Στον αντίποδα του Santa Claus, o δικός μας Άγιος Βασίλης. Το ιστορικό αυτής της “μετάλλαξης”
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, τον καιρό των παππούδων μας, δεν υπήρχε Αγιο Βασίλης, ο ευτραφής και στρουμπουλός Santa Claus, που ξεκινάει από το Ροβανιάεμι της Λαπωνίας με έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι πάνω στα χιόνια. Υπήρχε μόνον ο Βασίλειος ο Μέγας, ένας από τους τρεις Ιεράρχες.
Και τα κάλαντα αυτόν τραγουδούσαν:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, κι αρχή καλός μας χρόνος
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία»…
Ο Άγιος Βασίλειος γεννήθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και είναι υπαρκτό πρόσωπο, με ασκητική μορφή, ενώ ο σημερινός είναι πολύ μεταγενέστερος δημιούργημα της φαντασίας και δεν έχει καμιά σχέση με την θρησκεία. Δεν συμβουλεύει να είμαστε καλοί χριστιανοί, πατριώτες, και τα παιδιά στο σχολείο να είναι επιμελή και φιλομαθή – όπως κάνει ο δικός μας και τον ψέλνουν στα κάλαντα:.
«Ήλθε πάλι νέον έτος, εις την πρώτην του μηνός
ήλθα να σας χαιρετίσω δούλος σας ο ταπεινός
Ο Βασίλειος ο Μέγας ιεράρχης θαυμαστός
εις την οικογένειαν σας να ‘ναι και θαυματουργός.
Τα παιδιά εις το σχολείο να τα στέλνετε συχνά
να μαθαίνουνε με ζήλο της πατρίδος τα ιερά».
Αντίθετα, ο αγιοβασίλης από τη Λαπωνία μαθαίνει στα παιδιά να ζητούν, ακόμα και να απαιτούν, να έχουν ό,τι θέλουν (λάπτοπ, ηλεκτρονικά παιχνίδια, κινητά τηλέφωνα, ποδήλατα κ.ά.) χωρίς να κουράζονται και χωρίς να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής.
Tον Άγιο Βασίλη όπως τον γνωρίζουμε σήμερα τον σχεδίασε για λογαριασμό της Coca Cola ο Haddon Sundblom. Η φαντασία λογοτεχνών και μη δημιούργησε έναν νέο αληθοφανή μύθο, που ήθελε τον άγιο να ζει στο χωριό Κορβατουντούρι (Korvatunturi), που βρίσκεται μόλις οκτώ χιλιόμετρα βόρεια του Ροβανιέμι της Λαπωνίας, στον Αρκτικό Κύκλο. Κορβατουντούρι σημαίνει «το ύψωμα του αυτιού». Επειδή λοιπόν η περιοχή είχε κάπως αυτό το σχήμα, θεωρήθηκε ότι ο Άγιος Βασίλης ζούσε εκεί και «άκουγε» τις επιθυμίες των παιδιών. Στη συνέχεια προς τα τέλη του 19ου αιώνα το Ροβανιέμι καταγράφηκε ως η πατρίδα του Αγίου.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένα παιχνίδι επανακαθορισμού του τόπου καταγωγής του από τα τότε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Σε εκπομπή του φινλαδικού ραδιοφώνου, το 1927, η τάξη αποκαταστάθηκε: Επειδή οι γκρι τάρανδοι ήταν μάλλον δύσκολο να υπάρξουν στον Βόρειο Πόλο, οι εφημερίδες «αποκάλυψαν» ότι ο Αϊ-Βασίλης μένει στη φινλανδική Λαπωνία.
Από τότε και μέχρι σήμερα, γύρω από τον «μύθο του Santa Claus» αναπτύχθηκε μια τεράστια βιομηχανία με διάφορα προϊόντα, τα οποία καταναλώνουμε την περίοδο των γιορτών. Η πρώτη που «αξιοποίησε» τον άγιο, με σκοπό την αύξηση των πωλήσεών της, ήταν η Coca Cola, η οποία έκανε ακόμη πιο εντυπωσιακή τη μορφή του: Το 1931, για καθαρά διαφημιστικούς λόγους «φόρεσε» στον ευτραφή άγιο κόκκινη στολή και λευκή γενειάδα.
Οφέλη και μάλιστα σημαντικά είχε και το Ροβανιάεμι της Φινλανδίαςι, το οποίο καθιερώθηκε το 1927 ως το χωριό του Άγιου Βασίλη. Στις αρχές του 1980 άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά και σήμερα θεωρείται ένας από τους αγαπημένους τουριστικούς προορισμούς για τα παιδιά.
Ο μύθος του Αϊ-Βασίλη δεν γεννήθηκε τυχαία. Η παράδοση των δώρων έχει τις ρίζες της στη γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου, την οποία γιόρταζαν, από την προϊστορική ακόμη εποχή, όλοι σχεδόν οι λαοί της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης. Την ημέρα εκείνη, οι άρχοντες κάθε τόπου συνήθιζαν να γιορτάζουν μαζί με τους υπηκόους τους στους δρόμους, προσφέροντας δώρα στα μικρά παιδιά, φυτεύοντας και στολίζοντας αειθαλή δένδρα και φτιάχνοντας στεφάνια από τα κλωνάρια τους, σύμβολο αιώνιας ζωής.
Στον αντίποδα του Santa Claus, o δικός μας Άγιος Βασίλης είναι υπαρκτό πρόσωπο, από τα πλέον σημαντικά για την Ορθοδοξία. Επρόκειτο για τον επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, κορυφαίο θεολόγο του 4ου αιώνα και έναν από τους Τρεις Ιεράρχες, προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας βαθιά μορφωμένος και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος. Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και από παιδί ακόμα έτυχε βαθιάς, χριστιανικής μόρφωσης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με στενή και ειλικρινή φιλία με τον Γρηγόριο, που αργότερα έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό. Σπούδασε Ρητορική, Φιλοσοφία, Αστρονομία, Γεωμετρία, Ιατρική, Φιλολογία και Φυσική στην Αθήνα και περιόδευσε στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη και την Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει τον μοναχισμό, που τον είλκυε πάντα.
Με συντροφιά τον φίλο του, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, συνέταξαν ένα απάνθισμα από τα έργα του Ωριγένη, τη «Φιλοκαλία», και τους μοναχικούς κανόνες, που αποτελούν τη βάση του Ορθόδοξου μοναχισμού.
Οι ανάγκες της Εκκλησίας, που χειμαζόταν την εποχή εκείνη από την αίρεση του αρειανισμού, και η απαίτηση του λαού του τον έκαναν να διακόψει τον μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο τον Μητροπολίτη Καισαρείας Ευσέβιο. Χαρακτηριστικό ήταν το θάρρος και η τόλμη του απέναντι στον αρειανό αυτοκράτορα Ουάλη, που θέλησε να τον απειλήσει. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων της Εκκλησίας και στη φροντίδα του ποιμνίου του. Όμως, οι βαριές εκκλησιαστικές και κοινωνικές φροντίδες αποδείχθηκαν αβάστακτες για τον ασκητικό και ασθενικό ιεράρχη. Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία μόλις 49 χρόνων, και πάμφτωχος. Άφησε όμως πίσω του ένα πλούσιο έργο. Εκτός από τα αμέτρητα συγγράμματά του και τη μάχη του εναντίον του αρειανισμού, έγινε γνωστός κυρίως για τη φιλανθρωπία του. Μερίμνησε να χτιστούν νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία και φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του.
Ο Αϊ-Βασίλης των Ελλήνων απέχει πολύ από τον χοντρούλη και εύθυμο Santa Claus της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες τον παρουσιάζουν αδύνατο, μελαχρινό, με μαύρα γένια και γελαστό πάντα. Σύμφωνα με την παράδοση, αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός με ένα ραβδί στο χέρι, από όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων-, και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε δώρα στους ανθρώπους. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.
Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και το έθιμο της βασιλόπιτας την Πρωτοχρονιά. Όπως η παράδοση αναφέρει, την εποχή που ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισάρεια, ο έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι, ζήτησαν τη βοήθεια του ποιμενάρχη τους. Αυτός τούς συμβούλεψε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν και, αφού μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με τον δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον έπαρχο. Η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου «καταπράυναν» τον έπαρχο, ο οποίος τελικά δεν θέλησε να πάρει τα δώρα. Όταν όμως προσπάθησαν να δώσουν πίσω και να μοιράσουν στους πιστούς τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο χωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και όμοια νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε καθεμία από ένα αντικείμενο. Την επομένη, τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, καθένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει.
Η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στον Βορειοευρωπαίο και Βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην ελληνική κοινωνία, στην αστική κυρίως τάξη, τη δεκαετία 1950-1960 από τους συγγενείς μετανάστες, που με τις ευχετήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αϊ-Βασίλη.
Η ιστορία της βασιλόπιτας – Γιατί βάζουμε φλουρί
Το έθιμο είναι παλιό, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα
Εθιμοτυπικά έχουμε συνδέσει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς με την κοπή της πίτας που εδώ και πολλά χρόνια ονομάζουμε βασιλόπιτα. Πρόκειται για ένα κέικ, στο οποίο επάνω αναγράφεται το έτος που περιμένουμε να καλωσορίσουμε μετά τις 24:00.
Έπειτα από την αλλαγή του χρόνου, χωρίζουμε το γλυκό σε κομμάτια, το μοιράζουμε στους παρευρισκόμενους καθώς και στον Χριστό, την Παναγία, το σπίτι, τον σπιτονοικοκύρη, την σπιτονοικοκυρά, τον φτωχό και τον Άγιο Βασίλειο. Ο τυχερός, θα βρει στο κομμάτι του το φλουρί, ένα χρυσό νόμισμα που θα του φέρει τύχη για το υπόλοιπο της χρονιάς.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στη Μακεδονία, η βασιλόπιτα είναι για την ακρίβεια αλμυρή, είτε με διάφορα μπαχαρικά και τυρί ή πράσο. Στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και την Μικρά Ασία μόνον συναντάμε την γλυκιά, την «σμυρνέικη», την «πολίτικη» βασιλόπιτα. Όσο για το φλουρί, στην επαρχία συνήθιζαν να βάζουν στην βασιλόπιτα άχυρο, κληματόβεργα ή κλαδί ελιάς. Αλλού μάλιστα, ακόμη και τυρί.
Στην Ευρώπη ωστόσο, έχει επικρατήσει το φλουρί. Αλλά έχουμε αναρωτηθεί ποτέ από που προέρχεται γενικότερα αυτό το έθιμο;
Το έθιμο αυτό, λέγεται πως ξεκίνησε από την αρχαιότητα. Ήταν βασισμένο στην αρχαιοελληνική κι έπειτα φράγκικη γιορτή, τα «Κρόνια» (ή τα αντίστοιχα «Σατουρνάλια» των Ρωμαίων), μια γιορτή που σύμφωνα με τον Δημοσθένη λάμβανε χώρα τον πρώτο μήνα κατά το Αττικό ημερολόγιο, όπου οι δούλοι δειπνούσαν μαζί με τους αφέντες. Με λίγα λόγια, μια στιγμή ελευθερίας και γιορτής για τους δούλους.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το ποια ήταν η πραγματική ιστορία πίσω από το έθιμο της βασιλόπιτας. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η πιο κοντινή στην δική μας παράδοση, εκείνη που κρατήσαμε πιο αληθινή ανά τα χρόνια ήταν εκείνη του Μέγα Βασιλείου. Εξ ού και τιμάται με πολλούς τρόπους κατά την εορταστική περίοδο. Και εννοείται πως όπως εδώ και δεκαετίες έτσι και φέτος, δεν θα πρωτοτυπήσουμε… Ευτυχισμένο το νέο έτος, λοιπόν!