Μέχρι της αρχές της δεκαετίας του 1950 υπήρχαν στη Λήμνο δύο καλλεργούμενες παλιές ποικιλίες βαμβακιού, η μια με λευκό χρώμα ίνας και η άλλη με φυσικό κοκκινωπό, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν λόγω της εισαγωγής της αμερικάνικης ποικιλίας Άκαλα. Σήμερα που γίνεται έρευνα για βαμβάκι με φυσικό χρωματισμό, η ποικιλία με το κοκκινωπό χρώμα θα ήταν πολύτιμη για την οικονομία του νησιού, μια ακόμα απόδειξη για την ανάγκη διατήρησης και διάσωσης του γενετικού υλικού. Σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του Αθανάσιου Κουντουρά: “Το μπαμπάκι της Λήμνου ήταν εφάμιλλο της Αιγύπτου. Ήτανε ποικιλία Acala και είχε ίνα μακριά. Η Λήμνος, λόγω της ποιότητας του, είχε κηρυχτεί σε σποροπαραγωγικό κέντρο βάμβακος, απ’ όπου έφευγε ο σπόρος και πήγαινε σ’ όλη την Ελλάδα”. Έτσι το 1956 το βαμβάκι ήταν το κύριο προϊόν της Λήμνου, καθώς η μακριά και η εξαίρετη ποιότητα το καθιστούσαν δημοφιλές. Κάποιοι -ηλικιωμένοι πια- Λημνιοί λένε με περηφάνια για το βαμβάκι που παρήγαν: “έμοιαζε σαν μετάξι, καλύτερο ακόμα και από το Αιγυπτιακό”.
Οι καλλιέργειες βαμβακιού ήταν ποτιστικές. Στη χρυσή δεκαετία του βαμβακιού, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 έως τα μέσα της δεκαετίας του ΄60, η μέγιστη παραγωγή του έφτασε 6.000.000 οκάδες (πληροφορίες από ΕΑΣ Λήμνου 2010).
Η εμφάνιση αργότερα του ρόδινου σκουληκιού, που μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε μαζί με την αμερικάνικη ποικιλία, σύμφωνα με τους ντόπιους, καθώς και η συνέχιση της χειρωνακτικής συλλογής του – και όχι μηχανικά, όπως συνέβη στην υπόλοιπη Ελλάδα – δηλαδή η αύξηση μεροκάματου σε συνδυασμό με την έλλειψη εργατικών χεριών λόγω της μετανάστευσης, οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψη της καλλιέργειας.