Λήμνος

Αρνάκι κοκκινιστό με φλομάρια στο φούρνο

Αρνάκι κοκκινιστό με φλομάρια στο φούρνο

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

Την δεκαετία του ’80, τότε που η στρατιωτική μονάδα 3η ΜΟΜΑ έφτιαξε πολλούς δρόμους στη Λήμνο, ο φίλος και δάσκαλος μου στο ψάρεμα Γιάννης Σταντζούρης από τη Θεσσαλονίκη δούλευε στο φίνισερ, δηλαδή στο μηχάνημα που ρίχνει την άσφαλτο.

Εκτός από εξαιρετικός στη δουλειά του ο Γιάννης ήταν και μεγάλος ψαράς. Μετά που σχολούσε το απόγευμα πήγαινε σπίτι, έκανε ένα μπάνιο, καμιά ώρα ξεκούραση, και κατόπιν στο ψάρεμα.

Παραδοσιακός πεταχτάρης απ’ το γιαλό, ψάρευε συνήθως μουρμούρες από το σούρουπο όλη τη νύχτα, και πήγαινε κατευθείαν στη δουλειά την άλλη μέρα το πρωί.

Το ψάρεμα τον ξεκούραζε ψυχικά και σωματικά. Όλη μέρα στον καύσωνα και τις αναθυμιάσεις απ’ την καυτή πίσα, τη νύχτα αντίθετα δροσιά, οξυγόνο και ιώδιο το δροσερό αεράκι. Μια-δυο ώρες την έπεφτε για έναν υπνάκο πάνω στην άμμο δίπλα στις πετονιές.

Τρεις ήταν τότε οι μεγαλύτεροι ψαράδες στο νησί, ο δάσκαλος Αγαλιανός, ο φίλος μου ο Γιάννης, κι ο συνάδελφος του στη ΜΟΜΑ Βασίλης Τοπαλβαγγελης.

Ο Αγαλιανός, ντόπιος λημνιός όπως ήταν, εκτός που ήταν ο καλύτερος ψαράς, είχε και το πλεονέκτημα ότι ήξερε πολύ καλά όλους τους ψαρότοπους του νησιού. Κι αυτός μετά τη δουλειά του πήγαινε για ψάρεμα με τη μοτοσυκλέτα και πάντοτε επέστρεφε με καλά και πολλά ψάρια.

Ήταν πραγματικός δάσκαλος, τόσο στο σχολείο όσο και στο ψάρεμα. Από αυτόν έμαθα – και του είμαι ευγνώμονας – πολλά μυστικά και πού να πηγαίνω να ψαρέψω, παρ΄ ότι οι ψαράδες δύσκολα λένε τα μυστικά τους και τους ψαρότοπους.

Τον θυμάμαι επίσης το βραδάκι, όταν η ανεμότρατα ΠΑΝΑΓΙΑ επέστρεφε απ’ το ψάρεμα στο λιμάνι της Μύρινας, βοηθούσε στην πώληση των ψαριών. Πάνω στο κατάστρωμα με τις ψαροκασέλες απλωμένες γεμάτες ζωντανά ψάρια ψαρεμένα πριν από λίγη ώρα, έβαζε στις σακούλες, ζύγιζε, και έδινα φρεσκότατα ψάρια στον κόσμο.

Ο κυριότερος λόγος που βοηθούσε νομίζω ότι ήταν για να εξασφαλίσει μικρά ψαράκια, αθερίνα, γαριδούλες κλπ. για δόλωμα.

Ο Βασίλης Τοπαλβαγγέλης ήταν δεινός ψαροτουφεκάς. Ψάρευε συνήθως στη βόρεια πλευρά του νησιού, στα Φαλακρά, και πάντοτε επέστρεφε με καλά ψάρια, ροφούς και συναγρίδια. Ήξερε όλες τις φωλιές μέσα στη θάλασσα και τη θάλασσα καλύτερα απ’ τη στεριά.

Ο φίλος μου ο Γιάννης ψάρευε από μικρό παιδί και είχε μεγάλη πείρα σε όλων των ειδών τα ψαρέματα. Με την ΜΟΜΑ είχε δουλέψει – και ψαρέψει – σε όλη την Ελλάδα.

Για δόλωμα χρησιμοποιούσε συνήθως καλτσινάδια, κι όποτε από τη Θεσσαλονίκη έρχονταν τα βυτία με την άσφαλτο, παράγγελνε να του στείλουν μέσα σε φελιζόλ σκουληκάκι, μαμούνι, ακροβάτη και άλλα ζωντανά δολώματα.

Ο Γιάννης, λοιπόν, είχε βρει έναν τρόπο να τρώει τα καλύτερα φαγητά, στις καλύτερες ταβέρνες, και μάλιστα δωρεάν. Παρθένος ψαρότοπος τότε η Λήμνος, έπιανε μεγάλες και ωραίες μουρμούρες, σαργούς και άλλα ψάρια πρώτης ποιότητας. Τα πήγαινε, λοιπόν, στις ψαροταβέρνες της Μύρινας και του Μούδρου, και αντί να τα πουλήσει, είχε κάνει μια συμφωνία – να τρώει σ’ αυτές δωρεάν, κάτι σαν ανταλλαγή προϊόντων.

Οι περισσότερες ψαροταβέρνες, όπως και σήμερα, εκτός από ψάρια, είχαν και πολύ νόστιμα μαγειρευτά. Η Λήμνος ανέκαθεν φημιζόταν για τη νοστιμιά των αρνιών και των γαλακτοκομικών της.

Έτσι, λοιπόν, ο Γιάννης, μπορεί να ήταν ψαράς και να του άρεζαν τα ψάρια, αλλά όταν έτρωγε στην ταβέρνα είχε αδυναμία στο αρνάκι κοκκινιστό με φλομάρια στο φούρνο, φέτα καλαθάκι και μοσχάτο λημνιό κρασάκι…

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button