,λαμπάδιαζαν τα μικρά μας δρομάκια κι αλαφιασμένα όλα τα παιδιά στη σειρά,μόλις οι πύρινες γλώςςες καταλάγιασαν ,σηκώναμε τα φρουφρουδιαστά μισοφόρια και τρεχάλα ο ένας καταπόδι του άλλου πηδούσαμε φωνάζοντας”Να καούν οι ψύλλ´ κι οι κοριοί “Μέσα στις φωτιές καίγαμε και το μαγιάτικο στεφάνι,που μαραμένο πια στόλιζε ακόμα τις οξώπορτες.
Πολλές φορές αντί για τους ψύλλους τσουρουφλίζαμε τις τρίχες των ποδιών μας,μέχρι και τις γάμπες μας τσουρουφλίζαμε και καμιά δαντέλα απ’τα μισοφόρια μας.Στο τέλος πριν τους καλοσβήσουμε με ένα κουβά νερό η μαμά με τη νόνα έκαναν και κείνες ένα μικρό πηδηματάκι να τις αξιώσει ο θεός να το ξαναζήσουν και του χρόνου
Και νάμαστε στον κλήδονα….Αποσπερίς του Άι- Γιαννιού αποφασίζαμε σε πιά αυλή
θα τον στήσουμε.Διαλέγαμε την πιο δροσερή…την πιο στολισμένη.Οι γλάστρες και οι τενεκέδες με τους βασιλικούς τους καντιφέδες και τα γαρούφαλα που στύλιζαν κανέλα…ήταν φουντωμένεςτούτη την εποχή ,οι αυλές φρέσκοασπρισμένες πεντακάθαρες για να δροσίσουν το καλοκαίρι που μόλις άρχιζε.Σε μια τέτοια αυλή στήναμε τον κλήδονα
Δυο κοπελιές της γειτονιάς κουβάλαγαν απο τη βρύση τη στάμνα με το αμίλητο νερό,το έριχναν σε ένα πήλινο κουρούπι απο αυτά που συντηρούσαμε τα ρετσέλια και το μούστο.Το νερό λεγόταν αμίλητο γιατί οι κοπελιές που το κουβαλούσαν έπρεπε να μη μιλήσουν σε κανέναν κατα τη διαδρομή.Κάθε κοπέλα της γειτονιάς πέρναγε απο την αυλή και έριχνε στο νερό του κλήδονα ενα προσωπικό αντικείμενο(δαχτυλίδι,καρφίτσα πέτου δαχτυλήθρά,κλειδί κλπ)
Στο τέλος σκέπαζαν το στόμιο του κουρουπιού με κόκκινο πανί και το έδεναν με ένα κλαρί λιγαριάς Πολλες φορές το ανθοστόλιζαν.Αφηναν τον κλήδονα όλη νύχτα στ’αστρα και το φεγγάρι να γράψει τη μοίρα τους.Την επαύριο μέρα της Χάρης Του ,οι κοπέλες συγκεντρώνονταν να τον ανοίξουν ,να δουν τι τους έφερναν οι μοίρες…. κι ο κλήδονας άνοιγε με το εξής τραγούδι

Ανοίξατε τον κλήδονα
στου Άι Γιαννιού τη χάρη
κι ός ειναι καλορίζικος
ας έρθει να το πάρει..

Στη συνέχεια οι παλαιότερες που γνώριζαν πολλα τέτοια τετράστιχα έλεγαν με τη σειρά μια μια ένα ,ενώ ένα κοριτσάκι με δεμένα μάτια έβαζε το χέρι του στο κουρούπι κι έπιανε ένα αντικείμενο Έτσι το τραγουδάκι που είχε ειπωθεί ηταν για την κοπέλα στην οποία ανήκε το αντικείμενο
αυτο γινόταν ως να εξαντληθούνε τα αντικείμενα και η κάθε κοπελιά να ακούσει το ποιηματάκι …που το συνδύαζε με τα ερωτικά της σκιρτήματα…

Πέρνα ψηλέμ´ πέρνα γλυκιέμ
πέρνα δικό μου ταίρι
πέρνα της γειτονιάς καρφί
και του εχθρού μαχαίρι

Στον ουρανό σαν ανεβείς
στα νέφη κι αν κοιμάσαι
πάλι στα χέρια μου θα ρθεις
πάλι δικός μου θα σαι

Αγάπησα να ζω ζωή
μα γω ζωή δεν έχω
σα κλήμα με κλαδεύουμε
μα κλάδεμα δεν έχω.

Η αγάπη στην αρχή
είναι γλυκιά σαν μέλι
μα σα ριζώσει στην καρδιά
ριζώνει και δε βγαίνει

Ο έρωτάς σου μ’εκανε
κι αν στρώσω δεν κοιμούμαι
και σταυρό σα χριστιανή
να κάμω δε θυμούμαι.

Νάταν η θάλασσα γυαλί
και το γυαλί καθρέφτης
να σε έβλεπα αγάπη μου
σε τι κρεβάτι πέφτεις

Νά ταν η θάλασσα γυαλί
να την επερπατούσα
μια ώρα να στεκόμουνα
χίλιοι κι ας με κρατούσαν

Όταν σε καλοθυμηθω
επάνω στο φαΐ μου
η όρεξή μου χάνεται
και κόβετε η ζωή μου

Αυτά είναι μερικά απο τα τετράστιχα που έλεγαν στον κλήδονα
Και τ´χρόν….

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΛΕΙΔΩΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ

 

 

 

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button