ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Κότσινας
ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Κότσινας
(μια σειρά που παρουσιάζεται αλφαβητικά κάθε Σάββατο.
Επόμενο χωριό: Λιβαδοχώρι)
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Ο Κότσινος (ή Κότσινας, όπως είναι γνωστός σήμερα) είναι ένα μικρό ψαροχώρι στα βόρεια της Λήμνου και απέχει 8 χλμ. από τον Μούδρο και 5 από το αεροδρόμιο. Παλιά ήταν μια πολύ σπουδαία καστροπολιτεία, εδώ μάλιστα σύμφωνα με το θρύλο κατέφυγε ζητώντας προστασία ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Επί ενετοκρατίας, δημιουργήθηκε εδώ μία ακμάζουσα βενετική αποικία, που εκμεταλλεύτηκε την καίρια θέση του λιμανιού.
Ο Κότσινας αναφέρεται για πρώτη φορά το 1136 ως λιμάνι ασφαλές με εμπορική σκάλα. Ο τότε μητροπολίτης Λήμνου Μιχαήλ παραχώρησε στον Ενετό ιερέα του Αγίου Μάρκου της Κωνσταντινούπολης το εκκλησάκι Άγιος Βλάσιος, κοντά στον Κότσινο, προς χρήση της ναυτικής παροικίας των Ενετών. Σταδιακά ο Κότσινος αντικατέστησε την Ηφαιστία ως εμπορικό κέντρο στη βόρεια ακτή του νησιού.
Το όνομά του προέρχεται από το Κόκκινος, Κότσινος ή Κότζινος, και έχει σχέση με το κόκκινο χρώμα που έχει το έδαφος της περιοχής και ιδιαίτερα η περίφημη Λημνία γη, η οποία εξορυσσόταν από το γειτονικό λόφο Δεσπότης, τον Μόσυχλο των αρχαίων, κοντά στο εξωκλήσι του Σωτήρα.
Άρχισε να κατοικείται εκτεταμένα κατά την περίοδο της ενετοκρατίας (1207-76), όταν κτίστηκε το κάστρο από τους Ναβιγκαγιόζι, τους Ενετούς δούκες της Λήμνου και αποτέλεσε φέουδο του Φόσκαρη Ναβιγκαγιόζι.
Στη συνέχεια πέρασε στους Παλαιολόγους κι αμέσως οι αγιορείτικες μονές έσπευσαν να κατοχυρώσουν τις ιδιοκτησίες που είχαν παλιότερα στο νησί. Το 1284 σε έγγραφο της μονής Μεγίστης Λαύρας σημειώνεται:
“…κατέχει η τοιαύτη Μονή και οίκημα το ανεγερθέν εις τον Κότζηνον του εμπορίου πλησίον του αιγιαλού, λόγω σκάλας των καραβίων των μοναχών…”.
Μεταγενέστερα, αναφέρεται πως η ίδια μονή κατείχε το μετόχι του Ιωάννου Πρόδρομου και το 1361 το κτήμα του Διγυναίκη και τα δύο κοντά στο κάστρο του Κότσινου. Το 1355 ο καστροφύλακας Τζύμαλος δώρισε ένα αμπέλι στη Μονή Φιλοθέου. Το ίδιο έτος αναφέρεται κοντά στον Κότσινο η τοποθεσία Κωκαλά, με μικρό οικισμό. Πρόκειται για θέση με πηγή που υπάρχει μέχρι σήμερα, από την οποία γινόταν η τακτική ύδρευση του Κότσινου μέσω πήλινων σωλήνων. Ο Αγγελής Μιχέλης γράφει ότι από εκεί υδρευόταν παλαιότερα και η Ηφαιστία:
“Η πηγή Κοκκαλά εχρησίμευε και δια την ύδρευσιν της Ηφαιστίας, ως μαρτυρούν οι μεγάλων διαστάσεων σωλήνες, ανευρισκόμενοι και έχοντες κατεύθυνσιν από Κοκκαλά πρός την Ηφαιστίαν.”
Σήμερα στην περιοχή υπάρχουν τα ξωκλήσια Άγ. Αθανάσιος και Γέννησης Θεοτόκου.
Το κάστρο του Κότσινου επισκευάστηκε το 1361 και το 1408 δόθηκε ως φέουδο στη χήρα του Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου Ευγενία Γατελούζι, η οποία έζησε και πέθανε εκεί το 1440. Έτσι, στον Κότσινο κυριαρχούν οι Γενουάτες Γατελούζι και ο Ορθόδοξος μητροπολίτης αναγκάστηκε να μεταφέρει την έδρα του από τον Κότσινο στη μονή Αγίου Παύλου κοντά στο χωριό Λιβαδοχώρι, τη γνωστή ως τις μέρες μας Μητρόπολη.
Την εποχή αυτή το λιμάνι του Κότσινου είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστό ως ενδιάμεσος σταθμός, διότι διάφοροι ταξιδιώτες της εποχής, όπως οι Ρώσοι ιερωμένοι Grethenios και Επιφάνιος (1416), έχουν καταγράψει πόσο απέχει από το Άγιο Όρος προς ενημέρωση άλλων ταξιδευτών. Όταν το 1464 οι Ενετοί κατέλαβαν τη Λήμνο, το κάστρο του Κότσινου ήταν από τα τρία σπουδαιότερα του νησιού, όπως γράφει και ο Μοσχίδης (σ. 151):
“…sono tre buoni castelli chiamandi Cochino, Mudron et Paleo Castron.”.
Όπως προκύπτει από τα σωζόμενα ερείπια, το κάστρο βρισκόταν στην κορυφή ενός τεχνητού γήλοφου ύψους 20 μέτρων και καταλάμβανε έκταση τεσσάρων στρεμμάτων περίπου. Το περιέβαλε τάφρος που συγκοινωνούσε με τη θάλασσα, ενώ από τη βορεινή πλευρά τα τείχη ήταν θεμελιωμένα μέσα στο νερό. Οι οχυρώσεις του έφθαναν σε ύψος έξι μέτρων. Το 15ο αιώνα δέχθηκε σφοδρές επιθέσεις από τους Τούρκους. Σε μια από αυτές, το 1470, καταλήφθηκε προσωρινά από το στόλο του Μαχμούτ πασά.
Στο λόφο του Κότσινου, μέσα στο κάστρο είναι χτισμένος ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής πάνω από ένα υπόγειο πηγάδι – αγίασμα -, στο οποίο κατεβαίνει κανείς με 64 σκαλοπάτια (παλιότερα ήταν 57) φθάνοντας σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας. Προφανώς, όταν φτιάχτηκε ο τεχνητός γήλοφος του κάστρου, προβλέφθηκε η υπόγεια στοά, ώστε να μη χαθεί το απαραίτητο στις πολιορκίες νερό.
Ο ναός αναφέρεται από το 1415 ως ανεξάρτητο μονύδριο με το όνομα Ζωοδόχος Πηγή του Συγκέλλου. Ενδεχομένως πρόκειται για το ναό της Παναγίας Οδηγήτριας, τον οποίο κατείχε η μονή Πτέρης στην περιοχή Ρεπανιδίου το 1285. Το αγίασμα πήρε τη σημερινή του μορφή το 1918 από κάποιον Τσίκλο, ενώ ο σημερινός ναός κτίστηκε το 1954 από το μαστρο-Γιάννη Φωτιάδη, με συνεισφορά ομογενών της Αμερικής και της Αυστραλίας. Από το βυζαντινό παρελθόν του διασώζεται μόνο ένα επιστύλιο.
Το 1478 ο Κότσινος πέρασε στην ιστορία όταν πολιορκήθηκε από το Σουλεϊμάν Πασά. Σύμφωνα με ένα ποίημα του 1669 του ιησουΐτη Dondini, το κάστρο σώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στο θάρρος της Μαρούλας, η οποία, όταν ο πατέρας της σκοτώθηκε στη μάχη, άδραξε το σπαθί του και όρμησε εμψυχώνοντας τους αμυνόμενους μαχητές που πέτυχαν και έλυσαν την πολιορκία.
Αν και σήμερα είναι αμφίβολο κατά πόσο το γεγονός συνέβη σε πολιορκία του Κότσινου ή του Παλαιόκαστρου (Μύρινας) και εάν η Μαρούλα ήταν η κόρη ή η σύζυγος του σκοτωμένου μαχητή Γεώργιου Μακρή, το επεισόδιο αυτό υμνήθηκε τόσο από Ιταλούς συγγραφείς, όσο κι από Έλληνες λογοτέχνες, όπως οι: Κωστής Παλαμάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, η δική μας Λημνιά Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Αντώνης Σουπιός κ.ά. Ένα μπρούτζινο άγαλμα της Μαρούλας, που στήθηκε το 1969 από το Διδασκαλικό Σύλλογο Λήμνου – έργο του Ιπποκράτη Σαβούρα -υπενθυμίζει στον επισκέπτη το ηρωικό εκείνο επεισόδιο.
Τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ο Κότσινος γνώρισε μια ειρηνική περίοδο. Το λιμάνι του και το εμπορείον έδινε ζωή στη γύρω περιοχή. Εβραίοι, Ενετοί, Οθωμανοί και Ρωμιοί συγκροτούσαν μια πολύχρωμη κοινότητα. Το λιμάνι αναφέρεται σε όλους τους πορτολάνους και τα περιηγητικά κείμενα. Ο Belon αναφέρει ότι γύρω από το κάστρο του Κότσινου, στη πεδινή έκταση ανάμεσα στα δυο λιμάνια, υπήρχε ένα μεγάλο κι ευχάριστο χωριό με πολλά αμπέλια και στα χωράφια έβοσκαν μικρόσωμα υπόξανθα άλογα, από ένα είδος που τώρα έχει πλέον εκλείψει και υπάρχει μόνο στη Σκύρο.
Το 1656 που οι Ενετοί κατέλαβαν τη Λήμνο, κατά την αποχώρησή τους κατέστρεψαν τις οχυρώσεις της, μεταξύ των οποίων και το κάστρο του Κότσινου. Ο οικισμός έγινε πλέον ανασφαλής και οι κάτοικοι τον εγκατέλειψαν. Οι Τούρκοι που έμεναν στον Κότσινο, μετακινήθηκαν στον Άγ. Υπάτιο ή στο Λιβαδοχώρι, για να εποπτεύουν τις αγροτικές ιδιοκτησίες τους στη βορειοανατολική και στην κεντρική Λήμνο αντίστοιχα. Μαζί τους μετακινήθηκαν και οι Έλληνες ακτήμονες- κεχαγιάδες. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στο γειτονικό Ρεπανίδι ή σε άλλα μεσόγεια χωριά. Έτσι ο Κότσινος ερήμωσε και σταδιακά καταστράφηκαν οι λιμενικές εγκαταστάσεις.
Τα επόμενα χρόνια η τοποθεσία ζωντάνεψε αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είχε 700 κατοίκους που αναφέρει ο Balbi (1839). Το 1858, που ο Conze αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Κότσινου, υπήρχαν μερικά μαγαζιά αλλά καθόλου σπίτια.
Το 1889 ο Tozer γνώρισε στον Κότσινο έναν ηλικιωμένο αγγειοπλάστη που είχε ζήσει εκεί όλη του τη ζωή. Λογικά ήταν μέλος της οικογένειας Τσουκαλά, η οποία είχε έρθει από τη Μαρώνεια της Θράκης και είχε τσουκαλαριό (δηλαδή εργαστήριο παραγωγής αγγείων και άλλων πήλινων) από το 1840. Ένα άλλο παλιό τσουκαλαριό φέρει επιγραφή του 1848. Την ίδια περίπου εποχή στο κτίριο κάποιου τσουκαλαριού αναφέρεται λειτουργία σχολείου για τα παιδιά του Ρεπανιδίου.
Η αγγειοπλαστική ήταν παλιά παραδοσιακή τέχνη της περιοχής. Στα 1304 αναφέρονται τα Τζουκαλαριά, ιδιοκτησία της μονής Μεγ. Λαύρας. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν τη Λημνία γη για να εξουδετερώνει τυχόν δηλητηριασμένο ρόφημα. “Λαηνάδες”, όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι, υπήρχαν ως τα πρόσφατα χρόνια με τελευταίους τον μπαρμπα-Νικόλα Τσουκαλά (†1991) και τον Τσαμαϊδή.
Εικόνα ερειπωμένης περιοχής με λιγοστούς ανθρώπους και κτίσματα κοντά στο λιμάνι και την εκκλησία της Παναγίας μας δίνουν για τον Κότσινο οι περιηγητές της εποχής. Στην πεδινή ενδοχώρα υπήρχαν ταπεινά εξωκλήσια, κατάλοιπα αρχαίων εποχών, όπως: ο Άγιος Γεώργιος (έχει εικόνα του 1874, λιτό ξύλινο τέμπλο με σκαλίσματα, πολλά σκαλιστά μαρμάρινα και πέτρινα μέλη και παλαιό πηγάδι στον περίβολο), ο Άγιος Δημήτριος (χτισμένος πάνω σε ερείπια), οι δύο Άγιοι Γιάννηδες και πλησιέστερα στο Ρεπανίδι: η μισοερειπωμένη Αγία Κυριακή και ο Άγιος Αθανάσιος (έχει εικόνα του 1870).
Εικόνα ερήμωσης παρουσιάζει και σήμερα ο οικισμός το χειμώνα. Είναι ένα σχεδόν έρημο ψαροχώρι, επίνειο των αλιέων του Ρεπανιδίου. Τα λιγοστά τσουκαλαριά του παρελθόντος έχουν πάψει να λειτουργούν εκτός εκείνου του Τσαμαϊδή που παράγει αγγεία τουριστικού χαρακτήρα. Το 1981 είχε 16 κατοίκους και καταγράφηκε ως ξεχωριστός οικισμός της κοινότητας Ρεπανιδίου με το όνομα Κότσινας. Το 1991 απογράφηκαν μόνο τρεις κάτοικοι.
Ο τόπος πάντως ζωντανεύει κάθε Λαμπροπαρασκευή στο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής που έχει παλλημνιακό χαρακτήρα και το καλοκαίρι με τους παραθεριστές που απολαμβάνουν τη θάλασσα και τις γραφικές ταβερνούλες.
Στην εκτεταμένη αμμουδιά του κόλπου Πουρνιά υπάρχουν θερινές εγκαταστάσεις του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου VARΟS VILLAGE και η θάλασσα είναι πολύ ρηχή, σαν τεράστια παιδική πισίνα, που σε προκαλεί να μπεις για μπάνιο και να μη θέλεις να βγεις, παρά μόνο για φαγητό ή καφέ στις γραφικές ταβέρνες και καφετέριες δίπλα στο κύμα. Είναι τόσο ρηχή, που απαιτείται να περπατήσεις πολλά μέτρα μέσα στη θάλασσα για να σου έρθει το νερό μέχρι τη μέση, οπότε είναι ιδανική για οικογένειες με μικρά παιδιά.
Τη Λαμπροπαρασκευή, δηλαδή την Παρασκευή της Διακαινησίμου, που γιορτάζει το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, γίνεται μεγάλο πανηγύρι και οι Λημνιοί από κάθε άκρη του νησιού κατεβαίνουν στο αγίασμα και επισκέπτονται τις γραφικές ταβέρνες.
Βιβλιογραφία
- Θ. Μπελίτσου, “Η Λήμνος και τα χωριά της”, 1994.
- Α. Μοσχίδη, “Η Λήμνος”, 1907.
- Αγγ. Μιχέλη, “Ρεπανίδι”, 1934.
- “ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά”, εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.