Περιοδικό

“Εφυγε και ο τελευταίος Δύτης της Ν. Κούταλης και της Λήμνου Κώστας Ψάρρας (Νταντίνης)

Ο ” μαγκιόρος δύτης”  Νταντίνης

“Εφυγε” για το τελευταίο της ζωής του ταξίδι  ο τελευταίος σφουγγαράς -δύτης της Νέας Κούταλης.

Ο λεβεντάνθρωπος , καλόκαρδος, ευαίσθητος , χωρατατζής ,Κώστας Ψάρρας, ο πολυταξιδεμένος έξω από τα σύνορα, σε άπατους βυθούς,

που καμάρωνε για τα σφουγγάρια  τα πολυποίκιλα και πανέμορφα της συλλογής του στην μικρή  αλλά εντυπωσιακή έκθεση  στην Νέα Κούταλη.

Μαζί του έκλεισε και το  σπουδαίο κεφάλαιο της ιστορίας της σπογγαλιείας στο νησί. Ευτυχώς υπάρχει το υπέροχο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας που σε ταξιδεύει και σε ενημερώνει για την ιστορική εξέλιξη του θέματος.

Η Φωτεινή Καραμαλούδη έχει γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο με αυτό το θέμα ,που δημοσιεύτηκε το 2012 στο “Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους”  που αρθρογραφεί κέθε χρόνο με ένα θέμα που επιλέγει.

Ν. Δώρα

Φωτεινή Καραμαλούδη:

Ο «ΜΑΓΚΙΟΡΟΣ ΔΥΤΗΣ» ΝΤΑΝΤΙΝΗΣ ΤΗΣ  ΝΕΑΣ ΚΟΥΤΑΛΗΣ

              Για τον Νταντίνη.  Και για όλους τους βουτηχτάδες στο πρόσωπό του…

Ήρθαν εδώ το  ’23, με τα καΐκια τους. Ανταλλάξιμοι. Ξεριζωμένοι. Κουβαλώντας  τα προγονικά τους κειμήλια και τις μνήμες τους.  Άφησαν πίσω τον τόπο τους, την Κούταλη, την αρχαία Κύταλι, ένα από τα τέσσερα κατοικημένα νησιά  της επαρχίας Προκονήσου της Προποντίδας κι αραξοβόλισαν τις ζωές τους στη Λήμνο.

Οι Κουταλιανοί αγαπούσαν τα γράμματα. Από τα μέσα του 19ου αι. λειτουργούσαν  εξατάξιο Αρρεναγωγείο και τριτάξιο Παρθεναγωγείο, τα οποία  χρηματοδοτούσε  η αδελφότητα «Ο Ευαγγελισμός». Το 1905 φοιτούσαν 160 μαθητές, 110 αγόρια και 50 κορίτσια.  Οι Κουταλιανοί όμως αγαπούσαν και τη θάλασσα. Η σπογγαλιεία στην Κούταλη ξεκίνησε τυχαία. Ένα μεγάλο ιστιοφόρο είχε βυθισθεί στην είσοδο του αγκυροβολίου κι εμπόδιζε την είσοδο και την έξοδο των πλοίων τους  στο λιμάνι. Κάλεσαν τότε από την Κάλυμνο ένα σπογγαλιευτικό να  το ανελκύσει.  Σαν έπεσαν από το  σφουγγαράδικο στη θάλασσα της Προποντίδας, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όλες οι τραγάνες  ήταν ντυμένες με φίνα μελάτια. Έτσι, την άνοιξη του 1899, άρχισε να γράφεται η ιστορία των Κουταλιανών στη σπογγαλιεία. Η παραγωγή ήταν πάνω από κάθε προσδοκία. Ο κάθε δύτης έφτανε τότε να έχει μερίδιο 230 χρυσά ναπολεόνια.

Έχοντας αποκτήσει από παλιά σχέσεις με τους Λημνιούς, καθώς βουτούσαν  κάθε χρόνο στις ξέρες γύρω από το νησί, σαν ήρθε η ώρα του ξεριζωμού προτίμησαν τη Λήμνο. Για να είναι κοντά. Να τρέξουν γρήγορα πίσω. Αλλά έμειναν… Στην αρχή σε προσφυγικούς οικισμούς και το 1926 χτίζοντας τη Νέα Κούταλη γύρω απ’ το μικρό ξωκκλήσι της Αγιά Μαρίνας. Το 1928 το χωριό είχε 351 κατοίκους, κυρίως Κουταλιανούς, αλλά και μερικούς από τα Μοσχονήσια, το Ρεϊς Ντερέ,  τα Δαρδανέλια,  την Καλλίπολη, τη Μάδυτο, τα χωριά Γαλιμή και Παλάτια του Μαρμαρά, την Αφυσιά, τον Τσεσμέ και αργότερα  απ’ την Ίμβρο και την Τένεδο.  Τους δώσαν τότε χωράφια να καλλιεργήσουν, μα τούτοι εδώ δεν ξέραν από γης.  Στη θάλασσα τους έσπρωχνε το αίμα τους. Την αρμύρα της κουβαλούσαν στην ψυχή τους. Αυτή τους έδωσε και στον καινούργιο τους τόπο ψωμί να φάνε. Οι Κουταλιανοί χρησιμοποιούσαν στην πατρίδα τους ένα ιδιαίτερο είδος βάρκας, τον μπότη ή κούντουλο ή γούτσο, ένα οξύπρυμνο σκάφος που ταξίδευε με πανιά (σακολέβα και φλόκο) αλλά και με κουπιά και είχε μήκος 8μ. Στο μικρό αμπάρι στη μέση του σκάφους ήταν στερεωμένη η καταδυτική μηχανή.  Οι μπότηδες αντικαταστάθηκαν με έναν άλλο τύπου σφουγγαράδικου καϊκιού, τον αχταρμά, μια παραλλαγή τρεχαντηριού που είχε μήκος 9-15μ. και επανδρωνόταν με 5 δύτες και 5 άλλους για πλήρωμα.  Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 υπήρχαν στη Νέα Κούταλη 35 τέτοιοι αχταρμάδες. Τα σφουγγαράδικα αλίευαν στην Κρήτη, στις ακτές τις Πελοποννήσου, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα. Παλιότερα έφταναν μέχρι τις ακτές της βόρειας Αφρικής. Καπάδικα και ματαπάδες, φίνα ή μελάτια, λαγόφυτα και τσιμούχες φορτώνονταν  στα καΐκια.  Το ταξίδι  ξεκινούσε  κάθε χρόνο τη δεύτερη μέρα του Θωμά. Πριν την αναχώρηση γινόταν λειτουργία στον  Άη Νικόλα και μετά  αγιασμός στο κάθε καΐκι. Αν πήγαινε καλά η δουλειά επέστρεφαν το Δεκαπενταύγουστο για να γιορτάσουν της Παναγίας με τους δικούς τους. Αλλιώς γύριζαν του Αγίου Δημητρίου. Οι γυναίκες που τους περίμεναν στο νησί, ήξεραν να ξεχωρίζουν αν το καΐκι που έρχονταν ήταν δικό τους ή όχι. Οι κουταλιανοί αχταρμάδες πέρναγαν ανάμεσα Άη Νικόλα και Τρυπητής, τις δύο βραχονησίδες στον κόλπο του Μούδρου, ενώ τα ξένα καΐκια που δεν γνώριζαν τα νερά πέρναγαν απ’ έξω από την Τρυπητή. Ακμή της σπογγαλιείας στο νησί ήταν η δεκαετία 1955-65.  Την περίοδο 1963-1970 λειτουργούσε και επίσημη Σχολή Δυτών του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, στην οποία το απόγευμα διδάσκονταν θεωρητικά μαθήματα υγιεινής, πρώτων βοηθειών και στοιχείων ναυτικού δικαίου και τα πρωινά έκαναν εκπαιδευτικές καταδύσεις και εφήρμοζαν όσα είχαν διδαχθεί στα θεωρητικά.

Θυμάμαι, μικρό παιδάκι τότε στη Λήμνο, εκείνα τα ταξιδιάρικα  πολύχρωμα σκαριά που λικνίζονταν νωχελικά  στο παλιό λιμανάκι της Νέας  Κούταλης. Τον Άη Γιώργη,  τον Άη Νικόλα, τη Λαύρα,  την Κύπρο, την  Αγιά Μαρίνα, την  Αγιά Παρασκευή,  τον Άη Σπυρίδωνα, την Αργώ, την Κωνσταντίνα.. Ολοζώντανο μέσα στο κάδρο του παλιού καφενείου τον Παναγή τον Κουταλιανό να παλεύει με  τ’ άγρια θηρία.  Και τους σφουγγαράδες,  τα  μυθικά αυτά όντα της στεριάς και της θάλασσας, τους μόνους από τους θνητούς που τα μάτια τους  είχαν αντικρύσει  το γιούσουρι και τις γοργόνες…

Είχα την τύχη να συναντήσω  το καλοκαίρι του 2010 έναν απ’ αυτούς τους παλιούς δύτες.  Λεβεντάνθρωπος, παρά τα ογδόντα του, φιγουράριζε ανάμεσα στα σφουγγάρια του στο αυτοσχέδιο μουσειάκι σπογγαλιείας που με τόσο μεράκι και μόχθο έφτιαξε μαζί με τη γυναίκα του την κυρά Παναγιώτα, στην αυλή του σπιτιού του. Στους τοίχους δεκάδες φωτογραφίες. Τα καΐκια, οι βουτηχτάδες, τα σφουγγάρια, το καθάρισμα, το ψαλίδισμα, το ζύγι, τα γλέντια. Όλα απομεινάρια μιας εποχής που πέρασε. Στα πόδια μας τα δεκάδες γατιά του γουργούριζαν ευτυχισμένα. Ο Κωνσταντίνος Ψάρρας, ο Νταντίνης, όπως τον λένε, δούλευε αρχές της δεκαετίας του ’60 σαν δύτης στην εταιρεία Αρχιρόδον που κατασκεύαζε τότε το λιμάνι της Βεγγάζης. Ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου βρισκόταν κι εκείνος την ίδια περίοδο εκεί υπηρετώντας  ως φιλόλογος  στο ελληνικό γυμνάσιο. Πολλά ήταν τα βράδια που τα περνούσαν παρέα τρώγοντας ψάρια απ’ τα παραγάδια του Νταντίνη. Ο Νταντίνης,  φθέγγοντας τρείς λέξεις ψυχής, «για ένα φιλότιμο», έγινε ο ήρωας του ομώνυμου διηγήματος  του Ιωάννου  που έδωσε και τον  τίτλο στο πρώτο του βιβλίο πεζογραφημάτων (πρωτοεκδόθηκε το 1964).

          «Ο  Νταντίνης πλαγιάζει απόψε, κινδύνεψε πάλι τη ζωή του. Τον ζητούσα στο μώλο, μόλις βγήκα απ’ τα γραφεία. Μου είπαν πως ζαλιζόταν όταν ανέβηκε απ’ τη θάλασσα. Ξαναφόρεσε το φόρεμα και βυθίστηκε, όσο να συνέλθει. Με υποδέχτηκε στην κάμαρά του με γέλια και φωνές […] Ένα σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε∙ ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ’ ότι συνήθως κατεβαίνει. Αν  και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ’ αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε εντούτοις∙ κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.

Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ’ ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει  όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα. Και γιατί το ’κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το’ κανες; του φώναξα.

Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά∙ εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσκημα  δαμάσει».

Θα’ θελα η ιστορία του Νταντίνη να κλείσει με τούτα τα τρυφερά λόγια που’ χει γράψει ο Γιάννης Ψάρρας, γιός του Νταντίνη, όχι μόνο για τον πατέρα του αλλά και για όλους τους βουτηχτάδες του κόσμου: Αυτοί οι άνθρωποι  «όταν πιάσουν  σφουγγάρι στα χέρια τους, το φέρνουν κοντά στη μύτη τους και το μυρίζουν και το πρόσωπό τους φωτίζεται, τα μάτια τους λάμπουν και βγάζουν έναν αναστεναγμό χαράς και νοσταλγίας μαζί. Αφού σκέφτομαι καμιά φορά, όταν αυτοί μετοικήσουν και πάνε στα μνήματα, όπως τα λένε οι Κουταλιανοί,  αντί για το “κεραμιδάκι” που βάζουν στο τέλος πάνω στα χείλη, να τους βάλουν ένα λαγόφυτο, ένα καμπάδικο, έστω μια τσιμούχα και αντί για το τελευταίο  χώμα να τους ρίχνουν “ψαλιδιές” ως φόρο τιμής για αυτό που αγάπησαν πάρα πολύ και ίσως να ήταν και η αιτία που κρατήθηκαν τόσα χρόνια στη ζωή».

 

 

 

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button