Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου: Πηγαίνω να δω τη θάλασσα !
Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, μια κορυφαία λημνιά βραβευμένη λογοτέχνις
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Συγγραφέας αμέτρητων βιβλίων (7 πεζογραφίες), 8 θεατρικών έργων, 2 δοκιμίων, 2 μεταφράσεων, ποιήτρια (7 συλλογές), διδάκτορας πανεπιστημίου, αριστούχος με υποτροφίες στη Γαλλία, διεθνής αναγνώριση, βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών και την Ομάδα Των Δώδεκα. Κι όμως, άγνωστη στον πολύ κόσμο. Όπως άγνωστοι είναι στους περισσότερους από εμάς κι άλλοι κορυφαίοι συμπατριώτες μας άνθρωποι του πνεύματος, όπως π.χ. ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Ρίτσος και οι βραβευμένοι με το Βραβείο Νόμπελ, Σεφέρης και Ελύτης.
Η αείμνηστη Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου γεννήθηκε στη Λήμνο. Πτυχιούχος της Παντείου και του Πανεπιστημίου του Παρισιού, όπου έκανε σπουδές στο Θεατρικό και Φιλοσοφικό Τμήμα της Σορβόνης με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης.
Ας πάρουμε μια γεύση από το βιβλίο της “Απάντηση σ’ ένα γράμμα και μια τύψη” (εκδόσεις Φιλιππότη), που γράφηκε για το Ραδιόφωνο της ΕΡΤ-1 σε μια σειρά εκπομπών με τίτλο “Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο”:
- Εκείνος που στοχάζεται, που ονειρεύεται, γίνεται, χωρίς να το θέλει, ο ανανεωτής της πραγματικότητας.
- Ό,τι καινούργιο θα φέρεις στη ζωή σου ήταν κιόλας μέσα σου κι ετοιμαζόταν.
- Αν η καθημερινότητα σού φαίνεται φτωχή, μην την καταψρονήσεις. Κατηγόρησε τον εαυτό σου, που δεν είναι αρκετά ποιητής, ώστε να μπορέσει να δει τα πλούτη της (Rilke)
- Το ότι υπάρχω, το ότι σκέφτομαι, το ότι θυμάμαι, είναι μια έκπληξη, και σταματώ για να συνειδητοποιήσω αυτήν την έκπληξη, να τη βιώσω, κάθε φορά μ’ έναν καινούργιο τρόπο.
- Μια φορά ζούσαν δυό απλοϊκοί άνθρωποι, κάπου, μακριά από τη θάλασσα. Εκείνος παρακαλούσε κάθε φορά τη γυναίκα του, “Πάμε την Κυριακή να δούμε τη θάλασσα!”. Εκείνη όμως ποτέ δεν είχε χρόνο. Τα παιδιά, το χωράφι, τα ζωντανά. Δεν άδειαζε.
Ο ανθρωπάκος έφυγε από τη ζωή, χωρίς να δει τη θάλασσα. Κι αυτή, τότε, κάθε Κυριακή, ντυνόταν, έπαιρνε μαζί της λίγο ψωμί, και τραβούσε στο μακρύ δρόμο.
– Πού πας, μάννα, κάθε Κυριακή; Την ρώτησαν τα παιδιά. Κι εκείνη απάντησε:
– Πηγαίνω να δω τη θάλασσα.