Ξενάγηση στη Θεσσαλονίκη (σε συνέχειες) – Η ροτόντα
Ξενάγηση στη Θεσσαλονίκη – Η ροτόντα
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Βρίσκεται στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, κοντά στην αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα). Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ρωμαϊκά μνημεία στην Ελλάδα.
Από το 1988 ανήκει στα μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Στις 18 Δεκεμβρίου 2015 η Ροτόντα μετά από τις εργασίες αποκατάστασης άνοιξε τις πύλες της στο κοινό και ξαναβρήκε τη θέση της στην πολιτιστική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης.
Αποτελεί τμήμα του ανακτορικού συγκροτήματος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γαλέριου και κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Τετραρχίας.
Τι ακριβώς είναι: Μαυσωλείο, χώρος λατρευτικών μυστηρίων, ναός, μητρόπολη, τζαμί, μουσείο. Όπως κι αν περιγραφεί η Ροτόντα δεν παύει να είναι άρρηκτα δεμένη και συνυφασμένη με την εικόνα και την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Τηλ. 2310204868.
Ως κατασκευή είναι μοναδική στον Ελλαδικό χώρο διότι η κυκλική μορφή της παραπέμπει και ακολουθεί ακριβώς την τεχνοτροπία του Πάνθεου στη Ρώμη. Έχει ύψος ως τον θόλο της 29,80μ., εσωτερική διάμετρο 24,50μ. και το πάχος του τοίχου της είναι 6,30μ. Το συνολικό της βάρος ξεπερνά τους 20.000 τόνους!
Για το χτίσιμό της χρησιμοποιήθηκαν λίθοι, κεραμικό κονίαμα, ενώ κατά διαστήματα παρατηρούμε πλατιές ζώνες πλίνθων. Η στέγη της κλιμακώνεται σε τρεις βαθμίδες, η δε κορυφή του θόλου είναι κωνική.
Στο εσωτερικό έχει οκτώ τοξωτά παράθυρα τα οποία μαζί με τα ισάριθμα ημικυκλικά ανοίγματα στη βάση του τρούλου, αποτελούν το κύριο μέσο φωτισμού της.
Αρχικά στην κορυφή του θόλου υπήρχε οπή εξαερισμού και αντίστοιχα στο κέντρο του δαπέδου βαθύ φρεάτιο αποχέτευσης.
Η Ρωμαϊκή της καταγωγή εξυπακούεται αφού είναι πλέον βέβαιο, χάρη στην αρχαιολογική σκαπάνη ότι αποτελούσε μέρος του Ανακτορικού συγκροτήματος του Γαλερίου το οποίο απλώνεται στη νότια πλευρά της Ροτόντας στην οδό Δημητρίου Γούναρη προς τη θάλασσα.
Η Ροτόντα χτίστηκε σε ένα υψωμένο περίβολο, με εξέδρα στην ανατολική και στη δυτική της πλευρά. Συνδεόταν με την αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) μέσω μιας πομπικής οδού με κιονοστοιχίες εκατέρωθεν, που κατέληγε στο κυρίως Ανακτορικό συγκρότημα.
Η πραγματική χρήση του χώρου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν είναι απολύτως σίγουρη. Στηριζόμενοι τόσο στις οικοδομικές συνήθειες των Ρωμαίων αρχόντων, αλλά και στην ομοιότητά του με το Πάνθεον της Ρώμης, ενδέχεται σε μεγάλο βαθμό να αποτελούσε λατρευτικό χώρο αφιερωμένο στην λατρεία των Καβείρων ή του Δία, ο οποίος ήταν ο προστάτης του Γαλέριου.
Η πομπική οδός που συνέδεε τη Ροτόντα με το κυρίως ανάκτορο ενισχύει την σημαντικότητα του κτίσματος και την άποψη ότι στο χώρο τελούνταν οι επίσημες λατρευτικές τελετές του παλατιού.
Είναι πιθανό το κτίριο να προοριζόταν για Μαυσωλείο του αυτοκράτορα Γαλερίου, το οποίο τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, αφού ο Γαλέριος πέθανε και τάφηκε μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, από τη βασιλεία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου και έπειτα η Ροτόντα χρησιμοποιείται ως χριστιανικός ναός. Είναι η εποχή όπου έγιναν οι μεγαλύτερες παρεμβάσεις στο οικοδόμημα.
Στην ανατολική πλευρά γκρεμίστηκε ο κυλινδρικός τοίχος, ώστε να χτιστεί ορθογώνιος χώρος που θα φιλοξενούσε το ιερό βήμα του ναού.
Η συγκεκριμένη προσθήκη επηρέασε την στατικότητα του κτιρίου αφού δεν έγινε κατόπιν μελέτης, με αποτέλεσμα τμήμα του ανατολικού θόλου να καταρρεύσει – πιθανά κατά τη διάρκεια σεισμού – καταστρέφοντας και την ψηφιδωτή του διακόσμηση.
Το ιερό βήμα ξαναχτίστηκε χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά εξωτερικά αντερίσματα για την στήριξή του.
Ακόμη μια επέμβαση της χριστιανικής περιόδου είναι η δημιουργία εξωτερικού κυκλικού τοιχίου σκεπαστού, σε απόσταση οκτώ μέτρων από το κυρίως κυλινδρικό κτήριο της Ροτόντας, ενώ διανοίχτηκε είσοδος με νάρθηκα, στην δυτική πλευρά του κτιρίου όπως συνηθίζεται στους χριστιανικούς ναούς. Χτίστηκαν ακόμη δυο παρεκκλήσια στον περίβολο, ένα κυκλικό ανατολικά και ένα οκταγωνικό δυτικά.
Θαυμάσια ψηφιδωτά κάλυψαν τον θόλο της Ροτόντας με θέμα τα Θεία Επιφάνεια. Σε κατώτερες ζώνες διακρίνονται ενδύματα και μορφές των Δώδεκα Αποστόλων και στην τρίτη ζώνη απεικονίζονται οι πρωτομάρτυρες και άγιοι σε στάση δέησης. Τα ψηφιδωτά της Ροτόντας ακόμη και σήμερα είναι εξαιρετικής ομορφιάς και τεχνικής, αριστουργήματα τόσο ως προς τα χρώματα αλλά για την ζωντάνια της απόδοσής τους.
Γραπτά στοιχεία που να αναφέρουν σε ποιον Άγιο ήταν αφιερωμένη η Ροτόντα ως χριστιανικός ναός, δεν υπάρχουν. Αναφορές σε βυζαντινά κείμενα μιλούν για την αφιέρωση του ναού στους Ασώματους ή Αρχαγγέλους, ονομασία την οποία έφερε και η γειτονική συνοικία της Ροτόντας προς το Ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης. Την ονομασία Άγιος Γεώργιος την πήρε μεταγενέστερα από το παρεκκλήσι που είναι χτισμένο απέναντι από τη δυτική πύλη του περιβόλου της, μετόχι του Αγίου Όρους.
Η Ροτόντα έγινε η Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης από το 1523 ως το 1590 μ.Χ. όταν η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί.
Κατά την Οθωμανική περίοδο αλλά και σε τούρκικες γραπτές πηγές είναι γνωστή, ως η Παλιά Μητρόπολη (Εσκί Μετροπόλ).
Το 1590 όταν η Θεσσαλονίκη βρίσκεται ήδη υπό Οθωμανική κατοχή, μετατράπηκε σε τζαμί με την ονομασία Χορτατζή Σουλειμάν Εφέντη Τζαμί. Όπως προδίδει και η ονομασία την ευθύνη για την μετατροπή της σε τζαμί και την ανέγερση του μιναρέ όπως και του σιντριβανιού, που βρίσκεται στα δυτικά του κτηρίου, την έχει ο σεΐχης των δερβίσηδων Χορτατζή Σουλειμάν Εφέντης. Ο τάφος του βρίσκεται στον ταφικό περίβολο έξω από το ιερό βήμα της Ροτόντας.
Ο μιναρές της Ροτόντας είναι ο μόνος που διασώθηκε κατά τη γενική κατεδάφιση των μιναρέδων στη Θεσσαλονίκη την δεκαετία του 1920. Οι ζημιές που έχει υποστεί οφείλονται στους σεισμούς που έγιναν κατά καιρούς στη Θεσσαλονίκη.
Όταν η Ροτόντα μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος όλες οι εικόνες και τα κειμήλια από τη Ροτόντα μεταφέρθηκαν στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται ακόμη επί της οδού Αποστόλου Παύλου. Έτσι συνδέθηκε η ονομασία της με αυτό το παρεκκλήσι. Σύντομα ξεχάστηκε αυτή των Ασωμάτων και παρέμεινε ως τις μέρες μας γνωστή ως Άγιος Γεώργιος.
Την ονομασία Ροτόντα ωστόσο την πήρε σχετικά πρόσφατα κατά τον 18ο αι. από Ευρωπαίους περιηγητές χάρη στην κυκλικής της μορφή και παρέμεινε να χρησιμοποιείται παράλληλα με αυτή του Αγίου Γεωργίου.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία, ωστόσο μετά το 1920 χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει συλλογές χριστιανικών γλυπτών. Τα σχέδια να λειτουργήσει ως Μακεδονικό Μουσείο δεν ευοδώθηκαν. Στη διάρκεια των ετών υπήρξαν αψιμαχίες αν το κτήριο της Ροτόντας είναι θρησκευτικό η πολιτιστικό μνημείο μέχρι την απόφαση του ΣτΕ το 1999, που αποδίδει οριστικά τη Ροτόντα στα πολιτιστικά μνημεία της Θεσσαλονίκης.