Το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο
Το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο
(επιμέλεια-διασκευή Θ. Δημητριάδη)
Η δασκάλα του σχολείου ήταν νέα, είχε μόλις ένα χρόνο που είχε πάρει μετάθεση. Σιγά-σιγά άρχισε να γνωρίζει όλους τους μαθητές της κι αυτοί να την αγαπούν και να την εκτιμούν.
Είχε παρατηρήσει, πάντως, ότι ένα αγοράκι από τους μαθητές της, ο Γιωργάκης, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, ότι τα ρούχα του ήταν ακατάστατα και ότι συχνά ήταν άπλυτο και χρειαζόταν μπάνιο.
Πολλές φορές όταν διόρθωνε τις εκθέσεις και τα γραπτά του διαγωνίσματα, αναγκαζόταν να τον βαθμολογήσει κάτω από τη βάση. Όλα έδειχναν ότι πρόκειται για ένα ακατάστατο, δύστροπο και προβληματικό παιδί. Πραγματικά, δεν έδειχνε πολύ ενδιαφέρον για τα μαθήματα, δεν είχε πολλούς φίλους και μερικές φορές κοιμόταν κατά τη διάρκεια του μαθήματος.
Μίλησε με τις δασκάλες που είχε ο Γιωργάκης τις περασμένες σχολικές χρονιές. Κι αυτές τής είπαν τα αντίθετα πράγματα, δηλαδή ότι ήταν ένα
πολύ έξυπνο και ευγενικό παιδί, ότι έκαμνε τακτικά τα μαθήματα του, ότι ήταν πολύ κοινωνικός, χαμογελαστός και αξιαγάπητος.
Ποια ήταν λοιπόν η αιτία της αλλαγής του μικρού μαθητή της;
Την προηγούμενη χρονιά η χήρα μητέρα του, που έπασχε από καρκίνο σε τελικό στάδιο, είχε πεθάνει. Ο Γιωργάκης είχε μείνει χωρίς τη φροντίδα και την αγάπη που χρειαζόταν σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και, όπως ήταν συνήθειο στο σχολείο, πριν από τις διακοπές για τις γιορτές, όλοι οι μαθητές έφεραν στη δασκάλα τους από ένα χριστουγεννιάτικο δώρο. Όλα τα δώρα ήταν περιτυλιγμένα με όμορφες κορδέλες, γιρλάντες και πολύχρωμο φωτεινό χαρτί. Εκτός από ένα, του Γιωργάκη.
Το δώρο το δικό του ήταν αδέξια και πρόχειρα τυλιγμένο με χοντρό σκούρο καφέ χαρτί από μια χαρτοσακούλα μανάβικου. Κι όταν το άνοιξε μπροστά σε όλα τα παιδιά, τα παιδιά άρχισαν να γελούν και να κοροϊδεύουν.
Τι είχε μέσα;
Το δωράκι του Γιωργάκη ήταν ένα μεταχειρισμένο βραχιόλι με ψεύτικες χάντρες κι ένα μπουκαλάκι μισοάδειο, μέσα είχε ένα άρωμα.
Τα γέλια των παιδιών σταμάτησαν, όταν η δασκάλα μπροστά σε όλους φόρεσε αμέσως το βραχιόλι, το έδειξε με μεγάλη έκπληξη, θαυμασμό και ικανοποίηση, και είπε ότι της άρεσε πάρα πολύ.
Κατόπιν, άνοιξε το μπουκαλάκι, έβαλε λίγο από το άρωμα στον καρπό του χεριού της και μπροστά σε όλους αναφώνησε ότι πρώτη φορά μύρισε τέτοιο θαυμάσιο άρωμα.
Όταν τελείωσαν τα μαθήματα εκείνη τη μέρα και τα παιδιά έφυγαν για τα σπίτια τους, παρατήρησε ότι ο Γιωργάκης δεν είχε φύγει, και ότι καθόταν στο θρανίο στην τελευταία σειρά. Κι όταν τον πλησίασε, αυτός της είπε,
«Κυρία, σήμερα μυρίζετε ακριβώς όπως μύριζε η μαμά μου…»
Η δασκάλα τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Του είπε ότι της είχε κάνει το καλύτερο δώρο της ζωής της. Κι όταν ο Γιωργάκης έφυγε για το σπίτι,
έμεινε μόνη της εκεί στην τάξη και έκλαψε για πολλή ώρα.
Κι όταν μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές ξανάρχισαν τα μαθήματα στο σχολείο, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στον Γιωργάκη. Τον ενθάρρυνε
και του έδειχνε όλη της την αγάπη. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, ο Γιωργάκης είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά στην τάξη με τις καλύτερες επιδόσεις και βαθμούς.
Την επόμενη χρονιά ο Γιωργάκης συνέχισε στο Γυμνάσιο σε ένα άλλο μέρος της πόλης. Και μια μέρα η δασκάλα βρήκε ένα σημείωμα από τον Γιωργάκη κάτω από την πόρτα του σπιτιού της, όπου της έλεγε ότι ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή του.
Μετά από 6 χρόνια, βρήκε άλλο ένα σημείωμα από τον Γιωργάκη, που έγραφε ότι είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και το Λύκειο, τρίτος στην τάξη του,
ότι είχε πάρει υποτροφία, και ότι εξακολουθούσε να είναι η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Πέντε χρόνια αργότερα πήρε ακόμη ένα γράμμα, στο οποίο της έλεγε ότι μεσολάβησαν δύσκολα χρόνια για αυτόν, ότι πολλές φορές είχε αποφασίσει να διακόψει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, αλλά ότι θυμόταν πάντοτε
τα ενθαρρυντικά της λόγια, ότι αυτά τον κράτησαν, ότι τώρα θα έπαιρνε το πτυχίο του στην ιατρική, και την προσκαλούσε στην τελετή ορκωμοσίας γιατί ήταν ακόμη η καλύτερη και πιο αγαπημένη δασκάλα που είχε ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή του.
Πέρασαν μερικά ακόμα χρόνια, και η δασκάλα πήρε ακόμα ένα γράμμα-πρόσκληση από τον παλιό μαθητή της. Αυτή τη φορά δίπλα στο όνομα του Γιωργάκη έγραφε, «Διδάκτωρ επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ογκολογίας του Πανεπιστημίου».
Ο Γιώργος θα παντρευόταν και αναρωτιόταν αν η δασκάλα του θα δεχόταν να έλθει στο γάμο του και να καθίσει στην πρώτη σειρά των προσκεκλημένων, εκεί όπου είναι η θέση της μητέρας του γαμπρού.
Η δασκάλα πράγματι πήγε στο γάμο του παλιού μαθητή της, που ήταν τώρα καθηγητής διδάκτορας στο πανεπιστήμιο. Κάθισε μπροστά στην τιμητική θέση. Φορούσε επιδεικτικά το βραχιόλι, εκείνο με τις ψεύτικες χάντρες, και το άρωμα που ο Γιωργάκης θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του.
Αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον, και ο Γιώργος ψιθύρισε στο αυτί της.
«Κυρία, σας ευχαριστώ που πιστέψατε σ’ εμένα. Σας ευχαριστώ τόσο πολύ που με κάνατε να νιώσω σημαντικός και μου δείξατε ότι θα μπορούσα να πετύχω».
Η δασκάλα με δάκρυα στα μάτια του ψιθύρισε με τη σειρά της.
«Γιώργο, κάνεις λάθος. Εσύ ήσουν εκείνος που με δίδαξε πώς να διδάσκω. Σου εύχομαι να είσαι πάντοτε ευτυχισμένος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το καλύτερο δώρο που μού έκανες εκείνα τα Χριστούγεννα».οο