Για την 8η Μάρτη Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας

Για την 8η Μάρτη
Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας
της Δέσποινας Παπαδοπούλου
Τα δύο πρώτα ποιήματα που ακολουθούν μιλούν για τα γυναικεία χέρια, τα γεμάτα φλέβες και ρυτίδες, τα αμίαντα χέρια, αυτά που μπορούν να δουλεύουν, να πλένουν να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν, να ζυμώνουν, να αγκαλιάζουν, να χαϊδεύουν, μα και να αγωνίζονται, να γίνονται υψωμένη γροθιά μπροστά στο άδικο που περισσεύει στον κόσμο μας.
«Κοιτάζει τα χέρια της» του Μιχάλη Γκανά από το «Γυναικών-μικρές και πολύ μικρές ιστορίες»:
«Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα», λέει, «που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα».
«Ποίημα στη γυναίκα με το τσακισμένο χέρι» του Νικηφόρου Βρεττάκου
«Το αμίαντο χέρι»
( αφιερωμένο στην Καλλιόπη Αποστολίδη Βρεττάκου)
Έφυγες με μισό χέρι για τον αγρό του Βοόζ
να μας στείλεις ένα ψωμί καλοζυμωμένο,
ζεστό, σαν την αγάπη της μάνας
που προσπαθεί να ζεστάνει του βρέφους της
τα χεράκια με την ανάσα της,
με πολύν ήλιο πάνω στη φλούδα,
με πολλά δάκρυα μέσα στην ψίχα του.
Μες στο καράβι που άρχισε να βουλιάζει
σε περιμένουμε και οι τρεις:
Να μας φέρεις πίσω το χέρι σου.
Το χέρι που σφύριζε σαν μαστίγιο στον άνεμο,
απειλώντας τη μοίρα, πλένοντας τις αυλές,
αθροίζοντας σε αριθμούς τα δέματα και τους τόνους
που φέρνανε τα καράβια.
Το χέρι σου που έπιανε το μαστό σου όταν θήλαζες
πλαγιασμένο στο στήθος σου ένα τριαντάφυλλο..
το χέρι σου που έκοβε υφάσματα λύπης
και μπάλωνε με κλωστές από φως
των παιδιών μας τα ρούχα.
Το χέρι σου,
που αγρύπναγε στις προφυλακές κι αντιστέκονταν
σαν ένας ολόκληρος ιερός λόχος.
τόσο αμίαντο κι ιερό, δεν ξέρω πού να το βάλω,
πού νά ‘βρω μέρος καθαρό—μια θήκη θαλασσιά
κομμένηαπό τον ουρανό ή απ’ της Παναγίας το ιμάτιο.
Στεφανωμένο με πορτοκαλάνθια,
το νιώθω κρεμασμένο μέσα μου
σαν τον Ιησού στο σταυρό
πάνω στην Άγια Τράπεζα
στο εξωκκλήσι του Αι—Γιώργη μας» ( Νικηφόρου Βρεττάκου «Ο χρόνος και το ποτάμι» 1957)
Ακολουθεί και το ποίημα «Σημείο αναγνωρίσεως» της Κικής Δημουλά από τη συλλογή της «Το λίγο του κόσμου» 1971:
Σημείο Αναγνωρίσεως
άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια
«Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες,
πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς
ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη».(Κική Δημουλά «Το λίγο του κόσμου» 1971)
Δέσποινα Παπαδοπούλου 8 Μάρτη 2025