Με αφορμή την 28η Οκτωβρίου – Η βύθιση του Balkan στην έξοδο του λιμανιού του Μούδρου
Γράφει η Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου
ΕΠΙ ΤΗ ΕΠΕΤΕΙΩ
Η βύθιση του Balkan στην έξοδο του λιμανιού του Μούδρου:
Βαριά φορτωμένο το εχθρικό πολεμικό πλοίο, αργόπλεε ανατολικά της Λήμνου Βουλγάρικο ήταν, συμμαχικό των Γερμανών. Ξεκίνησε απ’ τη Βάρνα βγήκε απ’ τα Δαρδανέλια με προορισμό τον Πειραιά. Τ’ αμπάρια του φορτωμένα πυρομαχικά και το κατάστρωμα γεμάτο τανκς και κανόνια καμουφλαρισμένα με σανά. Έπλεε ανατολικά του νησιού, ανοιχτά του Αγίου Σώζου, όταν αντιλήφτηκε ότι κατασκοπεύεται από το εχθρικό υποβρύχιο (άλλες πληροφορίες λένε πως τα Βουλγάρικα ήταν δύο, το ένα τορπιλίστηκε και βούλιαξε ανοιχτά της Λήμνου και το δεύτερο φοβισμένο διέφυγε τις εχθρικές τορπίλες και κατέφυγε στο λιμάνι του Μούδρου). Το λιμάνι του Μούδρου λόγω της στρατηγικής θέσης του νησιού ήταν επί κατοχής μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές βάσεις των Γερμανών. Την είσοδο του λιμανιού την είχαν συρματοφράξει με τέσσερεις σειρές σύρματα δεμένα σε σημαδούρες που ξεκινήσουν απ’ το μικρό Φαναράκι κ’ έφταναν μέχρι τον Πλόκαμο, μία τοποθεσία πριν απ’ το φακό όπου υπήρχε και φυλάκιο. Είχαν αφήσει μόνο μία ελεγχόμενη διάβαση. Ήταν φυσικό λοιπόν απ’ τη διάβαση αυτή να περνάνε μόνο τα δικά τους πλοία κι’ αυτά των συμμάχων τους. Έτσι το Βουλγάρικο με τη Γερμανική καθοδήγηση, μπήκε με προσοχή στον κόλπο και άραξε στ’ ανοιχτά. Το υποβρύχιο που το καταδίωκε μη μπορώντας να μπει στον κόλπο διέφυγε της Γερμανικής κατασκοπείας και κρύφτηκε πίσω απ’ τη Καστριά. Έτσι ονομάζεται το δεύτερο νησάκι, πίσω από το Κόμπι, εκεί που βρίσκεται το μεγάλο φανάρι στην είσοδο του κόλπου. Είχε μεσουρανήσει η μέρα πάνω απ’ το κόλπο που βαριεστημένος ανάσαινε την υποδούλωσή του, όταν πάνω στο Βουλγάρικο ανάμεσα στους ναύτες ξέσπασε καυγάς και πάνω στη φούντωσή του βγήκαν τα μαχαίρια. Ένα απ’ αυτά μπήχτηκε στα σπλάχνα ενός άμοιρου Βούλγαρου ναύτη που του μελε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή πάνω στο πλοίο, όχι από εχθρικό βόλι αλλά από ομόφυλη μαχαιριά. Νέντζο τον έλεγαν. Τον έβγαλαν στη στεριά και ζήτησαν τον παπά του χωριού να ψάλει την νεκρώσιμη ακολουθία. Ο πάπα-Γιώργης ο Σουπιός, γνωστός πατριώτης αλλά και ευσεβής ιερωμένος δεν μπόρεσε να αρνηθεί το καθήκον του. Ο Βούλγαρος εχθρός μεν, αλλά και χριστιανός ορθόδοξος κι’ ως εκ τούτου το καθήκον τον καλούσε να τελέσει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Άλλωστε ποιος μπορούσε να πει όχι στον εχθρό; Η Gestapo καιροφυλακτούσε να σε ρίξει στο μπουντρούμι ή να σε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η σωρός του Νέντζο ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του χωριού σύμφωνα με τη μαρτυρία του καθ’ όλα αξιόπιστου και ευσεβούς ιερέα παπά-Αντώνη γιό του παπα-Γιώργη του Σουπιού που παπαδοπαίδι τότε συμμετείχε ντυμένος παπαδάκι μαζί με τον αδελφό του τον Πέτρο. Εξάλλου ο σταυρός του τάφου του Νέντζο υπάρχει ακόμα μπρός απ’ το ναϊσκο του κοιμητηρίου. Μετά τον ενταφιασμό ο Βούλγαρος πλοίαρχος για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στους ανθρώπους που βοήθησαν στην κατ’ επιθυμία τους έκβασή της όλης υπόθεσης κάλεσε στο πλοίο τους συμπαρατρεχάμενους για ένα κέρασμα. Έτσι ο παπά- Γιώργης συνοδευόμενος απ’ το δάσκαλό Καρκαλέμη και πολλούς άλλους συγχωριανούς του, μαζί και τα μεγαλύτερα αγόρια του, τον Αντώνη και τον Πέτρο ανέβηκαν στο πλοίο. Σκηνή γκροτέσκα Αγγελοπουλικής σκηνοθεσίας στις αποχρώσεις της γκρίζας μουγκαμάρας. Ένα τσούρμο σκελετωμένο, συρρικνωμένο γύρω απ’ τα οστά του, στριμωγμένο σε μία ατμάκατο, ανέβηκε στο πλοίο για ένα κέρασμα. Ένα κέρασμα που θα χόρταινε τι; Την πείνα της περιέργειας,μιας περιέργειας που είχε ριζώσει στις καρδιές τους από τότε που το είδαν να μπαίνει στο λιμάνι σα γκαστρωμένη φοράδα. Του παπά-Γιώργη η ματιά θόλωσε. Πόσους θα σκότωναν όλα τούτα τα κανόνια και τα πολεμοφόδια; Ένα τεράστιο ερωτηματικό πλανόταν ανάμεσα στις ματιές δάσκαλου και παπά. «Το κέρασμα μας έλειπε» είπε ο δάσκαλος και ο αδύνατος σα καλαμιά παπάς, τραντάχτηκε. Στη κατοχή βέβαια προγούλια και προκοίλια δεν υπήρχαν γενικώς, αλλά ο παπά-Γιώργης ήταν εκ φύσεως αδύνατος, ευθυτενής και εξέπεμπε περηφάνια. Έτσι τον γνώρισα κι εγώ στη δεκαετία του εξήντα κι έτσι έμεινε ως το τέλος του. Ο παπά-Γιώργης λοιπόν ευσεβής ιερέας καθώς ήταν, δεν έπινε και δεν έτρωγε τίποτα απολύτως πριν να ευλογήσει και αρθρώσει μία χριστιανική ευχή. Έτσι, σύμπλεξε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού του κατά πως εθίζουν οι κληρικοί και το χέρι του αεροσχημάτισε εις τριπλούν το σημάδι του σταυρού «Ευλογία Κυρίου, θεός σχωρέστον Κύριε και εν καιρώ ευθέτω καταπόντησον το πλοίον τούτο». Ο δάσκαλος που καθόταν δίπλα του «ενδεδειμένος την διδασκαλικήν ευπρέπειαν» της εποχής και την «υψηλήν της αιδούς αξίαν» τον έσπρωξε διακριτικά. «Πρόσεχε παπά μη σε καταλάβουν κι αντί του πλοίου καταποντιστούμε εμείς» είπε και έσκασε ένα υποκριτικό χαμόγελο στον παρακολουθούντα Βούλγαρο πλοίαρχο … σα να του λέγε « …τυπικότητες του παπά…» Μερικές ώρες αργότερα οι μηχανές του πλοίου άρχισαν να μουγκρίζουν. Στον αερολιμένα μεγάλη κινητικότητα ..εννιά αεροπλάνα σηκώθηκαν, 1 αντιτορπιλικό και 2 τορπιλάκατοι ξεκίνησαν μια νηοπομπή που θα συνόδευε το Βουλγάρικο στην ασφαλή έξοδο του από τον κόλπο, ως να πάρει καθαρή ρότα προς Πειραιά. Το Βουλγάρικο, καθώς βγήκε απ’ το λιμάνι και χάραξε τη ρότα του, δέχτηκε στα απόνερα του μια τορπίλη. Τραυματισμένο άλλαξε ρότα και καθώς πήρε τη στροφή του Κόμπι έγινε ιδανικός στόχος για το υποβρύχιο που καρτερικά περίμενε στο καταφύγιο της Καστριάς. Οι πρώτες κιόλας βολές το βρήκαν στη μεσαριά, το έκοψαν, το βούλιαξαν. Φαίνεται πως ο Κύριος είχε ανοιχτά τ’ αυτιά του στην προσευχή του παπά-Γιώργη. Όλο το πλήρωμα βρέθηκε στη θάλασσα και πάνω στο απελπισμένο του κολυμπητό να βγούνε στην στεριά άρχισαν να πέφτουν απ’ τη Γερμανική νηοπομπή οι βόμβες βυθού για να πλήξουν το υποβρύχιο και το μόνο που πέτυχαν ήταν να αποδεκατίσουν όλους τους Βούλγαρους ναύτες που πάλευαν να σωθούν. Οι παραλίες της ανατολικής Λήμνου γέμισαν ανθρώπινα πτώματα και όχι μόνο. Υπήρχαν δεκάδες γουρουνίσια πτώματα (προφανώς υπήρχαν στα αμπάρια για τη σίτιση των ναυτών). Είχε ειπωθεί τότε πως το υποβρύχιο ήταν ο «Παπανικολής». Από επιμελή έρευνα που έγινε στα έγγραφα του πολεμικού ναυτικού δεν καταγράφεται πουθενά δραστηριότητα του «Παπανικολή» στο Β. Αιγαίο τη συγκεκριμένη εποχή. Εκείνη την εποχή το «Παπανικολής» επιχειρούσε στην Αίγυπτο. Όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν πως το υποβρύχιο Balkan βυθίστηκε από το Βρετανικό υποβρύχιο HMS SPORTMAN στις 23 Δεκεμβρίου του 1943 Επειδή όμως την ιστορία τη γράφουν οι μαρτυρίες, παραθέτω αυτή του καπεταν Φώτη του Καλαθά, ενός ανθρώπου που κουβαλούσε στο μυαλό του ολόκληρη την κατοχή, στο αίμα του και στη καρδιά του όλες τις θάλασσες και τα λιμάνια του κόσμου. Σ’ ένα απ’ τα ταξίδια του, τα Καββαδίσια, ο καπετάν Φώτης συνάντησε στην Ταναναρίβη της Μαδαγασκάρης τον Ιατρίδη, τον τότε πλοίαρχο του «Παπανικολής». Μυτιληνιός ήταν ο Ιατρίδης κι ανάμεσα στη βότκα και το ουίσκι εκεί στη μακρινή Ταναναρίβη τον διαβεβαίωσε πως σε εκείνη τη δραστηριότητα έξω από το Κόμπι του Μούδρου δεν είχε λάβει μέρος το «Παπανικολής». Το υποβρύχιο πράγματι ήταν Βρετανικό. Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου