Τι σημαίνει ποντίφηκας;

Τι σημαίνει ποντίφηκας;
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Αυτές τις μέρες συνέχεια ακούμε αυτήν την λέξη χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει. Ούτε κι εγώ ήξερα. Γι΄ αυτό, επειδή εδώ στην Ελλάδα είμαστε ξερόλες και δεν θέλω να με πιάσουν αδιάβαστο, μπήκα στο Ιντερνέτ και τώρα ξέρω. Λοιπόν:
Ο Pontifex Maximus ή Ύπατος Ποντίφηκας είναι τίτλος που δήλωνε τον αρχιερέα του αρχαίου ρωμαϊκού Κολλεγίου των Ποντιφήκων (Collegium Pontificum). Ήταν ο πιο σημαντικός θρησκευτικός τίτλος της αρχαίας Ρωμαϊκής θρησκείας, σταδιακά όμως περιέλαβε περισσότερες πολιτικές και διοικητικές αρμοδιότητες. Αρχικά ήταν τίτλος προσιτός μόνο στους πατρίκιους, πράγμα που άλλαξε το 254 π.Χ. με την ανάδειξη ενός πληβείου στην θέση αυτή.
(Τώρα, μη με ρωτάτε τί σημαίνει «πατρίκιος» και «πληβείος», ούτε κι αυτά τα ξέρω, θα μάθω και θα τα πούμε σε άλλο μάθημα).
«Ύπατος Ποντίφηξ», ή απλά «Ποντίφηκας», ονομάζεται σήμερα ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γνωστός και ως «Πάπας» (ιταλικό υποκοριστικό υποκοριστικό της λέξης πατέρας).
Η λατινική λέξη «Pontifex» κυριολεκτικά σημαίνει «Κατασκευαστής Γεφυρών» (pons + facere). «Maximus» σημαίνει Ανώτατος, Ύπατος. Πρέπει να τονιστεί ότι η θέση του “Κατασκευαστή Γεφυρών” στην αρχαία Ρώμη ήταν πολύ σπουδαία. Ο ποταμός Τίβερης, που την διασχίζει, είχε ιερή σημασία για τους Αρχαίους Ρωμαίους και μόνο ένας γνωστός και ευσεβής Ρωμαίος επιτρεπόταν να αλλοιώσει τον ποταμό με μηχανικές προσθήκες. Βέβαια στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον περιγράφει την δημιουργία γεφυρών μεταξύ θεών και ανθρώπων (τότε είχαν πολλούς θεούς). Η λέξη από μερικούς θεωρείται και παραλλαγή της Ετρουσκικής λέξης για τον ιερέα.
Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία ο Pontifex Maximus ήταν ο ανώτερος άρχοντας της πολυθεϊστικής θρησκείας. Ήταν επίσης η σπουδαιότερη θέση στον λεγόμενο «Σύλλογο των Ποντιφήκων». Τον πρώτο καιρό της Δημοκρατίας ο Ποντίφηκας διόριζε τα υπόλοιπα μέλη της «κολλεγίας», της οποίας τα μέλη επίσης ονομάζονταν Ποντίφηκες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κικέρωνα, ο θρυλικός βασιλιάς της Ρώμης Νουμάς Πομπίλιος ίδρυσε την Κολλεγία των Ποντιφήκων. Βέβαια, στη συνέχεια, εμφανίστηκαν και άλλοι θρησκευτικοί άρχοντες, ακόμη και σύλλογοι. Τα στοιχεία για τα πρώτα χρόνια είναι ελάχιστα αν και κάποιες πηγές μιλούν για τα καθήκοντα του Ποντίφηκα και για τις απαγορεύσεις που τού ήταν επιβεβλημένες. Παρ´όλα αυτά κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν ότι οι Ποντίφηκες ζούσαν μια, διακεκριμένη βεβαίως, αλλά κανονική κοσμική ζωή χωρίς πολλούς περιορισμούς. Ο αριθμός των Ποντιφήκων εκλεγόταν από το λεγόμενο κοοπτάριο (cooptatio). Αρχικά ήταν 6 και ύστερα αυξήθηκαν σε 16, μέχρι την επιβολή της Μοναρχίας, όπου η θέση περιορίστηκε σε μία, που κατεχόταν από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Οκταβιανός Αύγουστος, γνωστός ως Pontifex Maximus.
Ο Ποντίφηκας δεν περιοριζόταν στον ιερατικό του ρόλο. Κατείχε, εκτός από την θρησκευτική και πολιτική δύναμη χωρίς να είναι σίγουρο ποια από τις δύο κρινόταν ως ισχυρότερη. Η κατοχή της θέσης δεν απαγόρευε την κατοχή δικαστικής η στρατιωτικής θέσης στον κάτοχο της. Εγκατασταθείς στο παλαιό Βασιλικό Ανάκτορο «Curia Regia» στην Βία Σάκρα, ασκούσε την εποπτεία επί παντός ιερού θέματος. Οι Ποντίφηκες κρατούσαν τα πρακτικά των εκλογών του δικαστικού σώματος και των δημόσιων ημερολογίων, εργασίες που τους πρόσδιδαν κύρος. Ακόμα συνέλεγαν πληροφορίες για την θρησκευτική παράδοση που αποτελούσε το δόγμα της θρησκείας τους. Τέλος έλεγχαν το ημερολόγιο και το συγχρόνιζαν με την αλλαγή των εποχών, όποτε χρειαζόταν διόρθωση. Αυτό χρησιμοποιήθηκε από πολλούς Ποντίφηκες για να παρατείνουν τον χρόνο που κατείχαν το αξίωμα ή να βοηθήσουν πολιτικούς συμμάχους τους. Αυτό οδήγησε σε ημερολογιακό χάος που λύθηκε με την επιβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου από τον Ιούλιο Καίσαρα που κατείχε την θέση.
Στην αρχή μόνο πατρίκιοι είχαν δικαίωμα να καταλάβουν την θέση αλλά το 254 π.Χ. η θέση άνοιξε και για τους πληβείους. Μετά την δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα και την εξορία του τότε Ποντίφηκα Σύλλα ο Αύγουστος Καίσαρας κατέλαβε την θέση κάνοντας την έναν από τους πολλούς αυτοκρατορικούς τίτλους.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ο τίτλος αυτός παρέμεινε προσδίδοντας στον φέροντα την θεολογική ερμηνεία του γεφυροποιού ή οδοποιού μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Στα αυτοκρατορικά χρόνια το αξίωμα του Ύπατου Ποντίφηκα αναλαμβανόταν από τον εκάστοτε Αυτοκράτορα, έως τον Γρατιανό, που πρώτος το αρνήθηκε το έτος 375.
Αυτά τα λίγα για το σημερινό μάθημα.