ΕπιλεγμέναΛήμνος

ΠΡΟΣ ΤΗ ΦΑΤΝΗ…ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ !

Εφημερίδα «ΛΗΜΝΟΣ»  25.12.1936

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

ΠΡΟΣ ΤΗ ΦΑΤΝΗ…

Ερευνα,  Επιμέλεια:   Χ. Ζαμπετάκη Πλιάτσκα !

Η νύκτα είχε σκεπάσει τες πεδιάδες της Παλαιστίνης κι οι άγγελοι που είχαν σταλή από τον ουρανό για να αναγγείλουν στον κόσμον το χαρμόσυνον της γεννήσεως του Σωτήρος, πετούσανε ακόμα αναποφάσιστοι, πάνω στο γαλανό στερέωμα.

Οι ποιμένες είχαν αφήση τες σκοπιές και τες καλύβες των, που τις είχανε πλέξει με βέργες και με φύλλα, μάζεψαν βιαστικά τα κοπάδια τους κι έτρεχαν  απ’ όλες τις μεριές σαν να τους έσπρωχνε κάποιο αίσθημα ανέκφραστα, μια μυστική ελπίδα, στον τόπο στον οποίο   προ ολίγου είχε γεννηθή ο Μεσσίας, ο αναμενόμενος εδώ και τέσσερες αιώνες, ο Βασιλεύς του κόσμου, ο ελευθερωτής  του Ισραήλ.

Ολοι μαζευόντουσαν στη θάλασσα της Τιβεριάδος.

Μαζύ με τα κοπάδια των προβάτων, γλυστρούσε, δειλή και ντροπαλή και η Ορφά, η νέα  Μωησίτις, η οποία μόλις άκουσε των αγγέλων τη φωνή, έτρεχε για να προσφέρη στο Θεό  που είχε γίνει άνθρωπος, το σέβας της Πίστεως, της Αθωότητος και της Ταπεινοφροσύνης της.

Αλλά οι Ναζαρηνοί ποιμένες δεν ήθελαν να την δεχθούν, γιατί ήταν Μωησίτις. Δεν ήθελαν  να μολυνθούν από την απόγονον μιας φυλής που ήταν θανάσιμα εχθρά της.

Για τούτο η Ορφά έμεινε κοντά στην όχθη, κοιτάζοντας με θλιβερό βλέμμα τους ποιμένες, οι οποίοι όσο πήγαιναν κι΄εχάνονταν πίσω από τις συστάδες των  ροδοδαφνών και των λυγαριών.

***

Ετσι επί πολλές ημέρες επλανάτο η νεαρή Ορφά κατά μήκος των οχθών και παρακαλούσε τους προσκυνητές που πήγαιναν στη Βηθλεέμ να την πάρουνε μαζί τους, για να μπορέση να προσκυνήση κι’ αυτή τον Βασιλέα των Θεών και των ανθρώπων.

Αλλά οι ιερείς του Λευϊ, οι πολεμισταί της φυλής του Ιούδα, εκείνοι που κατήγοντο από την  φυλήν του Βενιαμίν, του Ασήρ, του Νεφθαλείμ και του Ρουβήμ αρνηθήκαν να την πάρουν μαζί τους.

–          Είσαι Μωησίτισσα και για τούτο δεν σε θέλουμε κοντά μας!…

Κι’ εκείνη απηυδήσασα πλέον να παρακαλή, κάθησε καταλυπημένη απάνω στην άμμο της  ακροποταμιάς.

Τότε ένα πρωϊ μόλις γλυκοχάραξε η Ορφά είδε άξαφνα τους εξ Ανατολής μάγους, τον Γκασπάρ, τον Βαλτάσαρ και τον Μελχιώρ, να προχωρούν με μία μεγάλη συνοδεία, αληθινά βασιλική.

Καθόντουσαν πάνω σε καμήλες που ήταν πιο άσπρες από τις χιονισμένες κορυφές του όρους Θαβώρ.

Τους είδε να κρατούν στα χέρια τους τον Χρυσόν, την Σμύρναν και τον Λίβανον, που  έμελλαν να προσφέρουν στον Βασιλεά των Βασιλέων.

-Ευδόκησε να μου επιτρέψης ν’ ανεβώ απάνω σε μία καμήλα του τελευταίου των δούλων σου, είπεν η Μωησίτις, βάζοντας το χέρι της στο στήθος της καμήλας του Βαλτάσαρ. Η Ορφά θέλει να προσφέρη στο Βασιλέα του κόσμου τον φόρο της λατρείας της.

-Πού είναι τα δώρα που προορίζεις για τον Θεάνθρωπο, της είπε ο Βαλτάσαρ. Δεν βλέπω να κρατής τίποτε στα χέρια σου!…

– Τι να κρατώ;

– Χρυσόν, Λίβανον και Σμύρναν.

Τα δώρα μου είνε εδώ, του αποκρίθηκε η νέα Ορφά κι’ έδειξε στο σοφό τρία άνθη των αγρών, τα οποία στην εβραϊκή γλώσσα λέγονται «σαλές», «ταμός», «Βακτά», που σημαίνουν Πίστις, Αθωότης, Ταπεινοφροσύνη.

–          Εμπρός, εμπρός, γρήγορα! Φώναξε ο Μελχιώρ από πίσω στον Βαλτάσαρ, που είχε

σταθή και κρατούσε έτσι όλο το καραβάνι. Κάμε γρήγορα, γιατί άρχισε να ξημερώνη και το άστρο ωχριά στο φως της ημέρας που έρχεται. Κάμε γρήγορα λοιπόν, για να μην χάνουμε πολύτιμο καιρό με ανόητες κουβέντες!…

Κι΄η επιβλητική συνοδεία επέρασε, γοργά-γοργά τη λίμνη.

Η ημέρα επέρασε… Κανένας προσκυνητής δεν φαινόταν να έρχεται πειά και όταν η νύκτα

ξαναπλάκωσε, σκεπάζοντας τον κάμπο, τη λίμνη και τους άμμους της ακρογιαλιάς με το βαρύ σκοτάδι, η δύστυχη η Ορφά με την καρδιά γεμάτη θλίψη, σήκωσε απάνω ψηλά τα χέρια της προς τον ουρανό  και απέτεινε την εξής προσευχή στο Θεό:

–          Ω  Σύ, που προ ολίγου κατέβηκες από τους ουρανούς, Μεσσία των Εθνών

αναμενόμενε, Σύ, τον οποίον οι προφήται απεκάλεσαν στήριγμα των αδυνάτων, Σύ, που θα ταπεινώσης το μέτωπον των ισχυρών και ενώπιον Σου όλοι οι Νόμοι της φύσεως είνε λέξεις   αδιανές,  επέτρεψε εις την ταπεινήν κόρην, όπως ήλθαν οι τσοπάνηδες από τη Ναζαρέτ και όπως ήλθαν οι σοφοί βαθειά από την Ανατολή, επέτρεψέ της να έλθη και να αποθέση εμπρός στα πόδια Σου φόρον της λατρείας, της ταπεινοφροσύνης και της πίστεώς της. Διάταξε Σύ και όσο αδύνατα και πονεμένα κι’ αν είνε τα πόδια μου, να περπατήσω σταθερά κι’ απάνω ακόμη στα ακίνητα νερά της βαθειάς ετούτης λίμνης.».

Μόλις είπε αυτά τα λόγια η Μωησίτις προχώρησε και πάτησε με θάρρος και με απόφαση

απάνω στα ακίνητα νερά της λίμνης. Και τότε έγινε κάτι το τρομερό. Τα νερά έμειναν ατάραχα σαν κρύσταλλο. Δεν άνοιξαν να καταπιούν την νέα. Γλυστρούσαν κάτω από τα πόδια της, σαν να ήθελαν να φέρουν την πιστή κόρη προς την φάτνη, που εκοιμάτο απάνω σε μια χούφτα άχυρα, ο Πλάστης του Παντός, μια ώρα γρηγορώτερα…

Κι’ έφθασε η Ορφά στη Φάτνη πατώντας πάνω στα νερά, έφτασε γρήγορη σαν πουλί, έφτασε πρώτη απ’όλους… πριν φτάσουν οι Μάγοι και οι ποιμένες…  Κι’ έσκυψε και προσκύνησε το μικρό Χριστό, που χαμογελούσε στον ύπνο του βλέποντας όνειρα αγγέλων και χερουβείμ….

 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !!!

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button