Περιοδικό

Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων και μια ωραια Ιστορια Αγαπης

Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων

Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

 Η 1η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ως Παγκόσμια Ημέρα Τρίτης Ηλικίας με σκοπό να δίνουμε αξία και τιμή στους ηλικιωμένους και ταυτόχρονα να ασχολούμαστε και να λύνουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Τι γιορτάζουμε αυτή τη μέρα;

Αναγνωρίζουμε την προσφορά τους και τη συμβολή τους στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Οι ηλικιωμένοι δεν εργάζονται μεν, αλλά προσφέρουν εθελοντικά τις εμπειρίες και τις γνώσεις τους.

Η γυναίκα μου, για παράδειγμα, είναι πολύ καλή μαγείρισσα. Έχει διάφορα βιβλία συνταγών μαγειρικής και συχνά μαγειρεύει πρωτότυπα φαγητά, με μανιτάρια, ρύζι κινέζικο με διάφορες σάλτσες, αβοκάντο, ξύδι μπαλσάμικο και ρόδια στη σαλάτα, και άλλα τέτοια. Εντούτοις, τη μητέρα μου δεν μπορεί να τη φτάσει. Άλλη νοστιμιά έχουν τα κεφτεδάκια ή τα γιουβαρλάκια της γιαγιάς, που τα φτιάχνει χωρίς συνταγή, με την πείρα και το μάτι!

Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι βοηθούν τα παιδιά τους φροντίζοντας τα εγγόνια. Μάλιστα με την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, πολλοί άνεργοι εξαρτώνται πλέον οικονομικά αποκλειστικά από τους ηλικιωμένους γονείς και παππούδες τους.

Οι ηλικιωμένοι έχουν ένα ελάττωμα. Δεν θέλουν να πετάξουν τίποτα. Το σπίτι τους είναι πραγματικό μουσείο με χιλιάδες πράγματα, που σε μάς τους νεότερους φαίνονται άχρηστα (όπως λ.χ. παλιά ρούχα, σερβίτσια καφέ, παλιά κουζινικά, σεμέν, διακοσμητικά, κ.ά.), που για αυτούς είναι πολύ σημαντικά. Εμείς οι νεότεροι παρακολουθούμε τη μόδα και αγοράζουμε καινούργια ρούχα και παπούτσια 2–3 φορές το χρόνο, ενώ οι ηλικιωμένοι φοράνε τα ίδια 15 – 20 χρόνια!

Επίσης, δεν θέλουν να φύγουν από το σπίτι τους και να πάνε να ζήσουν μαζί με τα παιδιά τους σε άλλο μέρος. Προτιμούν μόνοι στο γνωστό τους χώρο, στο σπιτάκι και τη «γωνιά» τους, παρά στο μοντέρνο σπίτι των παιδιών.

«Για να μη τους ενοχλούμε», λένε, αλλά στην πραγματικότητα δεν θέλουν να αποχωριστούν αυτά που έχουν συνηθίσει τόσα χρόνια στο δικό τους σπίτι.

Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν κανέναν να τους φροντίζει, συνήθως επειδή τα παιδιά τους είναι πολύ μακριά στο εξωτερικό, κι αναγκάζονται να ζουν είτε μοναχικά είτε στο γηροκομείο.

Το γηροκομείο οι περισσότεροι ηλικιωμένοι δεν θέλουν ούτε να το ακούν και πολύ δύσκολα θα πάνε σ’ αυτό.

Παλιότερα δεν υπήρχαν Υπηρεσίες Κοινωνικής Φροντίδας «Κατ’ οίκον» από τον Δήμο, ούτε τόσοι πολλοί «Οίκοι Ευγηρίας», ούτε τόσο πολλές μικρές αγγελίες στις εφημερίδες για κυρίες που φροντίζουν ηλικιωμένους. Τον τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα από τότε που χιλιάδες υγειονομικοί απολύθηκαν (μπήκαν σε αναστολή) και έμειναν άνεργοι, είδαμε πολλές τέτοιες μικρές αγγελίες από άνεργες νοσηλεύτριες και νοσηλευτές. Και μάλιστα οι ηλικιωμένοι τις προτιμούν, διότι έχουν μεγάλη πείρα και ικανότητα στην φροντίδα τους (στα φάρμακα, μέτρηση της πίεσης, τυχόν αλλαγές τα πάμπερς, ενέσεις κλπ.):

«Ζητείται κυρία για φροντίδα ηλικιωμένου, θα προτιμηθεί με πείρα στην νοσηλευτική».

 

Παλιότερα οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας έκαναν πολλά παιδιά, κατά μέσο όρο 6-7. Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο για την εποχή τους. Τα αγόρια ήταν απαραίτητα για τις γεωργικές δουλειές, ενώ ένα από τα κορίτσια θα τους φρόντιζε στα γεράματα. «Όσα δώσει ο Θεός, καλοδεχούμενα», ήταν η σκέψη τότε. Τα αδέλφια φορούσαν το ένα τα ρούχα του άλλου, έστω και μπαλωμένα, και τα μεγαλύτερα φρόντιζαν τα μικρότερα. Και τα παιδιά θεωρούσαν αυτονόητο ότι θα ζήσουν δύσκολα και με στερήσεις.

Σήμερα, αντίθετα, ελάχιστα ζευγάρια κάνουν περισσότερα από ένα παιδί. Η αλήθεια είναι ότι το μεγάλωμα ενός παιδιού απαιτεί πολλές θυσίες και έχει πολλά έξοδα. Ταυτόχρονα απαιτεί πολύ χρόνο, τον οποίο η σύγχρονη γυναίκα δεν διαθέτει αν είναι εργαζόμενη. Τέλος, σημαίνει και μεγάλη ευθύνη και άγχος. Δίκαια λένε, «Μικρά παιδιά, μικρά προβλήματα – μεγάλα παιδιά, μεγάλα προβλήματα».

Είναι κι εκείνοι που δεν κάνουν καθόλου παιδιά. Λένε ότι αν κάνεις παιδιά, για να παίζουν αυτά και να περνάνε αυτά καλά, πρέπει να στερηθείς εσύ όλα όσα σου αρέσουν. Ότι τα παιδιά λειτουργούν σαν την άγκυρα – δε σε αφήνουν να σαλπάρεις και να κάνεις το ταξίδι σου, να χαρείς τη ζωή όπως θέλεις. Είναι μια άποψη κι αυτή, που ίσως και να είναι σωστή…

Πάντως, η αγάπη και ο έρωτας χρόνια δενκοιτούν.

Ήταν ένα ζευγάρι, γύρω στα 80. Μια μέρα η γυναίκα λέει στον άντρα της Κώστα,

–  Δεν πας απέναντι στο σουπερμάρκετ να ψωνίσεις μερικά πράγματα;

Πράγματι, ο άνθρωπος βγήκε και πήγε να ψωνίσει.

Στο δρόμο βλέπει κάποιον μεγάλο στην ηλικία, που τού φάνηκε σαν να ήταν γνωστός. Τον κοιτάζει με προσοχή και στο τέλος τού λέει,

–  Ρε Γιώργο, εσύ είσαι;

–  Ναι, εγώ είμαι. Εσύ ποιος είσαι;

–  Ρε συ Γιώργο, δεν με θυμάσαι; Είμαι ο Κώστας ο παλιός συμμαθητής, που υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό…

–  Τώρα σε αναγνώρισα! Τι κάνεις ρε παλιόφιλε; Πώς είσαι; Τόσα χρόνια έχω να σε δω… Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα… Πώς έτσι από εδώ; Τι κάνεις; Πού βρίσκεσαι; Πώς πας με την υγεία σου; Η οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια όλοι καλά 

–  Κοίταξε, όχι εδώ στη μέση του δρόμου, να, το σπίτι μου είναι εκεί απέναντι, πάμε να καθίσουμε και να τα πούμε με την ησυχία μας.

Πράγματι πηγαίνουν στο σπίτι, μόλις μπαίνουν μέσα ο Κώστας λέει στη γυναίκα του,

–  Αγάπη μου, από δω είναι ένας παλιός καλός μου φίλος. Δεν μάς φτιάχνεις ένα καφεδάκι;

–  Ευχαρίστως, λέει η γυναίκα, και σε λίγο έρχεται με τους καφέδες και το λουκουμάκι.

Έτσι, οι δυο φίλοι άρχισαν να λένε τα νέα τους – είχαν τόσα πολλά να πουν. Κάποια στιγμή ο Κώστας ξαναφωνάζει τη γυναίκα του,

–  Αγάπη μου, δεν μας φέρνεις κι από εκείνο το σπιτικό λικέρ από κράνα που φτιάχνεις;

Πράγματι, σε λίγο έρχεται η γυναίκα και σερβίρει και το λικέρ.

 

– Άλλο, τι κανείς; Με την υγεία, την σύνταξη, τον κορωνοιο… 

Είχαν τόσα πολλά να πουν, που δεν κατάλαβαν πότε πέρασε η ώρα και ήλθε το μεσημέρι.

–  Δεν πιστεύω να πας να φας στο εστιατόριο! Θα φάμε εδώ μαζί… Έχω και ωραίο κρασάκι..

Ο Κώστας ξαναφωνάζει τη γυναίκα του,

–  Αγάπη μου, ετοίμασε να τσιμπήσουμε, φέρε κι απ’ το δικό μας καβουρμά και το καλό κρασί…

Μόλις έφυγε η γυναίκα για να ετοιμάσει το τραπέζι, ο Γιώργος λέει στον Κώστα,

–  Κώστα, θέλω να σού πω κάτι, αλλά μη με παρεξηγήσεις… Σαν πολύ ερωτευμένο σε βλέπω… Όλο Αγάπη μου κσι Αγάπη μου την ανεβάζεις και την κατεβάζεις τη γυναίκα σου…

–  Αχ, βρε Γιώργο, έχεις δίκιο, αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν ξέρω τι έχω πάθει, αλλά εδώ κσι μερικούς μήνες ξεχνώ πολύ εύκολα και δεν .μπορώ να θυμηθώ το όνομα της.. Γι’ αυτό την φωνάζω Αγάπη μου !

 

 

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button