Πρώτη μέρα στο σχολείο μετά τον κορωνοιό
Πρώτη μέρα στο σχολείο μετά τον κορωνοιό
Διασκευή: Θ. Δημητριάδη
“Σήμερα επιστρέψαμε στο σχολείο.
Πριν, έπρεπε να μείνουμε σπίτι για τον κορονοϊό και επειδή έλεγε κάτι παράξενα πράγματα στην τηλεόραση, κάθε απόγευμα, ένας ευγενικός κύριος με γυαλάκια κι ένας άλλος θυμωμένος. Και οι δυο έλεγαν ότι τα παιδιά μεταδίδουν την νόσο πολύ.
Αλλά ο κύριος με τα γυαλιά είπε ότι δεν κολλάμε τώρα, εκτός από τον Κώστα που η μαμά του έχει παρένθεση για νόσημα ή κάτι τέτοιο, τελοσπάντων, και είναι επικίνδυνο και θα στείλει μια δήλωση ο μπαμπάς του και θα τη γλιτώσει. Αλλά και στο Webex, στην καραντίνα, πάλι τη γλίτωνε και δεν έμπαινε, ενώ όλοι οι άλλοι κάναμε μάθημα στο τάμπλετ και στο κομπιούτερ, κάθε μέρα.
Στην αυλή είχε πολλή πλάκα. Δεν μπορούμε να παίζουμε ούτε κυνηγητό, ούτε κρυφτό, ούτε αμπάριζα. Ο Μανώλης φορούσε μια αστεία μάσκα με μία βαλβίδα, η Μαρί φορούσε κίτρινα γάντια που της ήταν μεγάλα και ο Λάκης έριχνε αντισηπτικό σπρέι σε όποιον τον πλησίαζε. Ο Γιώργος είπε στον Μανώλη ότι μοιάζει με πίθηκο με τη μάσκα που φοράει. Ο Μανώλης τον ρώτησε αν ήθελε ο πίθηκος να του ρίξει μια σφαλιάρα στα μούτρα να μάθει. Και τότε ο Γιώργος του είπε ότι δεν μπορεί να του ρίξει σφαλιάρα λόγω της κοινωνικής απόστασης.
Μετά ήρθε η δασκάλα μας και μας πήρε στην τάξη. Εκεί μας τα εξήγησε όλα. Πώς πρέπει να προσέχουμε για να μην κολλήσουμε και κολλήσουμε και τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας. Όλοι πλύναμε τα χέρια με αντισηπτικό, πάλι, εκτός από τη Μαρία που δεν ήθελε να βγάλει τα μεγάλα κίτρινα γάντια της. Ο Λάκης άρχισε να φωνάζει ότι τα δάκρυα της Ελένης είναι μολυσμένα και θα τον κολλήσει με ιό και ήθελε να βγει έξω. Η Ελένη έκλαιγε γιατί φοβόταν να μην πεθάνει. Η κυρία της είπε πως δεν πρόκειται να πεθάνει κανείς, γιατί τα παιδιά δεν πεθαίνουν και πως δεν θα μας αφήσει να βγούμε έξω, έτσι κι αλλιώς.
Τότε ο Γιάννης είπε, ότι ο μπαμπάς του είπε, πως τα παιδιά δεν πεθαίνουν. Και ότι ο μπαμπάς του, λέει, πως αυτές οι ιστορίες με τον ιό ήταν μια δικαιολογία για τους δασκάλους να μην δουλέψουν, όχι ότι κάνουν και καμία σπουδαία δουλειά, και πως δεν τον άντεχε άλλο στο σπίτι και δεν έβλεπε την ώρα, ο μπαμπάς του, να ανοίξουν τα σχολεία.
Η κυρία τότε έκανε έναν παράξενο μορφασμό και είπε στον Γιάννη να πει ευχαριστώ στο μπαμπά του για τα καλά του λόγια κι ο Γιάννης είπε παρακαλώ.
Τότε ήταν που η Ρούλα άρχισε να κλαίει γιατί η γιαγιά της πέθανε και ο κορονοϊός σκοτώνει γιαγιάδες. Και η κυρία στεναχωρήθηκε πολύ που δεν ήξερε ότι η γιαγιά της Ρούλας πέθανε από τον ιό. Αλλά η Ρούλα εξήγησε πώς η γιαγιά της είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια, αλλά ήταν λυπημένη έτσι κι αλλιώς.
Και ξαφνικά ο Λάκης έριξε αλκοολούχο τζελ στα μάτια του Σωτήρη που ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει και να λέει πως δεν τον αγαπάει κανένας και πως θέλει να πεθάνει. Ο Λάκης του είπε ότι τώρα ο δεν κινδυνεύει να πεθάνει αν ιός πάει να μπει από τα μάτια του.
Τότε η δασκάλα κατάσχεσε το αλκοολούχο τζελ του Λάκη και ο Νίκος είπε ότι η μαμά του πιστεύει πώς, έτσι κι αλλιώς, το αλκοόλ έχει καταστρέψει σπίτια, σαν του θείου του του Ηλία που χώρισε με την θεία Τασία.
Παρατήρησα ότι το φρύδι της δασκάλας άρχισε να χορεύει περίεργα, όταν μας είπε ότι μπορούμε να ανοίξουμε να φάμε το κολατσιό μας. Αλλά ο Μιχάλης άρχισε να βρίζει, γιατί η μαμά του του είχε βάλει μόνο δύο κρουασάν αντί για τρία. Και ο Πέτρος άρχισε να φωνάζει ότι το τοστάκι του ακούμπησε το θρανίο που το είχε αγγίξει πριν το μολυσμένο κρουασάν του Μιχάλη και ο Σωτήρης άρχισε να ουρλιάζει πάλι, γιατί φοβόταν ότι τώρα θα πεθάνουν όλοι από κορονοϊό!
Και τότε ήταν που η δασκάλα σηκώθηκε, όρθια, κατάλευκη, με κατακόκκινα μάγουλα (σας έχω πει ότι η δασκάλα μας είναι πολύ όμορφη όταν θυμώνει;) και άρχισε να φωνάζει πως κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει και πόσες φορές πρέπει να το επαναλάβει! Μας έβγαλε διάλειμμα και εκείνη πήγε για καφέ.
Ο Γιώργος είπε ότι δεν είναι σίγουρος αλλά πιστεύει πως η δασκάλα είναι φορέας…
(Από μία ιδέα της Annick Appetito, σε ιερόσυλη διασκευή των απαράμιλλων κειμένων του René Goscinny).