“Βάγια, Βάγια το βαγιό, τρώνε ψάρι και κολιό, κι ως την άλλη Κυριακή τρώνε το ψητό τ’ αρνί”
Του Θ. Δημητριάδη
“Βάγια, Βάγια το βαγιό, τρώνε ψάρι και κολιό, κι ως την άλλη Κυριακή τρώνε το ψητό τ’ αρνί”
Μεγάλη γιορτή σήμερα, Κυριακή των βαϊων, Δεσποτική όπως λένε. Αρχίζει ουσιαστικά η Μεγάλη Εβδομάδα. Γιορτάζουμε την θριαμβική είσοδο του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα όπου, κατά τους συγγραφείς των ιερών Ευαγγελίων, οι Ιουδαίοι Τον υποδέχθηκαν κρατώντας βάϊα ή βάγια ,δηλαδή κλαδιά από φοίνικες, απλώνοντας στο έδαφος τα φορέματά τους για να περάσει από πάνω τους, ζητωκραύγαζαν «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου!».
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας τα βάγια μπορεί να αντικαθίστανται από κλαδιά δάφνης, μυρτιάς ή ιτιάς. Τα φέρνουν στην εκκλησία τα νιόπαντρα ζευγάρια κι όποιος τα «φέρει πρώτος θα πρωτογεννήσει αγόρι».
Παλιά στα χωριά κρεμούσαν τα βάγια στα καρποκλάδια, δηλαδή στα καρποφόρα δέντρα και δεν τα πλησίαζε το σκουλήκι.
Επίσης ένα χτυπούσαν τα ζώα με βάία, αυτά θα γεννούσαν πολλά περισσότερα από ότι συνήθως.
Στις νιόπαντρες της χρονιάς που φτιάχνουν τα «βάγια» μεταδιδόταν η γονιμοποιός δύναμη που αυτά περικλείουν στο φύλλωμα τους γιατί είναι αειθαλή φυτά. Η μετάδοση γινόταν και με χτυπήματα που είναι γνωστά σαν τα «βαγιοχτυπήματα». Πίστευαν ακόμα πως αν ήταν έγκυος η γυναίκα και τη «χτυπούσαν» με τα βάγια θα γεννούσε ευκολότερα.
Τα βάγια κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ’ αυτά “κάπνιζαν” οι γυναίκες τα παιδιά για το “κακό το μάτι”. Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια.
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους: “Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω.”
Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τα έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά εκείνη θα γινόταν “συντέκνησσα”.
Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.
Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την “αργινάρα”, μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα, που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.