Ο Τρύγος στην Αγιά Σοφιά και τη Φισίνη ! Ένα θαυμάσιο κείμενο του Μ. Μπόλαρη
Με τη διευκρίνηση ότι ο Μάρκος Μπόλαρης είναι Λημνιός, από τη Μητέρα του και Βουλευτής κατ’εξακολούθηση, κάποτε με το ΠΑΣΟΚ και στην τελευταία Βουλή του ΣΥΡΙΖΑ και Υπουργός, σας παραθέτω ένα κείμενο του, όπως το βρήκα απο ανάρτηση του Χρήσου Κακαρνια, ο οποίος το χαρακτηρίζει “θαυμάσιο” και εγώ πολύ επίκαιρο Η.Κ.
Χρηστός Κακαρνιάς : Ένα θαυμάσιο κείμενο για τον τρύγο των παιδικών χρόνων του Μάρκου Μπόλαρη, στο χωριό της μητέρας του, τη Φισίνη της Λήμνου !!!
“Με το μικρό καλάθι γεμάτο χρυσοπράσινα τσαμπιά μοσχάτου επέστρεψα στο χωριό απ’ τ’ αμπέλι. Είναι στον αμμουδερό δρόμο γιά το Λουρί, το μεγάλο αμπέλι με το μοσχάτο σταφύλι. Η αγαπημένη μας ακροθαλασσιά γιά κολύμπι, ανατολική, στραμμένη προς την αγιασμένη και μυροβλύζουσα Μικρασία. Αμμούδα , που την σχίζουν κάθετα μακρόστενοι βράχοι, μισό κρυμμένοι στην άμμο του βυθού, μέχρι που χάνονται στα βαθιά του όμορφου κόλπου, μακρόστενοι βράχοι, σαν λουριά , που χάρισαν και το τοπωνύμιο, Λουρί. Κι είναι στο βόρειο κάβο τούτου του ήρεμου προσήνεμου γυαλού που στέκει ευλογών ο Άγιος Σώζων, προστάτης της Λήμνου, των κεχαγιάδων της και των ναυτικών που ταξιδεύουν στο Αιγαίο, τα Στενά, τον Μαρμαρά, τον Βόσπορο, και τη Μαύρη Θάλασσα , κι απέναντί του, στην άλλη άκρη της θαλασσινής αγκάλης, στο νότιο κάβο, στο νοτιοανατολικότερο σημείο του νησιού , που ασπρίζει το ξωκκλήσι , ταπεινότερο, της Αγίας Ειρήνης, για να ειρηνεύει τις θάλασσες και τα μπουγάζια.
Ωρίμασαν , είπε ο θείος Παναγιώτης, γεωργός και μελισσουργός, καφετζής και μπακάλης, ψαράς και αμπελουργός ! Εργατικός, άξιος, ίσιος μα και ζόρικος. Με λένε Ντελή, έλεγε υψώνοντας τη φωνή, όταν αγρίευε !
Οι αγάπες δεν κρύβονται .
Θα γιορτάσουμε το πανηγύρι της Αγιά Σοφιάς, είπε, και την άλλη μέρα θα τρυγήσουμε.
Γιορτή και το σεμνό πανηγύρι στο όμορφο χωριουδάκι της Αγιά Σοφιάς, που σκαρφαλωμένο στο όμορφο βουνί, το Παραδείσι αγναντεύει τον μικρό κάμπο της Σκάλας, τους Πύργους, τη Φισίνη , τη Γούδλα, και το Σκαντάλη, και μετράει στους αιώνες τα καράβια που θαλασσομάχονται γιά να μπούν στον Ελλήσποντο, ή που φορτωμένα έρχονται σπ’ τον Εύξεινο. Γιορτή , μικρή πανήγυρη, κεχαγιάδικος χορός και λύρα νησιώτικη, ανθρωπιά κι απλότητα στην πλατεία της Αγιά Σοφιάς.
Αξέχαστη η έκρηξη ιδιαίτερης γεύσης από μιά μπουκιά λιαστό χταπόδι , κέρασμα του ψαρά του χωριού, που καθώς ήταν πλέον ο μόνος που ανοιγόταν στο πέλαγος γιά ψάρεμα με ιστίο, είχε το π’νώμ’ “το Πανί”!
Αρχαίο χωριό η Αγιά Σοφιά, κοντά στην αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης, την Πολιόχνη, με την αρχαιότερη βουλή στον κόσμο, που με επιμέλεια ανέσκαψε κι ανέδειξε η σκαπάνη της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής, επαληθεύοντας και πάλιν τα ομηρικά έπη, χωριό που είδε Αχαιούς και Τρώες, Μινωίτες και Φοίνικες, τον Ιάσονα και την Αργώ. Αθηναίους θαλασσοκράτορες και Σπαρτιάτες, Πέρσες και Μακεδόνες, Ρωμαίους και Ρωμιούς υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, Άραβες, Σαρακηνούς και Βενετσιάνους, Κομνηνούς και Παλαιολόγους, Οθωμανούς και Βρεττανούς , Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς.
Γιορτή και την επομένη της Αγιά Σοφιάς. Άλλης τάξης πανήγυρη.
Στις τέσσερις σηκωθήκαμε.
Γιορτή ο τρύγος !
Με κούραση ! Πολλή κούραση !
Αλλά πανήγυρη !
Φορτώσαμε στα γαιδουράκια τα κοφίνια, τα απαραίτητα . Έτοιμος κι ο Παπά Θανάσης. Ήρθε με την παπαδιά επωχούμενη στη γαιδουρίτσα. Αχάραγα αρχίσαμε . Ευλογητός ο Θεός ! Έξ νομάτοι στον τρύγο, ο θείος κι η θειά Κωνσταντίνα, αγαπημένη αδελφή της καλής μου γιαγιάς Δέσποινας, που στα 36 της άφησε ορφανή την δωδακάχρονη μάννα μου, παπά Θανάσης κι η πρεσβυτέρα, το Βεφώ, όπως με αγάπη υποκοριστικά αποκαλούσαν στο χωριό την μάννα μου, Γενοβέφα βαφτισμένη, κι έσχατος εγώ. Η γιαγιά Βασίλισσα, η πρόγιαγιά μου θά είχε την έγνοια του σπιτιού, ζυγώνοντας τους ενενήντα χρόνους της. Όταν γλυκοχάραζε ο ήλιος, ανατέλλοντας μέσα από τη θάλασσα , χρυσώνοντας το πέλαγο ανάμεσα Λήμνο και τη μικρασιατική Αιολία, καθώς οι κουτσ’λίτες κι οι πέρδικες απ’ το πλάι χαιρέτιζαν το πρώτο φώς και την ομορφιά της μέρας, ήταν έτοιμο και το πρώτο φορτίο.
Παρατηρούσα για να μάθω. Είχα ένα τσεκμέ για να κόβω τα τσαμπιά των σταφυλιών. Έβλεπα την σχέση του αμπελουργού με τα κλήματα. Σαν να τα αγκάλιαζε. Τα αγκάλιαζε. Αγαπητικά ! Σχέση ζωής ! Σαν να τα χάιδευε. Τα χάιδευε ! Υμείς εστέ τα κλήματα , κατά την ευστοχία της Κυριακής παραβολής ! Η άμπελος και τα κλήματα κι ο οίνος . Τι λέξεις ! Τι διαδρομή , οίνωψ πόντος, λέει ο Όμηρος ! Τι γλώσσα η ελληνική ! Ναί, σαν να χόρευε με το κάθε κλήμα ξεχωριστά, τρυγώντας . Είναι κι ο κόπος μιάς χρονιάς, σκάλισμα, σκαλίσματα, κλάδεμα, κορφολόγημα, θειάφισμα ! Προσωπική η σχέση αμπελουργού και κλήματος. Ειλικρινής. Δεν αντιγράφεται. Μιμήθηκα απλώς τις κινήσεις. Με κέφι.
Κεφάτη η των τρυγητών παρέα μας. Πανηγυριώτικη.
Πρωτογέμισαν τα κοφίνια.
Φορτώθηκαν στις υπομονετικές και πρόθυμες γαιδουρίτσες, δυό κοφίνια η κάθε μιά. Τις συνόδευσα στο χωριό. Θα πηγαινοέρθουν πολλές φορές μέσα στη μέρα. Ο Γιώργος , του θείου Αλέκου, πρωτοξάδερφος της μάννας μου, ναυτικός, ψαράς, μερακλής, είχε ήδη πιεί τον πρώτο καφέ. Ξεφορτώσαμε. Είχε την ευθύνη και με κέφι όπως πάντα , μεριμνούσε γιά το άδειασμα της φετινής σοδειάς στο πατητήρι, στο λινό.
Λημνία σταφυλή , λέει ο Ησίοδος, απ’ τους αρχαίους χρόνους. Τότε που πρωτοχάραζαν οι Έλληνες εν σοφία τις λέξεις σε μάρμαρα και κεραμεικά. Λημνιό και το κρασί που προμηθεύονταν οι Αχαιοί, πολιορκώντας την Τροία γιά να πάρουν οι Έλληνες στην κατοχή τους την Ωραία Ελένη , που βέβαια δεν ήταν πουκάμισο αδειανό , αλλά ήταν η είσοδος κι ο έλεγχος στον Ελλήσποντο κι τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τον Κεράτιο κι τον Βόσπορο, τον Εύξεινο Πόντο και τη Κριμαία , την Ταυρίδα και όλα αυτά γιά το χρυσόμαλλον δέρας των εμπορευμάτων, του σταριού, των μεταλλευμάτων και του πλούτου στους αιώνες. Μέχρι σήμερα !
Το αμπέλι με την Λημνία σταφυλή και το εξαιρετικό κρασί της, που προτιμούσε κι ο μέγιστος των φιλοσόφων ο Αριστοτέλης, ήταν στην άλλη πλευρά. Φυτεμένο από τον παππού Χρυσάφη, όνομα και πράγμα. Ωραίος, καλωσυνάτος, εργατικός, νοικοκύρης είχε φυτέψει το αμπέλι με το λημνιό, το καλαμπάκι, σε ελαφρό ύψωμα, κοντά στους τρείς μύλους, τους ανεμόμυλους, που απλώναν τις κεραίες και τα πανιά τους απέναντι στο βοριά, στη προαιώνια πηγή ενέργειας. Τρυγήσσμε και την επομένη ! Κυκλωμένο με τζιτζιφιές το αμπέλι , γιά προστασία των κλημάτων απ’ τη ντραμ’ντάνα, τον ισχυρό βοριά, που ξεχύνεται απ’ τα βουνά της Θράκης, ξεκουνά τη Σαμοθράκη και την Ίμβρο, για να δροσίσει την ανεμόεσσα, κατά την ομηρική κάλαμο, τότε και τώρα ανεμόεσσα Λήμνο. Είναι ανάσα οι τζιτζιφιές , που σκιάζουν τον αμπελότοπο. Ο ήλιος των γλυκών ημερών του Σεπτέμβρη , του πιό γλυκού μήνα του χρόνου, αποκάμνει τους μοχθούντες τρυγητές.
Καλή η σοδειά, καλή η ποιότητα των σταφυλιών. ξηρικών, γινωμένων σ’ αμπέλι μέσα σε αμμούδα. Δόξα τω Θεώ! Προσδοκία καλού κρασιού.
Η τέχνη της οινοποιίας πατροπαράδοτη, από τότε που ο Θόας, κρητικός, μινωίτης, ανέλαβε βασιλιάς της Λήμνου, φυτεύοντας αμπέλια στη ηφαιστειακή γή του νησιού, που λάτρευε τον γιό του Δία τον Ήφαιστο, δημιουργώντας παράδοση τριών και πλέον χιλιετιών εξαιρετικού οίνου ! Μέχρι σήμερα, Νύν και αεί !
Ο μεσημεριανός ύπνος, μ’ ανοιχτό το βορινό παραθύρι, που φέρνει τη δροσιά του πελάγου απ’ την Αγιά, το λιμανάκι του χωριού, και αρμυρίζει το υπνοδωμάτιο, μετά τον κάματο του τρύγου, πραγματική ευλογία. Δεν πολιοκοιμήθηκα. Έσπευσα στο Λουρί , μέσα στη ζέστη του απομεσήμερου, γιά το τελευταίο κολύμπι του καλοκαιριού .
Άλλης αίσθησης απόλαυση ! Η αγκαλιά , η δροσερή αγκαλιά του Αιγαίου, η μυρωδιά της αρμύρας , το χάιδεμα του λεβάντε στο πρόσωπο , σαν χαιρετισμός ερωτικός του καλοκαιριού που φεύγει.
Σαν φιλί υπόσχεσης για ανανέωση της συνάντησης με το “Σώμα του καλοκαιριού” , που υμνεί ο Οδυσσέας Έλύτης, Σαν αρραβώνας γιά το ξανασμίξιμο με την θεικά σμιλεμένη ομορφιά του Αιγαίου, τ’ αρώματα της Λήμνου, μ’ ένα ποτήρι, αριστοτελικής προτίμησης, ευωδιαστό οίνο Λημνίας σταφυλής, ευφραίνοντος καρδίαν ανθρώπου !”
Μάρκος Μπόλαρης