Τρία ροδάκινα, μια φέτα καρπούζι…
Τρία ροδάκινα, μια φέτα καρπούζι
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στο μποστάνι του παππού, να ακούω το κρακ-κρακ που έκαναν τα καρπουζιά καθώς μεγάλωναν και να διαλέγω ένα μεγάλο στενόμακρο «αμερικανικό» καρπούζι 30 κιλών, να το σπάζω στη μέση και να τρώω την κατακόκκινη καρδιά του σκέτο μέλι.
Παρόμοια και με τα ροδάκινα Red Heaven, που ήταν τα πιο μυρωδάτα και πιο νόστιμα – εκείνα που έφτιαχναν σπιτικές κομπόστες και βάζα για τον χειμώνα.
Ανέβαινα στα ψηλά κλαδιά και διάλεγα τα πιο μεγάλα, τα ψημένα από τον ήλιο, τα πιο ώριμα και μελωμένα, τους γιαρμάδες με την θεϊκή γεύση.
Ήταν η εποχή της αφθονίας, που αγοράζαμε με τα τελάρα.
Κι όταν έβλεπα τους ξένους τουρίστες στα μαγαζιά ή την λαϊκή να αγοράζουν μόνο δύο ροδάκινα και μια ψιλή φέτα καρπούζι, τους λυπόμουνα και σκεφτόμουν ότι οι καημένοι, δεν ξέρουν να τρώνε ή θα πρέπει να είναι πολύ φτωχοί.
Πού να φανταστώ ότι μετά από χρόνια σήμερα, με την κρίση και την ακρίβεια, θα έκανα κι εγώ ακριβώς το ίδιο όπως κι εκείνοι!
Προχτές που πήγα στη λαϊκή αγορά είχα γραμμένα σε ένα χαρτί τα ψώνια που θα έκανα: Μισό κιλό ντομάτες, δύο αγγουράκια, ένα τέταρτο ελιές ξιδάτες, 3 ροδάκινα και μισό καρπούζι.
Και θυμήθηκα τα σοφά λόγια της αρχαίας ελληνικής παροιμίας:
“Μηδενί δίκην δικάσεις μηδέ ονειδίσεις, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον”.