Περιοδικό

Μια μαύρη και θλιβερή επέτειος  29 Μάη 1453 (με πινάκα και κείμενο του Θεόφιλου)

Γράφει η Δέσποινα Παπαδοπούλου, φιλόλογος

Μια μαύρη και θλιβερή επέτειος  29 Μάη 1453

«Ω φρίξον ήλιε! Ω στέναξον, γη! Εάλω η Πόλις…»

από το χρονικό της Αλώσεως

του Γεωργίου Φραντζή

της Δέσποινας Παπαδοπούλου

Πέρασαν 569 από εκείνη την αποφράδα ημέρα που η Κωνσταντίνου Πόλις, η Πόλις των πόλεων, έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ Β΄ του πορθητή και ο Σταυρός που ξεχώριζε στον τρούλο της Αγίας της του Θεού Σοφίας έπεφτε με πάταγο στην πεφιλημένη γη κι έγινε κομμάτια.

Ο Μωάμεθ  Β’, ο πορθητής,  στις 21 Μαΐου του 1453  έστειλε πρέσβη στην Πόλη, ζητώντας την παράδοσή της και υποσχόμενος ότι θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να αποχωρήσει με τα υπάρχοντά του, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τότε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδωσε την απάντηση η οποία έμελλε να μείνει στην ιστορία:

«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ  πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει για τον τελευταίο αυτοκράτορα στο ποίημα «Θάνατος και Ανάστασις του Κων/νου Παλαιολόγου»:

«….Θε μου και τώρα τι

Που ‘χε με χίλιους να παλαίψει

χώρια με τη μοναξιά του

ποιος

αυτός  που ΄ξερε μ’ ένα λόγο του

να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει

τι

που όλα του τα ‘χαν πάρει

και τα πέδιλά του τα σταυροδετά

και το τρικράνι του το μυτερό

και το τοιχιό που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο

να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό

σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι….

……………………

«Μεσημέρι από νύχτα—όλ’ η ζωή μια λάμψη!»

Φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό

σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη

κι αμέσως ένιωσε

ξεκινημένη από μακριά

η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει…..

…………..

Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα

σωρός τα χτίσματα

μικρά μεγάλα

θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα

πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του

άσπαστη

κειτάμενος

Αυτός ο τελευταίος Έλληνας!»

 

Ο Κ. Π. Καβάφης επιλέγει να παρουσιάσει την απελπισία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης μέσα από τα λόγια και το παράδειγμα, όχι του περιώνυμου αυτοκράτορα, αλλά ενός σχετικά αφανούς συγγενή του, του Θεόφιλου Παλαιολόγου(μαθηματικός και φιλόσοφος), ο οποίος ακολουθώντας το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και εκφράζοντας την οδύνη και την απόγνωση που διακατείχε όλους τους ανθρώπους στην Πόλη αναφώνησε πως προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζήσει:

Θεόφιλος Παλαιολόγος

«Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών

αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον

τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.

Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη

ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος λέγει

«Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».

A Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο, 

πόσον καημό του γένους μας, και πόση εξάντλησι 

(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)

 

οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν».

 Για την Αρχόντισσα, την Βασιλίδα Πόλη, την Θεοφίλητη, την Θεοφύλακτη και ερασμία, όπως την αποκαλεί η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, για την Κωνσταντινούπολη λοιπόν έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά από ταξιδιώτες και επισκέπτες της, από συγγραφείς και δημοσιογράφους. Όμως η περιγραφή που κάνει ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης Νόβας (συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου) είναι ξεχωριστή. Τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από την επίσκεψή του στην Πόλη τις δημοσίευσε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος τον Νοέμβριο του 1925 με τίτλο: «Κωνσταντινούπολη». Το κείμενο αυτό συμπεριλαμβάνεται μαζί με άλλες ταξιδιωτικές εντυπώσεις του συγγραφέα στον τόμο «Περιπλανήσεις» που κυκλοφόρησε το 1964. Αν και μας χωρίζουν σχεδόν εκατό χρόνια από τις εικόνες και τις  περιγραφές του Αθανασιάδη-Νόβα, αν και μας πληγώνει η σημερινή εικόνα της Πόλης και ιδιαίτερα ο βανδαλισμός που γίνεται στην Αγία Σοφία, αξίζει να διαβάσουμε κάποια αποσπάσματα που γαληνεύουν την ψυχή μας:

«Τίποτε δεν είδατε στη ζωή σας, αν δεν είδατε την Κωνσταντινούπολη. Όταν ξεκίνησα για το προσκύνημά της είχα στο βάθος των ματιών μου ένα σωρό απ’ τα ωραία κι απ’ τα μεγάλα οράματα της γης. Με τον εγωισμό του ανθρώπου που ταξίδεψε πολύ, χάιδευα μέσα μου το θησαυρό των αναμνήσεών μου: ομορφιές και γλύκες της μεθυστικής Ιταλίας, πολιτισμένα θαύματα των γερμανικών δρυμών, απίστευτες φαντασίες του Πόλου. Και τους τιτανικούς καημούς των Άλπεων, και της Ανατολής τη μακρινή λαγνεία. Όλα. Όλα, ως τη μεγάλη στιγμή του αντικρίσματός σου, ω Κωνσταντινούπολη! Εκεί ταπείνωσα τον εγωισμό μου κι ένιωσα πως είμαι ο φτωχότερος ταξιδευτής της γης.

………………………………………

Καμιά πόλη δεν ασκεί τη γοητεία της Κωνσταντινούπολης…..

Στην Προποντίδα σε υποδέχονται τα κοπάδια των γλάρων. Δεν πετούνε, σέρνονται στο ακράτητο ρεύμα του Βοσπόρου. Τα νομίζεις γύψινα και φοβάσαι μη σπάσουν στα πλευρά του βαποριού. Ο Νίτσε, μαέστρος των τίτλων, θα έγραφε: « Χίλια προμηνύματα ενός πράγματος ασύγκριτου». Το ασύγκριτο είναι η Κωνσταντινούπολη. Να τη! Πώς περιγράφεται; Πώς ζωγραφίζεται; Πώς τραγουδιέται; Αυτή δεν είχε ποτέ τον εμπνευσμένο της, όπως η Σιών τον Δαυίδ της. Οι ξένοι πέρασαν, την είδαν, την είδαν και την τραγούδησαν. Τραγούδια αθάνατα για τον κόσμο, γι’ αυτήν αταίριαστα και βραχνά. Μόνο μια λύρα την έψαλε όπως της πρέπει, μια φαντασία , μια έμπνευση: η ποιήτρια των ποιητριών—η Ιστορία. Ποια πόλη είχε την τύχη της; Η Βενετία; Ήταν μόνον κυρά των θαλασσών. Η Ρώμη; Ήταν η μονόφθαλμη φυλακισμένη της Δύσης. Μόνον η Κωνσταντινούπολη αντικρίζει τη Δύση και την Ανατολή, μόνον αυτή κυβέρνησε στεριές και πελάγη. Η ζωή της δράμα. Σκλάβα κι αρχόντισσα, υψωμένη και ταπεινωμένη, αγαπητικιά και σύζυγος, καλογριά και εταίρα. Βυζάντιο—Κωνσταντινούπολη—Σταμπούλ. Κόσμος ολόκληρος. Αιωνιότητα. Γύρω απ’ αυτήν σκοτώνεται η υφήλιος. Ο Γραικός την δόξασε και την έχασε. Ο Φράγκος την έκλεψε και την ατίμασε. Ο Τούρκος την πήρε με το γιαταγάνι του και την γλεντά. Τα έθνη της γης την ορέγονται, όπως ο άντρας την γυναίκα. Κυρά μου, εσύ ξελόγιασες τους λαούς και να μην ξελογιάσεις έναν κοινό ταξιδιώτη;

Στο αντίκρισμά σου χάνονται, σβήνουν, αέρας γίνονται οι αναμνήσεις των ταξιδιών μου. Τις χαιρετώ μια- μια στην αστραπή του μυαλού. Αντίο Νάπολη με τα μάγια του κόλπου σου, Ρώμη με την ιερή σου μεγαλοσύνη, Βενετία του Σαν Μάρκο και της γόνδολας. Αντίο Βιέννη με βάλτσερ σου και τη χρυσή καρδιά των κοριτσιών σου, αντίο Τυρόλο με το αγριωπό σου ειδύλλιο. Μόναχο, θεία πόλη των τεχνών. Αντίο Ιένα, αγαπημένη παλιά φωλιά, Βαϊμάρη του Γκαίτε και του Σίλερ. Αντίο Γερμανία με τα ρόδα της Πεντηκοστής . Και σεις ελβετικά βουνά με τα εντελβάις, και σεις μεσάνυχτα του Πόλου με τον ανέσπερο ήλιο σας. Αντίο στυγνή, οσία, φιλοσοφημένη ομορφιά της Ιερουσαλήμ. Όλα όσα είδα και τα αγάπησα, όλα όσα δεν είδα και τα επόθησα, η Κωνσταντινούπολη τα σκεπάζει όλα. Τα λιώνει όπως ο ζωγράφος τα χρώματα και ζωγραφίζει τις γραμμές του κορμιού της. Από παντού έχει πάρει κι όμως είναι η πιο πρωτότυπη πόλη της γης.

Τη λαχταράς ένα γύρο. Στο βάθος τα πριγκηπικά σμαράγδια των νησιών κι η βουκολική Μικρασία. Εκείθε σου γνέφουν μυστικά τα πένθιμα του Σκούταρι κυπαρίσσια. Ο τυχερός Βόσπορος ανάμεσα σε Δύση και σ’ Ανατολή. Λαός από παλάτια κι από κάστρα, από μπαξέδες και τζαμιά, ναρκισσεύονται στα νερά σου. Κι αριστερά τα μαύρα Ταταύλα. Κι εδώθε το τεμπέλικα κοσμοπολιτισμένο Πέραν. Και κάτω ο Γαλατάς θησαυριστής και δουλευτάρης……

…………Μην είσαι πλάνεμα του ματιού, καθρεφτισμός των μακρινών παραδείσων; ….και το πετράδι του δαχτυλιδιού, η Αγια-Σοφιά –βυζαντινή αντίκα. Στη μέση των δυο κόσμων ο Κεράτιος, το βιος και το πλούτος της οικουμένης. Καράβια από τα πέρατα της γης του κουβαλούν χρυσάφι και τα ηλιοβασιλέματα τον πλημμυρίζουν αίμα των θεών. Όμως αυτές οι σκόρπιες ομορφιές δεν ακόμα η Κωνσταντινούπολη. Αυτές δεν είναι τίποτε. Εκείνη…είναι το παν. Εκείνη! Ανέγγιχτη, ακομμάτιαστη, ατόφια. Σαν ένα στοιχείο της φύσης, σαν πρώτη ύλη της δημιουργίας. Κωνσταντινούπολη πανόραμα, άπειρο θέαμα, παντοδύναμο, μέγα. Θέαμα αυτοκρατορικό, κοσμοκρατορικό. Για να το απολαύσεις ως το βάθος του πρέπει να κατακτήσεις την Κωνσταντινούπολη την ίδια……

……………Να είσαι Κωνσταντίνος ή Μωάμεθ ο Κατακτητής. Μόνον αυτοί οι δυο την γλέντησαν ολάκερη: ο ιδρυτής και ο πορθητής της. Εμείς οι άλλοι τη λαχταρούμε μονάχα. Είμαστε τα αναρίθμητα θύματά της—ζωγράφοι, προσκυνητές και τραγουδιστάδες της. Ευτυχισμένοι που μας αφήνει να την βλέπουμε, τρελοί που την βλέπουμε. Ταπεινοί μπροστά στα πόδια της, παραληρούμε το όνομά της: Κωνσταντινούπολη!…»

Το κείμενο της Ζωγραφιάς του  Θεόφιλου:

Αν προσέξετε τον πίνακα θα δεύτε  επάνω να γράφει με τον δικό του τρόπο:
“Κωνσταντίνος ο Αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται Ατρόμητος εις την μάχην το 1453 Μαϊου 29”.
 Από κάτω ακριβώς: όμως όπου στέκεται βαρέως (ος) όπου μάχεται γενναίος πρέπει να ζητά εκείνος ή τον τάφον ή τον θρόνον. 
Κάτω δεξιά υπαρχει η υπογραφή του: Έργον Θεόφιλου Χατζημιχαήλ 1926. όσο για το πάνω δεξιά δεν φαίνεται ολόκληρο μόνο σκόρπιες λέξεις.

 Δέσποινα Παπαδοπούλου 29 του Μάη του 2022

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button