Περιοδικό

Ο Γιώργης που έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία

Ο Γιώργης που έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία

Επιμέλεια Θ. Δημητριάδη

Ο Γιώργης έφυγε μετανάστης για τη μακρινή Αυστραλία αμέσως μόλις απολύθηκε από φαντάρος. Του είχε κάνει ‘πρόσκληση’ ένας μπάρμπας του. Ο πατέρας είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο. Ο Γιώργης ήταν εδώ και χρόνια ο «άντρας» της οικογένειας. Ένα καχεκτικό, αμούστακο παλικαράκι κουβαλούσε στους ώμους του από 14 ετών τις έγνοιες και τις υποχρεώσεις μιας ολόκληρης φαμίλιας. Τρεις αδελφάδες που έπρεπε να προικιστούν και να παντρευτούν και ένα μικρό αδελφάκι που ήταν στην κοιλιά ακόμα όταν ορφάνεψε από πατέρα. Κι εκείνη η δόλια η χήρα η μάνα, τι να πρωτοέκαμε, πού να πρωτοέδινε απολογία; Στους πέντε δρόμους τους άφηκε ο μακαρίτης. Ευτυχώς είχε το Γιώργη της, το στήριγμά της.

Μαύρη πέτρα έριξε ο Γιώργης φεύγοντας για την ξενιτιά. Έκανε το σκατό παξιμάδι να παντρέψει μία μία τις αδελφές του και να στείλει με χίλια ζόρια και στερήσεις το μικρό του αδελφό, τον Άγγελο, στο γυμνάσιο «εφόσον τα έπαιρνε τα γράμματα». Θα ήταν κρίμα να έμενε το παιδί αγράμματο, ‘ξύλο απελέκητο’, όπως είχε μείνει ο ίδιος. Γιατί και ο Γιώργης πρώτος μαθητής ήταν στο δημοτικό. Στα μαθηματικά ειδικά ήταν ‘ατσίδας’. Όμως τον πρόλαβε ο πόλεμος, ύστερα ο χαμός του πατέρα και η απότομη ενηλικίωσή του που τον έκανε υπεύθυνο για τις τύχες των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του. Αν ο Γιώργης κοίταζε μόνο την πάρτη του τότε, θα πέθαιναν από την πείνα και τις κακουχίες οι γυναίκες και το νεογέννητο.

 

Το τραίνο είχε σφυρίξει για το Γιώργη, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Για το μικρό όμως τα πράματα ήταν τελείως διαφορετικά. Η ζωή του είχε χαρίσει ένα πλατύ χαμόγελο. Ο Άγγελος θα σπούδαζε. Μετά από δεκαπέντε χρόνια περίπου, το νερό είχε μπει πια στο αυλάκι για την οικογένεια. Οι κοπέλες είχαν όλες αποκατασταθεί και ο μικρός τέλειωνε το εξατάξιο γυμνάσιο.

Ένα βροχερό απόγευμα ο Γιώργης, έγραψε ένα γράμμα στη μάνα.

«Αγαπημένη μου μάνα, είμαι καλά στην υγεία μου και το ίδιο επιθυμώ και δια εσάς. Η δουλειά εδώ στην ξενιτιά είναι όπως την ξέρεις. Να μας ζήσει το καινούργιο ανιψίδι. Από όσο μου γράφετε, οι αδελφάδες μου είναι όλες καλά. Χαίρομαι γι’ αυτό. Και ο μικρός να συνεχίσει το διάβασμα με όρεξη. Να γίνει επιστήμονας. Η δουλειά του εργάτη είναι πολύ σκληρή. Αυτός έχει την ευκαιρία να ξεφύγει από τη μαυρίλα και τη μουντζούρα. Καιρός μάνα να φτιάξω κι εγώ τη ζωή μου. Τα πέρασα τα τριάντα- πέντε. Εδώ οι γυναίκες δεν είναι ‘για σπίτι’ όπως το εννοούμε εμείς στο χωριό. Γι αυτό το σκέφτηκα και αποφάσισα να το προχωρήσεις εκείνο το προξενιό που μου’ λεγες στο προηγούμενο γράμμα σου, με τη τσούπα του Μιχάλη, του τσαγκάρη. Από τη φωτογραφία που βγήκε με τη Βαγγελιώ μας από το πανηγύρι του Σωτήρος, ομορφούλα φαίνεται και καλοφτιαγμένη. Αν τελικά στρέξει το συμπεθεριό, θα πρέπει να έρθει εδώ και να δουλέψει κι αυτή. Να της τα πείτε αυτά της κοπέλας, μη θαρρεί ότι η Αστράλια έχει καθισιό. Εγώ μάνα, μετά και την παντρειά της Βαγγελιώς μας, είμαι για άλλη μια φορά ταπί. Δεν περισσεύει ούτε ένα δολάριο. Ξέρω ότι σου είχα τάξει να ερχόμουνα εφέτος, αλλά αδύνατον. Τα έξοδα είναι πολλά. Κάνε μάνα κουράγιο και υπομονή για την αντάμωσή μας. Όπως είπαμε για το κορίτσι. Αν συμφωνήσει, ας γίνουν εκεί τα αρραβωνιάσματα από τον παπά Κυριάκο και θα της πλερώσω εγώ το εισιτήριο για να έρθει. Πιστεύω σε λίγους μήνες να τα καταφέρω. Μόλις φτάσει με το καλό στην Αστράλια, θα περάσουμε τα στέφανα. Χαιρετισμούς στα κορίτσια και στο σπόρο και σε όλους τους συγχωριανούς. Περιμένω σύντομα νέα σου. Σε γλυκοφιλώ, ο Γιώργης σου».

 

Ποτάμια έτρεχαν τα δάκρυα από τα μάτια της θειά Μαριώς κάθε φορά που λάμβανε γράμμα από το παλικάρι της. Το παιδί που είχε να δει πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Το άξιο αγόρι της που ‘κράτησε’ την οικογένεια αυτή και τους φρόντιζε όλους τόσα χρόνια, θυσιάζοντας τα νιάτα και τα όνειρά του. Πόσο του άξιζε να ενώσει τη ζωή του με μια άξια κοπέλα και να νοικορευτεί κι αυτό, να κάνει παιδιά και να μην μείνει μαγκούφης στα μαύρα τα ξένα!

Η Διαμαντούλα ήταν τέταρτη στη σειρά από τις πέντε θυγατέρες που είχε ο Μιχάλης ο τσαγκάρης. Οι άλλες τρεις, κουτσά στραβά ‘κουκουλώθηκαν.’ Αλλά πλέον το ταμείον ήταν μείον. Εκτός από κάτι σεμέδες και ασπρόρουχα που κεντούσε η ίδια, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο για προίκα. Ο Μιχάλης είχε ξεπαραδιαστεί να παντρέψει τις τρεις μεγαλύτερες. Ετούτες οι δυο μικρές ή θα έμεναν στο ράφι ή θα έπρεπε να ρίξουν νερό στο κρασί τους στην επιλογή συζύγου. Η Διαμάντω ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών όταν η κυρά Δέσποινα, η προξενήτρα, ανηφόρισε στο τελευταίο σπίτι, ψηλά στο βουνό, με την ‘χρυσή τύχη’ για το κοριτσόπουλο.

 

«Λεβέντης, νοικοκύρης, ένα παιδί-μάλαμα! Αρχόντισσα και κυρά θα την έχει τη θυγατέρα σου Μιχάλη μου, ο Γιώργης, της Μαριώς της χήρας».

«Σάματις να είναι μεγάλος. Και γιατί δεν έχει φανεί ούλα αυτά τα χρόνια; Μπας και απόκτησε κάνα κουσούρι εκεί στη ξενιτιά;»

«Τι μεγάλος καλέ; Μια χαρά είναι στα χρόνια. Τι θέλεις κανένα μυξιάρικο; Σκοπός είναι το κορίτσι σου να πέσει σε αντρός πλάτες, να νιώσει σιγουριά. Και ούτε κουσούρι έχει! Άντρας με τα ούλα του είναι! Ο Γιώργης και παράδες έχει τόσα χρόνια που δουλεύει και μετρημένος είναι, ούτε πίνει, ούτε το τσιγάρο έμαθε, ούτε το χαρτί. Πώς θαρρείς ότι καλοπάντρεψε τρεις αδελφάδες και σπουδάζει το μικρό; Μόνο ένας προκομμένος το καταφέρνει αυτό! Δώσε λοιπόν την ευκή σου, να κάνει τα αρραβωνιάσματα ο παπάς και να ετοιμαστεί σιγά σιγά για τη Αστράλια η μικρή!»

«Ωρέ τι λες μωρή Δέσπω; Δεν θα κατέβει στο χωριό να τον ιδούμε;»

«Δε μπορεί να αφήκει κοτζάμ δουλειά για να παντολογιέται στο χωριό. Είναι σε σπουδαίο πόστο. Και τι θαρρείς ότι η Αστράλια είναι δίπλα; Να, ορίστε φωτογραφία για να τον ιδείτε. Από το γάμο της Βαγγελιώς πρόπερσι».

Με τα πολλά, η προξενήτρα έπεισε πατέρα και κόρη και την επόμενη Κυριακή έγινε ο εξ αποστάσεως αρραβώνας. Οι αρραβωνιασμένοι άρχισαν να αλληλογραφούν μέχρι να περάσουν οι μήνες που η Διαμαντούλα θα ταξίδευε για το εξωτερικό. Στο διάστημα αυτό ο πάγος κάπως είχε σπάσει. Είχαν μάλιστα μιλήσει και δυο φορές στο μοναδικό τηλέφωνο του χωριού που βρισκόταν στο καφενείο.

 

Ο Γιώργης και η Διαμάντω συναντήθηκαν στο λιμάνι. Η αναγνώριση έγινε μέσω της φωτογραφίας που κρατούσε ο καθένας στο χέρι του. Της φωτογραφίας που ένωσε τις τύχες και τις ζωές τους.

Άλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλες ανάγκες. Στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, την πρώτη θέση κατείχε η επιβίωση. Ευτυχώς που η Μοίρα βρισκόταν στις καλές της και το ζευγάρι πέρασε μια όμορφη ζωή. Η σχέση τους βασιζόταν όλα αυτά τα χρόνια στον αμοιβαίο σεβασμό και την αλληλοεκτίμηση. Δεν υπήρχε κεραυνοβόλος έρωτας με την πρώτη ματιά. Υπήρχε όμως βαθιά αγάπη. Έκαναν παιδιά, εγγόνια και το μεγαλύτερο μέρος της κοινής τους ζωής πέρασε στη βιοπάλη, αγόγγυστα, χωρίς παράπονα και γκρίνιες. Δέκα χρόνια μετά το γάμο τους επισκέφτηκαν επιτέλους την πατρίδα, οικογενειακώς. Οι νέες υποχρεώσεις συνεχώς ανέβαλλαν το ταξίδι του Γιώργη. Ήταν κι εκείνο το μεταπτυχιακό του μικρού. Ο Γιώργης στήριζε ακόμα τον Άγγελο. Χαλάλι του όμως. Είχε καταφέρει να γίνει κοτζάμ γιατρός!

Παρόλο που τα οικονομικά του Γιώργη για άλλη μια φορά δεν ήταν ανθηρά, το ταξίδι δεν έπαιρνε άλλη παράτα. Νισάφι πια! Ένα τέταρτο του αιώνα είχε περάσει! Η θειά Μαριώ, βαριά άρρωστη πια, υπόμενε καρτερικά το ξενιτεμένο της παιδί.

«Σε περίμενε», του είπαν οι τρεις του αδελφές.

Μετά από είκοσι πέντε χρόνια, μάνα και γιος αντάμωναν.

«Γιώργη μου!», έβγαλε μια μακρόσυρτη φωνή η θειά Μαριώ. Εκεί που ήταν κατάκοιτη, βρήκε τη δύναμη και ανασηκώθηκε να σφιχταγκαλιάσει το πρωτότοκο παιδί της, τον ήρωα και σωτήρα της. Γύρω της μαζεύτηκε όλη η οικογένεια του Γιώργη.

«Let’s take a photo of granny!», είπε η μεγάλη του κόρη, η Μαρία που είχε μια Polaroid φωτογραφική μηχανή που έβγαζε στιγμιαίες φωτογραφίες.

Η θειά Μαριώ έλαμπε στη φωτογραφία. Αυτή η επίσκεψη του παιδιού της και της φαμίλιας του, έδωσε στην ψυχή της φτερά. Μόνο όταν χόρτασε την αγκαλιά και τα φιλιά τους πέταξε για το μεγάλο της ταξίδι…

(πηγή και φωτογραφία: Αναστασία Λαζαράκη)

 

Ο Γιώργης.jpg

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button