Καλή Χρονιά 1961- Του Κ. Σκούρα
Καλή Χρονιά 1961
Άμα κερδίσουμε το Λαχείο Συντακτών θα πάμε να δούμε θάλασσα!
Μόνο εικόνες βλέπει τώρα ο κόσμος κε Κώστα στο facebook. Κανείς δεν διαβάζει κείμενα, και μάλιστα μεγάλα, μου είπε ο νεαρός φίλος μου.
Δεν πειράζει… Τα γράφω για μένα και για τους φίλους μου του απάντησα. Στα κείμενα υπάρχουν εκατομμύρια εικόνες που τις βλέπουμε με τα μάτια του μυαλού και της ψυχής μας.
Κυψέλη Καρδίτσας (Μπαλταλάρ) αρχές 1961
Χαμογελαστή γύρισε η δασκάλα του σχολείου μας από τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές . Δευτέρα σήμερα 9 Ιανουαρίου 1961, έξω παγωνιά. Τη σόμπα στην τάξη μας δεν την προλαβαίνουμε στα ξύλα. Μπήκαμε μέσα και περιμέναμε. Σαν αστραπή διαδόθηκαν στην τάξη τα δύο συγκλονιστικά νέα. Ο διευθυντής και δάσκαλος της τάξης μας θα λείψει αρκετές μέρες. Γλυτώνουμε λοιπόν για λίγες μέρες από τη βίτσα1 του. Το δεύτερο νέο ακόμα πιο ευχάριστο. Η δασκάλα μας αρραβωνιάστηκε τώρα που πήγε στην πατρίδα της για τα Χριστούγεννα. Τι καλά! Η έκτη τάξη θα καλοπεράσει.
–Κυρία να ζήσετε, είπε διστακτικά η Μαίρη μόλις μπήκε η δασκάλα στη δική μας τάξη. Όλοι γέλασαν και ιδιαίτερα τα κορίτσια.
-Ευχαριστώ. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ το 1961 για όλους μας. Κάποιο διάστημα θα κάνουμε μαθήματα μαζί για να μη χάσετε τη σειρά σας. Είστε στην τελευταία τάξη και πρέπει να πάτε στο γυμνάσιο προετοιμασμένοι. Να μη λένε πως τα χωριατόπαιδα είναι πίσω. Σήμερα θα γράψουμε την πρώτη έκθεση για το νέο χρόνο. Ανοίξτε το τετράδιο των εκθέσεων και πάρτε μολύβι και γομολάστιχα για να σβήνετε τα λάθη σας. Το θέμα γνωστό: Πως πέρασα τα Χριστούγεννα του 1960
-Κυρία αν γράψω για την πρωτοχρονιά πειράζει; της είπα δειλά.
-Όχι. Είστε ελεύθεροι να γράψετε ότι θέλετε αλλά προσέξτε μια στιγμή. Στις εκθέσεις που γράφετε να βάζετε λίγο και τη φαντασία σας. Βαρέθηκα να διαβάζω από τα μικρότερα παιδιά ότι το πρωί σηκώθηκα, έκανα την προσευχή μου, νίφτηκα2 και σκουπίστηκα. Γράψτε και κάτι άλλο που το γεννά το μυαλό σας. Αυτό θα πει φαντασία. Και προσέξτε τα ορθογραφικά λάθη. Και να φροντίσετε να είστε πάντα μέσα στο θέμα. Καλή επιτυχία
Την συμπαθήσαμε αμέσως όλοι αυτή τη δασκάλα. Μας ανέβασε και μας μίλησε γλυκά. Και στο τέλος να μας πει καλή επιτυχία! Νιώσαμε σπουδαίοι.
Το πήρα λοιπόν απόφαση. Θα γράψω για την πρωτοχρονιά και όσα έγιναν στο σπίτι μας με το Λαχείο Συντακτών. Και θα γράψω όπως γράφουν αυτοί στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ του Βόλου. Την εφημερίδα που φέρνει κάπου -κάπου ο παππούς στο σπίτι, και με βάζει να στέκομαι όρθιος μπροστά στη λάμπα για να τη διαβάζω. Αυτός δεν βλέπει καλά. Θέλει να μαθαίνει τα νέα του Βόλου γιατί ήταν εκεί φαντάρος το 1920! Ίσως γίνω και εγώ κάποια μέρα δημοσιογράφος, αν μπορέσει να με σπουδάσει ο μπαμπάς μου. Ξεκίνησα με το γνωστό
Εν Κυψέλη τη 9 Ιανουαρίου 1961
Εφέτος τα Χριστούγεννα δεν μου έκαναν καμία εντύπωση . Στα κάλαντα της παραμονής λίγες δραχμούλες μαζέψαμε με τον ξάδερφό μου. Οι περισσότεροι μας έδιναν σύκα. Την πρωτοχρονιά πάλι, που περιμέναμε να μαζέψουμε μερικές δραχμές , για να τις παίξουμε το βράδυ, μας βάζανε ένα κομμάτι κρέας στη σούβλα μας3 ή μας δίνανε μερικές δεκάρες. Ακόμα και o κύριος Τάκης, που λένε ότι είναι πλούσιος, ένα πενηντάλεπτο μας έδωσε. Τελευταία χρονιά που είπα τα κάλαντα, του χρόνου θα είμαι γυμνασιόπαιδο, και θα φοράω συνέχεια μακρύ παντελόνι.
Το γουρούνι μας ήταν μικρό και το σφάξαμε στα γρήγορα χωρίς να κάνουμε γουρνοχαρά4. Την ίδια μέρα σφάξαμε και του θείου μας- του αδερφού της μαμάς μου- και πήγαμε όλοι εκεί. Καλά ήταν, αλλά αυτά είναι πλέον για μικρότερα παιδιά.
Η πρωτοχρονιά όμως είχε πολλά και ενδιαφέροντα για μένα. Λυπητερά αλλά και ευχάριστα.
Την Παρασκευή λοιπόν, μία μέρα πριν την παραμονή της πρωτοχρονιάς, παίζαμε κολτσίνα5 με τον ξάδερφό μου στο σπίτι του. Ήταν εκεί η θεία μου και ο άντρας της ο Μέμος. Κάτι το παράξενο συμβαίνει με αυτό το θείο. Έχει πάρει ένα ράδιο το βάζει σιγανά στο αυτί του και κάθεται και το ακούει με τις ώρες. Όταν μιλάει, λέει και μερικά λόγια ακαταλαβίστικα. Κάθε τόσο μαλώνει με τον πατέρα μου και τον παππού μου. Πεισμώνει6 και φεύγει, αλλά ευτυχώς σε δυο τρεις μέρες ξανάρχεται και όλα έχουν ξεχαστεί. Εμένα μου αρέσει πολύ να τον ακούω και τον αγαπώ πολύ. Προχτές όμως- θα πω την αμαρτία μου- έκατσα να ακούσω τι έλεγε το ράδιο. Έκανα πως παίζω αλλά το αυτί μου ήταν εκεί. Ο ξάδελφός μου με κέρδιζε συνέχεια. Ήμουν τόσο απρόσεκτος για το παιχνίδι, που μου έπαιρνε με ευκολία και το διπλό σπαθί7 και το δέκα το καλό8. Αυτό που μπόρεσα να ακούσω ήταν κάτι λέξεις για εξορία και για κεντρική επιτροπή. Άκουσα και κάποια ονόματα από τα οποία ξεχώρισα το Γιάννης Πασαλίδης, Μανώλης Γλέζος , Ηλίας Ηλιού και Κώστας Κολιγιάννης9. Ο κύριος που μιλούσε, είπε κάποια στιγμή για την εξορία στον Αη Στράτη. Στο τέλος σαν να μειώθηκαν τα παράσιτα, μπόρεσα να ξεχωρίσω τη φράση: Ακούσατε τη φωνή της Αλήθειας10 . Γρήγορα ο θείος γύρισε το κουμπί και ακούγαμε το τραγούδι άναψε το τσιγάρο δος μου φωτιά με το Σπύρο Ζαγοραίο. Παράξενο μου φάνηκε να λένε από το ράδιο να καπνίζουμε τσιγάρο. Ο μπαμπάς, μας έχει πει ότι θα μας κόψει τα χέρια αν το βάλουμε στο στόμα μας. Ο ίδιος όμως δεν το σβήνει ποτέ και βήχει συνέχεια. Η μαμά μου τον μαλώνει αλλά δυστυχώς δεν την ακούει……………………..
Το κουδούνι χτύπησε δυνατά και πεταχτήκαμε όρθιοι. Αφήστε τα τετράδια σας εδώ να τα πάρω στο σπίτι να τα διορθώσω. Και αύριο να είστε έτοιμοι για τα μαθήματα που είχατε με το δάσκαλό σας είπε η κυρία.
Μερικοί τα άφησαν και έτρεξαν να φύγουν. Κάποιοι φωνάζαμε πως δεν έχουμε τελειώσει. Κυρία, πήρα εγώ το λόγο, αν σταματήσω την έκθεση μου εδώ θα φαίνεται ότι είναι εκτός θέματος. Έχω να γράψω άλλα τόσα. Σας παρακαλούμε……
Εντάξει μας είπε με προθυμία. Θα πάρετε τα τετράδια στο σπίτι και θα μου τα φέρετε την Τετάρτη το πρωί με την έκθεση τελειωμένη. Και να ξέρετε ότι τις καλύτερες θα τις διαβάσουμε στην τάξη. Και όταν πάτε στο γυμνάσιο, θέλω να δείξετε στους Λαινάδες11 ότι τα παιδιά από το Μπαλταλάρ12 είναι πολύ πιο μπροστά στις εκθέσεις.
Έτρεξα στο σπίτι άναψα τη σόμπα και πήρα το τετράδιο να συνεχίσω.
Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 1961- Βράδυ
…..Αφήνω το τσιγάρο και το Ζαγοραίο και γυρίζω ξανά στο θείο Μέμο. Μερικές φορές τον άκουσα αυτόν το θείο να λέει για δοσίλογους , για παρακρατικές ομάδες, για δολοφονία της μάνας του και άλλα τρομερά που όμως δεν τους έδινα σημασία. Σήμερα όμως που ήμουν στο σπίτι του, βάλθηκα να καταλάβω κάτι παραπάνω. Μόλις λοιπόν τέλειωσε ο θείος με το ράδιο τράβηξε για την κουζίνα. Τον ακολούθησα και είδα εκεί τη γειτόνισσά μας τη θεια Γιάνναινα να κλαίει με αναφιλητά.
-Θα γυρίσουν και οι δύο της είπε ο θείος. Είναι σχεδόν σίγουρο. Και ο άντρας σου ο Γιάννης από τον Άη Στράτη. Τριακόσια …άτομα έμειναν ακόμα εκεί. Και ο αδερφός σου ο Βάγιος από την Τασκένδη. Θα ανοίξουν κάποια στιγμή τα σύνορα. Φέτος τελειώνουν τα βάσανά σου . Να ζήσετε και σεις σαν άνθρωποι και όλοι να ανασάνουμε . ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ το 1961. Πες τα και στην κόρη σου την Κούλα να χαρεί. Κοντεύει 15 χρόνων και δεν γνώρισε τον πατέρα της.
Είχα ακούσει για την καημένη την Γιάνναινα από τη μαμά μου αλλά μισόλογα. Είχα ακούσει ότι ο άντρας της πέθανε. Μια άλλη φορά έλεγαν ότι θα ξανάρθει. Ακατανόητα. Αν πέθανε πως θα ξανάρθει; Ο αδερφός της πάλι, λένε ότι βγήκε στο βουνό πριν δέκα και παραπάνω χρόνια και χάθηκε. Το μυαλό μου πήγε στα άγρια και επιβλαβή ζώα που μας έλεγαν στο σχολείο. Ίσως τον κατασπάραξε αρκούδα ή αγέλη λύκων είχα σκεφτεί. Τώρα όμως πως θα ξανάρθει και αυτός; Τι γίνεται στον κόσμο των μεγάλων και μας τα κρατάνε κρυφά, αναλογίστηκα με θυμό. Πρέπει να ρωτήσω το θείο. Θα μου πει όμως;
- Δεν είστε μικροί πια μιλούσε σιγανά ο θείος Μέμος και μας πήρε στην αγκαλιά του. Εγώ και ο ξάδερφός μου είχαμε ζαρώσει και περιμέναμε να μας εξηγήσει.
- Τι είναι θείο η εξορία; Που βρίσκεται αυτός ο Αη Στράτης και τι πήγε να κάνει εκεί ο άντρας της Γιάνναινας; Ο αδερφός της τι ζήταγε στα βουνά; Βροχή οι ερωτήσεις μας αλλά οι απαντήσεις που πήραμε πάλι μισές και δεν τις καταλάβαμε καλά.
- Ο Αη Στράτης είναι ένα μικρό απομονωμένο νησί στο Αιγαίο κοντά στη Λήμνο. Την ξέρετε τη Λήμνο; Όχι, απαντήσαμε με μια φωνή. Άμα κοιτάξετε στο χάρη πάνω – πάνω δεξιά, είναι σαν αγελάδα και ο Άη Στράτης δίπλα μια κουτσουλιά. Εκεί λοιπόν, συνέχισε ο θείος, είναι ένας τόπος εξορίας. Έστειλαν εκεί όλους όσους πολέμησαν τους Γερμανούς και όσους βγήκαν στο βουνό κυνηγημένοι. Ζουν πολύ δύσκολα και δεν ξέρουμε πότε θα τους αφήσουν. Ο αδερφός της χάθηκε στο Γράμμο το 1949. Στην αρχή λέγανε ότι σκοτώθηκε αλλά μετά μάθαμε ότι ζει στην Τασκένδη13. Είναι μία πόλη στα βάθη της Ρωσίας. Παγωνιές και κρύο. Ίσως και αυτός θα γυρίσει κάποτε. Αυτά τα μέρη τα λένε παραπέτασμα.
- Και ποιος είναι αυτός ο Γιάννης Πασαλίδης; Νομίζω ότι έτσι λέγεται ένας κύριος, μηχανικός, που ήρθε για να μοιράσει τα χωράφια μετά τον αναδασμό. Τη δουλειά έχει στο ράδιο;
- Ο Πασαλίδης είναι ο πρόεδρος της ΕΔΑ14. Κατάγεται από τη Σάντα του Πόντου15 , αλλά οι Τούρκοι τους έδιωξαν από εκεί και σκορπίστηκαν . Αυτός πήγε στη Σοβιετικά Ένωση και ήρθε μετά στην Ελλάδα. Είναι γιατρός. Έτσι έδιωξαν και τους άλλους Έλληνες από την Καππαδοκία και τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Άμα μεγαλώσετε θα τα καταλάβετε όλα.
- Και γιατί είπες στη θεία ότι ο άντρας της και ο αδερφός της θα γυρίσουν φέτος;
- Πρωτοχρονιά είναι αύριο. Πρέπει να έχουμε ελπίδες όταν μπαίνει καινούριος χρόνος , απάντησε στενοχωρημένος ο θείος Μέμος, και έφυγε γρήγορα για να μην του κάνουμε άλλες ερωτήσεις.
Έλα Κουστάκ(ι) να με βοηθήις να αδειάσουμε τ’ λίπα16 στου γκάζ17. Θέλου να μι κρατήις λίγου τ’ ζαντήλα18 και γω να τ’ ρίχνου ζεστιά με τ’ χλιάρα19. Άστα τα τιτράδια κόμα δε μπήκις στου σπίτ, με μάλωσε η γιαγιά μόλις γύρισα την Τρίτη το μεσημέρι από το σχολείο. Αύριο το πρωί θα πρέπει να παραδώσω την έκθεση και ακόμα δεν έγραψα για την πρωτοχρονιά. Ντρέπομαι να πω στη δασκάλα να με αφήσει κι άλλη μέρα. Την αγαπώ πολύ όμως τη γιαγιά μου και έτρεξα να τις κάνω το χατίρι.
- Φεύγω τώρα γιαγιά . Πάω να συνεχίσω την έκθεση . Θα γράψω για το βράδυ της πρωτοχρονιάς και το λαχείο Συντακτών που αγόρασε ο μπαμπάς .
- Και τι θα γραψς για του λαχείου; Γράψε δεν κέρδισε και τελείωσες
- Μα θα βάλω φαντασία γιαγιά. Έτσι μας είπε η δασκάλα.
Μου χάιδεψε το κεφάλι, με φίλησε και μου είπε: Τον αδερφό μου το γιατρό μου θυμίζεις. Και κείνος τέτοια μανία με τα γράμματα είχε. Και να καντς λιγ κονομία20 στα ξύλα.
Τρίτη βράδυ 10 Ιανουαρίου 1961
Το βράδυ της πρωτοχρονιάς μαζευτήκαμε όλοι από νωρίς για να είμαστε μαζί όταν γυρίζει ο χρόνος. Θα έρθουν και οι θείες μου με τα ξαδέρφια μου. Μου αρέσουν αυτές οι γιορτές όλοι μαζί αλλά εμένα απόψε με έπιασε μια μελαγχολία για τον άντρα και τον αδερφό της Γιάνναινας, ακόμα και για τους Πόντιους που τους έδιωξαν από τα σπίτια τους. Η μαμά έφτιανε τα βασιλόπιτα στο παλιό μας σπίτι που το είχαμε για κουζίνα μετά το σεισμό του 1954. Ο μπαμπάς μόλις γύρισε από το Καφενείο, κάθισε στη σόμπα και μας φώναξε δίπλα. Ο παππούς έπαιζε κολτσίνα με τη μικρή μου αδερφή, η γιαγιά μόλις είχε ετοιμάσει την κότα για αύριο και μπήκε παγωμένη. Ο αδερφός μου ήταν ακόμα στα μαγαζιά.
- Ξέρετε απόψε κληρώνει το Λαχείο Συντακτών απευθύνθηκε σε όλους μας. Να πούμε τι θέλει ο καθένας άμα κερδίσουμε τον πρώτο αριθμό που είναι ένα εκατομμύριο δραχμές. Μπορεί να κερδίσουμε και ένα ή δύο διαμερίσματα στην Αθήνα. Τέρμα το Μπαταλάρ, Τέρμα οι λάσπες και οι κοπριές. Έβρεξε δεν έβρεξε όλο κοιτάμε προς τα πάνω. Ένα εκατομμύριο και διαμέρισμα στην Αθήνα! Σωθήκαμε! Σαν να το είχαμε κερδίσει μίλαγε ο μπαμπάς.
- Πες μας εσύ πρώτος του είπα εγώ που γενικά μου αρέσουν τα όνειρα. Οι άλλοι καθόντουσαν αδιάφοροι .
- Μόλις, άρχισε ο πατέρας, βγουν οι αριθμοί θα τον κοιτάξουμε καλά για να είμαστε σίγουροι.
- Μα μπαμπά που είναι το λαχείο; Πήρες; τον ρώτησα.
Τη στιγμή εκείνη μπήκε φουριόζα η μαμά και του είπε παρακαλώντας. Άντε να μου φέρεις λίγες τρίχες από τα άλογα 21 , ένα μικρό κεραμιδάκι, και δώσε μου και κανένα πενηντάλεπτο να τα βάλω στη βασιλόπιτα. Φέρε και δυο τρία καθαρά κομματάκια από το άχυρο του παράγγειλε.
- ‘Ώσπου να γυρίσω μου λέει εμπιστευτικά, βάλε μια καρέκλα και δες πίσω από το εικόνισμα. Πάρε το λαχείο το έχω εκεί κρυμμένο. Βάλτο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας να ακουμπάει καλά και πρόσεξε τον αριθμό. Να είναι ακριβώς μπροστά στα μάτια της.
Μόλις βεβαιωθούμε ότι έχουμε κερδίσει, συνέχισε σε λίγο ο πατέρας, θα ξεκινήσουμε για την Αθήνα. Θα πάμε στον Τότσικα22 πρώτα και θα του πούμε: πόσα σε χρωστάω; Δύο χιλιάδες δραχμές; Δώσε μου άλλες τόσες να γίνουν τέσσερις χιλιάδες και σε πέντε μέρες θα σου δώσουμε δέκα. Θα του δείξουμε το λαχείο και την εφημερίδα. Χαζός θα είναι να μη μας δώσει; Θα πάρουμε το τραίνο για την Αθήνα. Εγώ εσύ και ο αδερφός σου. Τους άλλους θα τους πάρουμε μετά. Θα πάρουμε ταξί και θα πάμε σε παραλιακό κέντρο να φάμε τσιπούρα και ροζμπίφ. Σε όποιον δεν μας δίνει από το φόβο μήπως δεν τον πληρώσουμε θα του δείχνουμε το λαχείο. Πρώτος αριθμός! Όλοι θα μας κάνουν τεμενάδες…..
Είπε και άλλα ο μπαμπάς. Ότι θα αγοράσουμε διαμέρισμα, ότι θα δώσουμε μεγάλο ποσό στο θυρωρό που θα αναρωτιέται που τα βρήκαμε, ότι θα πάρουμε αυτοκίνητο και θα κάνουμε έκπληξη στο θείο μου που μένει στον Κορυδαλλό. Τον σταμάτησα για να μιλήσει τώρα ο παππούς
- Όλα αυτά με τα λαχεία είναι φτιαγμένα, είπε ο παππούς. Τα κερδίζουν οι ίδιοι και οι ίδιοι. Δεν είδα κανέναν φτωχό να κερδίσει. Σε μας θα τύχει;
- Άμα παππού, λέμε άμα, τι θα ήθελες;
Πρώτα- πρώτα να δώσουμε σε όποιον χρωστάμε και μάλιστα διπλά. Να περπατάμε πάντα με το κεφάλι ψηλά. Τα άλλα που είπε ο παππούς είναι οικογενειακά μας και δεν θα τα γράψω
Ύστερα ήταν η σειρά της γιαγιάς.
-Θέλω να πάω σε έναν γιατρό στα Τρίκαλα για το χέρια που με τσιοκανίζουν23 και δεν μπορώ να ησυχάσω. Δεν αντέχω άλλο τα πονίδια. Να βοηθήσουμε και τα άλλα τα παιδιά μου για να μπορέσουν να σπουδάσουν όλα τα εγγόνια μου. Και τον ανιψιό μου το Θάνο, που έχει τρείς κόρες. Να μπορέσουν να καλοπαντρευτούν. Εκείνη η μεγαλύτερη, σαν το τριαντάφυλλο είναι, αλλά χωρίς προίκα ποιον θα πάρει;
Ήρθε η σειρά μου.
- Εγώ μπαμπά θέλω να πάμε να δούμε θάλασσα και κύματα. Είναι στ΄ αλήθεια γαλάζια και τα κύματα βγάζουν αφρούς; Ο δάσκαλος μας είπε ότι από εκεί είναι τα χρώματα της σημαίας μας. Θέλω επίσης να πάω να σπουδάσω αλλά αν είχαμε πολλά λεφτά θα ήθελα….
Ήθελα να πω για τις κουβέντες που έκανα με το θείο Μέμο αλλά φοβήθηκα μέρα που είναι μη μαλώσουν. Πες μου ότι δεν θα θυμώσεις του ζήτησα και μου το υποσχέθηκε.
- Να θα ήθελα να κάνουμε ταξίδια. Να πάμε στη Λήμνο και από εκεί στον Αη Στράτη για να φέρουμε πίσω τον άντρα της Γιάνναινας, το μπαμπά της Κούλας. Ύστερα να πάμε στη Σμύρνη και στην Καππαδοκία για να δούμε από που ήρθαν οι πρόσφυγες. Μόλις γυρίσουμε να κάνουμε ένα άλλο ταξίδι στον Πόντο και στην Τασκένδη για να φέρουμε και τον αδερφό της το Βάγιο που δεν χάθηκε στο βουνό αλλά ζει.
Κοκκίνισε ο μπαμπάς αλλά δεν με μάλωσε. Μόνο τον άκουσα να λέει στη γιαγιά: Θα μου τα καταστρέψει τα παιδιά. Δεν φτάνουν τόσοι που σκοτώθηκαν και χάθηκαν. Ο θείος τους πάρα τρίχα το γλύτωσε το απόσπασμα. Και μείς δεν τραβήξαμε λίγα…….
Εκεί μπήκε ξανά η μαμά μου. Εσύ τι θα ήθελες αν κερδίσουμε το λαχείο; Διστακτική αλλά χαμογελαστή η μαμά μου του είπε να ρίξουμε λίγο τσιμέντο έξω από την πίσω πόρτα για να μην φέρνουμε μέσα τις λάσπες. Να πάρουμε μία καινούρια γάστρα και να πετάξουμε τα τσίγκινα πιάτα. Να σπουδάσουμε τα παιδιά για να φύγουν από εδώ. Να πάρουμε και μείς ένα ράδιο.
- Αχ !!γέλασε ο μπαμπάς. Θα σου πάρω μια ηλεκτρική κουζίνα. Βάζεις μέσα το ταψί γυρνάς ένα κουμπί και ψήνεται το ψωμί και η πίτα. Γυρνάς άλλο κουμπί και βράζει η φασολάδα. Ούτε τσάκνα24 ούτε σαμές25 ούτε άχυρα ούτε σβουνιές26. Θα πάμε στην Αθήνα να ζήσουμε σε διαμέρισμα και συ θα πηγαίνεις και στο κομμωτήριο!
Γελάσαμε. Είπαμε και άλλα σαν να φεύγαμε αμέσως για την Αθήνα. Ρυθμίζαμε τι θα κάνουμε με τα ζώα μας, με το αλεύρι που έχουμε στο αμπάρι και με τα μαζεμένα καρύδια από το βαμβάκι που θέλανε καθάρισμα. Να ρίξουμε μια παλιά κουβέρτα στην τουλούμπα για να μην παγώσει. Θα ανέβουμε σε πλοίο και αεροπλάνο! Εγώ δεν μπαίνω είπε ο παππούς. Αν με πιάσει η ανάγκη θα καταβρέχω τον κόσμο από κάτω; Σε αυτή την ατμόσφαιρα με γέλια και χαρά γύρισε ο χρόνος. Είχε δίκιο θείος Μέμος ότι στην αρχή της χρονιάς πρέπει να έχουμε ελπίδα.
Πέρασε η Πρωτοχρονιά. Την Τρίτη ο μπαμπάς γύρισε κάπως λυπημένος από το καφενείο. Δεν κερδίσαμε μου είπε. Τον πρώτο λαχνό τον κέρδισε ένας οδηγός φορτηγού ψυγείου με το βοηθό του. Φτωχοί άνθρωποι είναι. Ο ένας παίρνει πενήντα δραχμές μεροκάματο και ο άλλος εβδομήντα. Το αγοράσανε στην Ομόνοια και η γυναίκα του ενός κόντεψε να τρελαθεί. Ένας από το Βόλο κέρδισε διαμέρισμα και, κοίτα να δεις, ένας που ήταν στη φυλακή επειδή σκότωσε κάποιον με το αυτοκίνητό του, κέρδισε ένα αυτοκίνητο! Α ρε ριμάδα τύχη δεν μας θέλεις ξέσπασε τάχα νευριασμένος.
-Δεν πειράζει μπαμπά τον παρηγόρησα. Του χρόνου.
Πήρα το λαχείο για να το ελέγξω καλύτερα μόλις πάρουμε εφημερίδα.
Με όσα έγιναν αυτή την πρωτοχρονιά άρχισα να σκέφτομαι σαν μεγάλος. Τα κεράκια που ανάψαμε στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα δώρα που τάχατες μας φέρνει ο Άη Βασίλης , τα κάλαντα και τα παιδικά παιχνίδια δεν με τραβάνε πλέον. Και ο ρόλος του Ηρώδη που έπαιξα τα Χριστούγεννα στο θεατρικό του σχολείου, πολύ αστείος μου φαίνεται τώρα. Εμείς παίζουμε σκέφτομαι και ο κύριος Γιάννης είναι σε νησί στην εξορία. Για να δούμε πως θα είναι η επόμενη πρωτοχρονιά το 1962.
- Μπαμπά τα ταξίδια εκείνα τα μεγάλα, θα τα κάνω αργότερα όταν σπουδάσω και βγάλω δικά μου λεφτά, του είπα και χάιδεψα το σχεδόν φαλακρό κεφάλι του. Όμως το Καλοκαίρι θα πάμε να δούμε θάλασσα. Και αν θέλεις μια Τετάρτη που θα πας στο παζάρι στην Καρδίτσα να με πάρεις μαζί σου. Το καλοκαίρι που κοιμόμαστε έξω τα βράδια, βλέπω μακριά στο βουνό κάτι φώτα βαλμένα στη σειρά σαν να ξεκινούν από τον ουρανό και να φτάνουν ως τη γη. Ρώτησα το δάσκαλο και μου είπε ότι είναι κοντά στην Καρδίτσα στη Λίμνη Πλαστήρα. Θα πάμε να δούμε από κοντά τι είναι; 27
Τέλος
Εδώ τελείωσα την έκθεσή μου. Ήθελα να γράψω και άλλα αλλά κατάλαβα ότι δεν θα αρέσει στη δασκάλα. Πρέπει να κοιτάμε και το μέγεθος των εκθέσεών μας και να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια, μας είχε πει.
Την Παρασκευή το πρωί έστειλε τον Τάκη – ένα δυνατό ψηλό παιδί -να πάει στο σπίτι της για να φέρει τα τετράδια. Μπήκαμε μέσα με αγωνία.
- Θα σας διαβάσω τις τρείς καλύτερες εκθέσεις μας είπε χαρούμενη Μπράβο σας.
Άρχισε με την έκθεση της Αννούλας, μετά με του Βαγγέλη και ακολούθησε η έκθεση της Κωσταντίας. Ήταν όλες ωραίες.
- Έχω βέβαια και μια ακόμα του Κώστα, αλλά δεν μπορώ να σας τη διαβάσω. Κώστα να μείνεις στο διάλειμμα να μιλήσουμε.
Πήγα φοβισμένος.
- Η έκθεσή σου είναι ωραία αλλά έχω να σου κάνω μερικές παρατηρήσεις που δεν ήθελα να τις ακούσουν τα άλλα παιδιά. Πρώτα -πρώτα είναι πολύ μεγάλη και πιο πολύ μοιάζει με διήγημα. Σαν να ξεφεύγεις μερικές φορές από το θέμα. Δεύτερον στις εκθέσεις δεν γράφουμε τα οικογενειακά μας μυστικά. Και τρίτον αυτά που γράφεις για εξορίες και γενικά για τα πολιτικά είναι πολύ επικίνδυνα. Μπορεί να σε πάνε στο δικαστήριο και σένα και τον πατέρα σου. Θα ήθελα να του πεις να έρθει να με συναντήσει το συντομότερο.
Έβαλα τα κλάματα. Κυρία δεν μας είπατε να βάζουμε στα γραφτά μας και φαντασία; Και γιατί να με δικάσουν; Φανταστικά είναι όλα. Δικάζεται η φαντασία;
Κώστας Σκούρας Μύρινα 8 Ιανουαρίου 2020
Σημειώσεις
- Βέργα
- Πλύθηκα
3.Τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα κρατούσαν μία μικρή σούβλα στην οποία ο οικοδεσπότης κάρφωνε ένα κομμάτι χοιρινό κρέας
- Γιορτή μετά το σφάξιμο του γουρουνιού
- Είδος παιχνιδιού με τράπουλα
- Παρεξηγείται
- Τραπουλόχαρτο που μετράει μία μονάδα στην κολτσίνα
- Το τραπουλόχαρτο δέκα καρώ. Μετράει επίσης 1 μονάδα
- Γενικός γραμματέας του ΚΚΕ (1956-1972)
- Ραδιοφωνικός σταθμός του ΚΚΕ που εξέπεμπε από τη Λειψία αλλά τα κείμενα γραφόταν στο Βουκουρέστι
- Κοροϊδευτικά οι κάτοικοι των Σοφάδων Καρδίτσας
- Το παλιό Τούρκικο όνομα της Κυψέλης Καρδίτσας
- Πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν στην οποία κατέφυγαν πολλοί μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού μετά την ήττα το 1949
- Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά
- Χωριό της επαρχίας Αργυρούπολης του Πόντου
16.Το λιωμένο χοιρινό λίπος
- Γκαζοτενεκές
18.Τουλουπάνι . Ύφασμα για να στραγγίζεται το τυρί
- Ξύλινη κουτάλα
- Οικονομία
- Σε όποιον έπεφταν οι τρίχες κέρδιζε τα ζώα, το κεραμίδι το σπίτι και το άχυρο τα σπαρτά.
- Παντοπώλης στις Σοφάδες
- Έντονος οξύς πόνος
- μικρά κλαδιά για το άναμμα της φωτιάς
- 25. το ξερό φυτά που μένει αφού πάρουμε το σουσάμι. Καύσιμη ύλη
- Καύσιμη ύλη που γίνεται από τις κοπριές των ζώων
- Πρόκειται για τον φωτισμό του αγωγού που ξεκινά από τη Λίμνη Πλαστήρα και φτάνει και φτάνει στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο.
ΠΗΓΕΣ
Εκτός από προσωπικά βιώματα χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από:
- Αχιλλέας Χ. Χαλβατζάρας ΚΥΨΕΛΗ- Η ιστορία και ο κόσμος της
ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ . Καρδίτσα 2008