Περιοδικό

Τα 45άρια της νιότης

Τα 45άρια της νιότης

του Θοδωρή Μπελίτσου

Στο Βασίλη Γκίκα, που ξύπνησε τη μνήμη

“Θα ’θελα να ’μουν βασιλιάς στα παραμύθια της γιαγιάς ο μαχητής και ο γενναίος…”

Το παλιό Φίλιπς, ένα από εκείνα τα φτηνά, πλαστικά, μονοφωνικά πικάπ με το μεγάφωνο στο καπάκι, ως δια μαγείας αντιλάλησε στο δωμάτιο το παλιό αγαπημένο τραγουδάκι των Νοστράδαμος. Ο χώρος γέμισε από νοσταλγικές εικόνες. Κάθισε σ’ ένα παλιό πουφ κι ονειρεύτηκε πως πίνει βερμούτ αγκαλιά με την αγαπημένη του.

 

Από το πρωί ξεσκάλιζε το παλιό ντουλάπι στο υπόγειο. Μέρες καραντίνας και εγκλεισμού, οπότε βάλθηκε να ξεσκαρτάρει την παλιατζούρα, κάτι που όλο ανέβαλε κι όλο τον γκρίνιαζε η γυναίκα του.

-Τώρα είναι ευκαιρία, κάθεσαι που κάθεσαι, κάνε την αγγαρεία. Λευτέρωσε το υπόγειο, πήξαμε στην παλιατσαρία!

Πέταξε πολύ πράγμα, ορισμένα με πόνο ψυχής. Αντικείμενα που είχε καταχωνιάσει μπας και χρειαστούν κάποια στιγμή, άχρηστα τώρα του θύμιζαν στιγμές της ζωής του, παλιούς φίλους, παλιές παρέες, παλιές αγάπες· παλιατσαρίες, όντως, αλλά του ζωντάνευαν το παρελθόν: οι ελβιέλες, τα πρώτα γυαλιά του, δυο επιτραπέζια ‘‘Γκρινιάρης’’ και ‘‘Φιδάκι’’ της Κλινέξ, ένα κουτάκι με γυάλινες γκαζές, τα άλμπουμ της ΜΕΛΟ, ένας ‘‘Μικρός Σερίφης’’, το τρανζιστοράκι του, λυσάρια άλγεβρας, μεταφράσεις αρχαίων, μακό μπλουζάκια, ένα παντελόνι καμπάνα, τα στρατιωτικά του άρβυλα, μέχρι την κοτσίδα του που έκοψε πριν πάει στο στρατό βρήκε ξεχασμένη σε μια θήκη· το καθένα είχε να πει από μια ιστορία. Δεν ήξερε τι να κρατήσει, τι να πετάξει· η λογική έλεγε όλα, η καρδιά κανένα.

Για κάποια του ήταν πιο εύκολο. Ντιβάνια, ράντζα, κουρελούδες, παλιομοδίτικα φωτιστικά, άχαρα βάζα και πορτατίφ δώρα από το γάμο του, μια ξεφτισμένη βαλίτσα με παλιόρουχα, ξηλωμένα σακβουαγιάζ, κούτες γεμάτες λιγδιασμένα τάπερ και κάθε λογής σκουριασμένα κουζινικά ταξίδεψαν στα σκουπίδια μαζί με τη σκόνη τους· πολλή σκόνη ρε παιδί μου.

Βγήκε να κάνει ένα τσιγάρο ώσπου να κατακάτσει ο κουρνιαχτός και κατέβηκε ξανά αποφασισμένος να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν, γιατί η μέση του είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, χωρίς να συγκινείται από το «τι 30, τι 40, τι 50» που σιγοσφύριζε, όπως κάποτε η Βλαχοπούλου σε μια ταινία.

Καθώς το υπόγειο είχε σχεδόν αδειάσει, φάνηκε στο βάθος το ξύλινο ντουλάπι, με το τζαμένιο πορτάκι. Το είχε κατεβάσει σε κάποια ανακαίνιση, με σκοπό να το πάει στο εξοχικό αλλά κρυμμένο όπως ήταν πίσω άλλα ογκώδη αντικείμενα, λησμονήθηκε. Μια ραφιέρα ήταν, με θήκες για τους δεκάδες δίσκους μουσικής που είχε. Με δυο ράφια, ειδική παραγγελία, ένα ψηλότερο για τα LP των 33 στροφών κι ένα πιο μικρό για τα 45άρια δισκάκια. Το ξεσκόνισε κι άνοιξε με συγκίνηση το τζαμένιο πορτάκι. Κάτω από τους δίσκους, στο βάθος, υπήρχε ακόμα το παλιό Φίλιπς. Ασυναίσθητα κοίταξε την ώρα.

«Δεν βαριέσαι», ψιθύρισε, καθώς βυθιζόταν στη νοσταλγία και κατάλαβε πως θα αργούσε να τελειώσει το ξεσκαρτάρισμα.

Πήρε στα χέρια του το αγαπημένο του πικάπ, το μαγικό κουτί μέσα από το οποίο κάποτε δραπέτευε από την μίζερη αληθινή ζωή του. Ήταν το μοναδικό πράγμα που πήρε μαζί του, όταν σαλπάρισε στο πέλαγος της μοναξιάς, μακριά από γονείς, μπαρμπάδες, παππούδες και τις συναφείς υποχρεώσεις. Αυτό και τα 45άρια δισκάκια του, που τα είχε αποκτήσει με το βδομαδιάτικο σχολικό χαρτζιλίκι του, δεν χώρισαν ποτέ.

Στις δεκάδες μετακομίσεις του, πικάπ και δισκάκια, που ολοένα αβγάταιναν, πήγαιναν μαζί. Απ’ το Δουργούτι στο Κουκάκι, απ’ το Κουκάκι στις Τζιτζιφιές, απ’ τις Τζιτζιφιές στην Κοψαχείλα, απ’ την Κοψαχείλα στον Ασύρματο, ώσπου οικογενειάρχης πια καταστάλαξε στην αγαπημένη Νέα Σμύρνη, σ’ ένα τριάρι πίσω απ’ το γήπεδο του Πανιώνιου.

Χρόνια ολόκληρα το Φίλιπς έπινε μαζί του βερμούτ και ουίσκι παίζοντας Doors και Iron Butterfly, συντρόφευε τις περαστικές αγάπες του με Paul Anka και Adamo και μοιραζόταν μαζί του αγωνιστικές μπαλάντες του Μίκη και του Θάνου. Χάραξε δίσκους και δίσκους με τη σκληρή βελόνα του, ώσπου ένα Kenwood στερεοφωνικό κατέφτασε ένα απομεσήμερο, με απαλό άγγιγμα που δεν έγδερνε τον δίσκο και δυο τεράστια, ξύλινα ηχεία να στέλνουν τον ήχο ως την πλατεία. Το παλιό πικάπ απόμεινε να σκονίζεται στο κάτω ράφι, έπειτα μες το ντουλάπι και τελικά στην αποθήκη με τα άχρηστα.

Καθώς οι δίσκοι έγιναν CD, τα CD γίνανε iPhone και οι τραγουδιστές αντί ν’ απαριθμούν χρυσούς και πλατινένιους δίσκους, μετρούν likes στο YouTube, κάποια στιγμή νεκρώθηκε και το Kenwood. Απομεινάρι μιας άλλης εποχής, νεκρό στολίδι στο σαλόνι ώσπου εκποιήθηκε σε έναν ρακοσυλλέκτη «γιατί πιάνει τον τόπο» είχε αποφανθεί η σύζυγος, ως αρμόδια στυλίστρια και ντιζάινερ του σπιτιού.

Άνοιξε το Φίλιπς και το έβαλε στην πρίζα. Το πλατό άρχισε να περιστρέφεται. Ζούσε ακόμα! Το μυαλό του πέταξε στα εφηβικά του χρόνια, όταν κολλημένος στο τρανζίστορ άκουγε πίσω από μύρια παράσιτα Τζερόνιμο Γκρούβι κι άλλους ραδιοπειρατές, τις εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών στο Δεύτερο πρόγραμμα κι αργότερα το Ποπ Κλαμπ του Γιάννη Πετρίδη. Χαμογέλασε σαν θυμήθηκε το κόλπο που είχε σκαρώσει, προκειμένου ν’ αποκτήσει δικό του πικάπ. Η απατηλή διαφήμιση της Λινγκουαφόν για εκμάθηση αγγλικών μέσω υπνοπαιδείας, δηλαδή ακούγοντας δίσκους τη νύχτα, του έδωσε την ιδέα. Καθώς τα αγγλικά δεν ήταν το φόρτε του, εύκολα πείστηκαν οι γονείς να αγοράσουν το βαλιτσάκι με τους δίσκους της Λινγκουαφόν και φυσικά το απαραίτητο πικάπ.

Πάντως, το πικάπ έκανε τη δουλειά για την οποία αγοράστηκε, αφού έμαθε αγγλικά ακούγοντας εγγλέζικα κι αμερικάνικα συγκροτήματα· «το τερπνόν μετά του ωφελίμου», που λένε. Κι όταν αργότερα έκανε την επανάστασή του, το πήρε μαζί του, μαζί με τα δισκάκια του.

Και να που βρίσκονταν πάλι μπροστά του τα αγαπημένα 45άρια, που τα είχε εγκαταλείψει για χρόνια· ξεκλείδωναν ένα-ένα τα κουτάκια της μνήμης κι ας είχε περάσει σχεδόν μισός αιώνας. Μέσα στις θήκες τους, με ονόματα από εταιρίες ξεχασμένες, χοροπηδούσαν μπροστά του σαν σε ταξίδι στο χρόνο: Columbia, Minos, Lyra, Zodiac, RCA, Phonogram, bell, olympic, mercury, Armonia, sonata, His Master’s Voice, Music Box …

Σαν να μην πέρασε μια μέρα, έκανε την ίδια κίνηση όπως παλιά. Πήρε το βελούδινο σφουγγαράκι που βρήκε δίπλα τους κι άρχισε να τα ξεσκονίζει με αγάπη και να τα ξαναβάζει στις χάρτινες θήκες τους. Αναζήτησε τη βελόνα του πικάπ κι ω! του θαύματος την βρήκε μέσα στην πλαστική προστατευτική θήκη της. Την προσάρμοσε στο βραχίονα κι αναζήτησε το πρώτο-πρώτο δισκάκι που αγόρασε, μαθητής τετάρτης Γυμνασίου, με το χαρτζιλίκι που μάζευε δραχμή-δραχμή επί εβδομάδες.

Το υπόγειο γέμισε από τη φωνή του Τσάρλι Εξαρχόπουλου, της Δέσποινας Γλέζου και των υπόλοιπων Νοστράδαμος. Το είχε αγοράσει για το «Δος μου το χέρι σου» που είχαν πει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά είχε λατρέψει πιο πολύ τα «Παραμύθια της γιαγιάς» από τη β΄ πλευρά.

 

Η γυναίκα του που τον αναζήτησε, τον βρήκε να βάζει το ένα μετά το άλλο τα 45άρια στο πικάπ και να τ’ ακούει δακρυσμένος. Χωρίς να μιλήσει, ανέβηκε στο σαλόνι και κατέβηκε με δυο ποτήρια βερμούτ. Κάθισε δίπλα του στο φαρδύ πουφ κι άρχισαν αγκαλιασμένοι να σιγοτραγουδούν μαζί τα τραγούδια μιας νιότης που μόνο στη φαντασία τους υπήρχε πια.

“…μα η καλή μας η γιαγιά έφυγε απ’ τον κόσμο πια  και παραμύθια δεν ακούμε”

Θοδωρής Μπελίτσος

Ν. Σμύρνη, 30/1/2021

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button