Δυο σημαντικές ημέρες
10 -11 Δεκέμβρη 1963
Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στον ποιητή
Γιώργο Σεφέρη
«…θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε…»
Μακρυγιάννης
Ήταν 24 Οκτωβρίου του 1963, απόγευμα, όταν ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας ενημέρωσε με τηλεγράφημα τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη ότι του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το ίδιο απόγευμα του Οκτωβρίου ο ποιητής έδωσε στον τύπο τα ακόλουθα: « Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νόμπελ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με την ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ αυτήν την Ελλάδα για την οποία τόσες γενιές αγωνίστηκαν προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοσή της. Νομίζω ακόμη ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση—κάθε λαού—και το ελληνικό πνεύμα».
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963 έγινε στη Στοκχόλμη η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης είναι ανάμεσα στους τιμηθέντες. Το βράδυ της ίδιας ημέρας εκφώνησε την ομιλία του, στο δημαρχείο της Στοκχόλμης, στο γεύμα για τους νομπελίστες. Ακολουθεί η ομιλία του Γιώργου Σεφέρη:
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα (σ.σ η ομιλία δόθηκε στα γαλλικά). Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται.
Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
Την επόμενη μέρα το απόγευμα, 11 Δεκέμβρη 1963,
ο Σεφέρης έδωσε διάλεξη στην Σουηδική Ακαδημία
που δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο» της 14ης Δεκεμβρίου 1963. Ακολουθούν αποσπάσματα:
«…Δεν σας μίλησα για τη γενιά που ήρθε ύστερα από μας, για κείνην που τα παιδικά ή τα εφηβικά της χρόνια τραυματίστηκαν στα χρόνια του τελευταίου πολέμου…Ο κόσμος αλλάζει. Θα ΄λεγε κανείς πως το χαρακτηριστικό του είναι να δείχνει αβύσσους είτε μέσα στην ανθρώπινη ψυχή είτε μέσα στο σύμπαν…Είναι μια νεότητα πονεμένη και ανήσυχη. Συναισθάνομαι τις δυσκολίες της, που άλλωστε δεν απέχουν πολύ από τις δικές μας. Ένας μεγάλος πρωτοπόρος της ελευθερίας μας, ο Ρήγας, δίδασκε: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά. Θα ήθελα να ευχηθώ στους νέους μας να στοχάζονται ταυτόχρονα και το ρητό που είναι χαραγμένο στο ανώφλι του πανεπιστημίου της Ουψάλας: «Να σκέφτεσαι ελεύθερα είναι σπουδαίο΄να σκέφτεσαι δίκαια, ακόμα πιο σπουδαίο». Και τελειώνει ο ποιητής με τα εξής:
«Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας. Σας ευχαριστώ επίσης γιατί η «γενναιοφροσύνη της Σουηδίας» μου επιτρέπει να νιώσω , επιτέλους, πως είμαι κανείς. Θέλω να πω: με την έννοια που έδινε ο Οδυσσέας, όταν αποκρινόταν στον κύκλωπα Πολύφημο «Ούτις»—κανείς, μέσα στην μυστηριώδη αυτήν ροή, την Ελλάδα».
Αυτές είναι, μεταξύ άλλων, οι παρακαταθήκες ενός σπουδαίου Έλληνα ποιητή που αξιώθηκε το βραβείο Νόμπελ. Είναι όσα είπε εκείνες τις μέρες του 1963 όταν στο πρόσωπό του τιμήθηκε όλη η Ελλάδα. Ήταν τέτοιες μέρες, 10 και 11 Δεκεμβρίου.
Δέσποινα Παπαδοπούλου 9 Δεκέμβρη 2022