Περιοδικό

Η παπαρούνα στις πεδιάδες της Φλάνδρας

Η παπαρούνα στις πεδιάδες της Φλάνδρας

(με αφορμή την επέτειο λήξης του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου  στις 11-11-1918)

Στην  αποτυχημένη οκτάμηνη εκστρατεία της Καλλίπολης  (25 Απριλίου1915—9 Ιανουαρίου 1916), ένα θλιβερό κεφάλαιο στο αιματοβαμμένο βιβλίο του Α΄παγκοσμίου πολέμου, η Λήμνος έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολεμικές επιχειρήσεις  για την κατάληψη της χερσονήσου της  Καλλίπολης. Η Λήμνος, λόγω της σημαντικής θέσης της, ήταν το κύριο ορμητήριο των συμμάχων. Ο κόλπος του Μούδρου αποτελούσε ασφαλές λιμάνι για τα πολεμικά πλοία, ενώ στην χερσόνησο του Πορτιανού αναπτύχθηκαν στρατόπεδα ανάπαυσης και εξάσκησης των στρατιωτών και στήθηκαν νοσοκομεία εκστρατείας. Οι κάτοικοι της  Λήμνου σε όλη αυτήν την περίοδο στάθηκαν βοηθοί και παρείχαν φιλοξενία και προστασία στους στρατιώτες με όποιον τρόπο μπορούσαν.

Η παπαρούνα καθιερώθηκε ως σύμβολο μνήμης  των πεσόντων ύστερα από τη φονική μάχη που έλαβε χώρα στην κοιλάδα των παπαρούνων στη Φλάνδρα του Βελγίου. Για την ιστορία αναφέρουμε πως στην επιλογή της ως συμβόλου έπαιξε ρόλο το ποίημα που έγραψε ο Καναδός  γιατρός στρατιώτης  John McCrae με τίτλο «Στα λιβάδια της Φλάνδρας» (In Flanders Fields)1.Την προηγούμενη ημέρα, ένας φίλος και συμπολεμιστής του είχε πέσει στην δεύτερη μάχη της Φλάνδρας κοντά στο Ypres μαζί με χιλιάδες άλλους στρατιώτες -θύματα της παράνοιας  που γεννά ένας  πόλεμος. Αξίζει να αναφερθεί ότι  στη μάχη αυτή έγινε για πρώτη φορά επιτυχημένη χρήση  αερίων από τις γερμανικές δυνάμεις εναντίον των συμμάχων προκαλώντας ρήγμα στις γαλλικές θέσεις μήκους δεκαπέντε χιλιομέτρων περίπου. Η παπαρούνα έγινε από τότε σύμβολο της θυσίας και επιμνημόσυνο ανάθεμα στους τάφους των νεκρών στρατιωτών.

Στο μυθιστόρημα  «Η  Ζωή εν τάφω» ο μεγάλος  μας πεζογράφος από τη Συκαμιά της Λέσβου Στρατής Μυριβήλης (1892-1969) καταγράφει  τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ας μην ξεχνάμε πως ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Αξίζει να δούμε πώς περιγράφει ο συγγραφέας αυτό τον πόλεμο της «ακινησίας», τον πόλεμο των χαρακωμάτων:

 

« ..Είναι ο πόλεμος στο χαράκωμα που δουλεύει έτσι αργά και σίγουρα.Ο Πόλεμος, που προτού να τσακίσει το κορμί αποσυνθέτει πρώτα λίγο-λίγο κι αλύπητα την ψυχή μες στην απομόνωση της υπόγειας ζωής. Η αδιάκοπη τρομάρα που κατοικεί μαζί σου μέσα στ’ αμπρί…»(αμπρί: καταφύγιο, όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος)

Και συνεχίζει παρακάτω:

«…Είναι, βλέπεις, μια παράξενη και μπερδεμένη δουλειά τούτος ο πόλεμος, που πρέπει να τη μάθεις με την αράδα. Είμαστ’ εδώ στην πρώτη γραμμή. Προκόβοντας και μαθαίνοντας θα προβιβαζόμαστε ως την πρώτη.Οι αξιωματικοί μας είπανε—τι σιγά και μυστηριώδικα!—πως αυτή τη φορά δεν είναι βαλκανικοί πόλεμοι. Εδώ δε χρειάζεται ενθουσιασμός, μήτε φασαρία κι «αέρα». Η ελληνική τρέλα εδώ είναι ελάττωμα. Γίνετ’ εδώ ένας πόλεμος υπόγειος. Όσο πιο καλά κρύβεσαι, τόσο πιο καλός στρατιώτης είσαι. Οι πολεμιστές δε φαίνουνται πουθενά, δεν ακούγουνται. Σκάβουν όλοι λαγούμια κάτ’ από τη γη. Μονάχα νιώθεις παντού τη μηχανική ενέργεια τεντωμένη χωρίς θόρυβο στο κατακόρυφο. Οι καλύτερες πολεμικές αρετές είναι τούτη τη φορά η  αλεπουδίστικη πονηριά, η επιμονή του μερμηγκιού, η υπομονή του γαιδάρου, το πείσμα της κατσίκας…»

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί η παπαρούνα, έργο του μεγάλου ζωγράφου  Σπύρου Βασιλείου (πρώτη έκδοση 1924), ο οποίος φιλοτέχνησε τα πρωτογράμματα και τις εικόνες του βιβλίου. Η παπαρούνα λοιπόν, έρχεται να υπενθυμίσει την  ισχυρή παρουσία της ζωής ακόμη και σ’ ένα χώρο, όπως είναι τα πεδία των μαχών, στον οποίο ο Θάνατος μοιάζει να έχει πάντα τον πρώτο λόγο.

Η παπαρούνα συμβολίζει την ελπίδα για το μέλλον, την ελπίδα για την επιστροφή σε μια κατάσταση ειρήνης και ζωής, όπου θα διαλυθούν οι εικόνες της φονικής δράσης του πολέμου και όπου ο θάνατος θα υποχωρήσει. Εκεί που μέχρι πρό τινος ο θάνατος αποτελούσε την κυρίαρχη παρουσία, η παπαρούνα φέρνει ένα μήνυμα ζωής και χαράς, προσφέροντας μια πολύτιμη συναισθηματική στήριξη στον κλονισμένο αφηγητή. Ο συγγραφέας σε δύο κεφάλαια του έργου του αναφέρεται στην παπαρούνα, στο δέκατο και στο εικοστό έβδομο με τίτλο « Ο λόφος με τις παπαρούνες» και « Η μυστική παπαρούνα» αντίστοιχα. Αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το κείμενο από τη  «Μυστική παπαρούνα» με τις μοναδικές ρεαλιστικές και συγχρόνως λυρικές περιγραφές:

 «Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.

Μου ‘ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.

Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ’ αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ’ ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ’ αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ’ εδώ χρόνον – καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα ‘καψε. Τραβώ το δάχτυλο μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο.

Από δω το θέαμα θα ‘ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που ‘ναι πάνω πάνω. Ένας απ’ αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου ‘καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ’ ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα ‘ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια αναπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

– Καληνύχτα… καληνύχτα και να ‘σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ’ αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία… Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ’ αφουγκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό…».

Τέλος σ’ ένα από τα πρώτα διηγήματα του Γιάννη Ρίτσου  με τίτλο   «Στον ήλιο της Αθήνας» (1945) είναι πάλι παρούσα η παπαρούνα, αυτό το ταπεινό αγριολούλουδο, που επιμένει να φυτρώνει ακόμα και στα πεδία των μαχών, στα περιβόλια του φόβου και του θανάτου και να μας « ξεκουφαίνει με τις κόκκινες ζητωκραυγές της» αρκεί να ανοίξουμε τ’ αυτιά μας και να ακούσουμε. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα:

«…Κι οι άνθρωποι, νά, σκυμμένοι ολημερίς ιδρωκοπάνε σαν τους ζευγάδες με τα μάτια κολλημένα στο χώμα, δίχως να βλέπουν παρακεί μια συντροφιά από παπαρούνες που ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους…»2

και τελειώνει:

«…Μεθαύριο, θ’ ανοίξει τρυφερά η παλάμη να χαϊδέψει, θ’ ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα στον ήλιο, θ’ ανοίξουν τα πνεμόνια στον αγέρα κι όλες οι μάνες θα ρίξουν απ’ τη ράχη τους το μαύρο τους μποξά και θ’ ανοίξουν τα βιβλία με τις πεταλούδες – κάτι καινούργιες πεταλούδες… Κι έξω στο φως οι παπαρούνες θα ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους – τις ολοκαίνουργες ζητωκραυγές τους. Και τότες, βέβαια, θ’ ακούει όλος ο κόσμος.»2

Σημειώσεις

1: Το  ποίημα  In Flanders Fields  γράφτηκε από τον Καναδό γιατρό-στρατιώτη John  McCrae  και αποτελεί  φόρο τιμής στους νεκρούς  του Α παγκοσμίου πολέμου . Είναι εμπνευσμένο από το θάνατο ενός φίλου του στη δεύτερη μάχη της Φλάνδρας στο Ypres την άνοιξη του 1915 . Παπαρούνες  άνθισαν στο πεδίο τις μάχης λίγες μέρες  μετά την μεγάλη καταστροφή…

Σε ελεύθερη απόδοση :

Στις πεδιάδες της Φλάνδρας
Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με σειρά,
Την δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν.
Κορυδαλλοί θαρραλέα πετώντας,
αψηφούν των όπλων την κλαγγή
σπάνια κελαηδίσματα τραγουδώντας.

Είμαστε  οι νεκροί. Πριν λίγες μέρες,
ζήσαμε, νιώσαμε την αυγή και είδαμε την ομορφιά της δύσης.
Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, και τώρα κειτόμαστε
στις πεδιάδες τις Φλάνδρας.

Κράτα αυτό που έμεινε από την μάχη μας με τον εχθρό.
Σε σένα τ’ αδύναμά μας χέρια παραδίδουν τον πυρσό.
Κάνε τον δικό σου, κράτα τον ψηλά.
Και αν η πίστη σου καμφθεί για μας που ‘χουμε πεθάνει
δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, όσο φυτρώνουν παπαρούνες
στις πεδιάδες της Φλάνδρας.

2: Στον ήλιο της Αθήνας»: Δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (23 Ιουνίου 1945). Αναδημοσιεύτηκε το 1952 στην ανθολογία «Πεζογράφοι της Αντίστασης» του εκδοτικού Νέα Ελλάδα και από εκεί στον Ριζοσπάστη τον Νοέμβριο του 2006.)

Μύρινα  12/11/20

Δέσποινα Παπαδοπούλου

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button