Περιοδικό

Το ποίημα στο γηροκομείο

Το ποίημα στο γηροκομείο

Επιμέλεια Θ. Δημητριάδη

 

Όταν ένας υπερήλικος άντρας πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός γηροκομείου σε μια πόλη της Αυστραλίας, διαπίστωσαν ότι δεν είχε αφήσει τίποτα αξίας στα προσωπικά του αντικείμενα. Αργότερα, όταν οι νοσοκόμες έψαχναν ανάμεσα στα λιγοστά υπάρχοντά του, βρήκαν αυτό το ποίημα. Η ποιότητά του και το περιεχόμενό του εντυπωσίασαν τόσο πολύ το προσωπικό, που φτιάχτηκαν αντίγραφα του και μοιράστηκε σε κάθε νοσοκόμα του νοσοκομείου.

Μια νοσοκόμα πήρε το δικό της αντίγραφο στη Μελβούρνη. Η μοναδική κληρονομία του γέρου άντρα στους μεταγενέστερους έχει εμφανιστεί από τότε σε χριστουγεννιάτικες εκδόσεις περιοδικών σε όλη τη χώρα και περιοδικά Ψυχικής Υγείας. Έχει επίσης γίνει μια παρουσίαση διαφανειών βασισμένη σε αυτό το απλό, αλλά εύγλωττο, ποίημα.

Και αυτός ο γέρος άντρας, χωρίς τίποτα να έχει μείνει να δώσει στον κόσμο, είναι τώρα ο συγγραφέας αυτού του «ανώνυμου» ποιήματος που τριγυρίζει σε ολόκληρο το διαδίκτυο.

 

«Τι βλέπετε νοσοκόμες; Τι βλέπετε;

Τι σκέφτεστε όταν με κοιτάτε;

Μάλλον ένας ιδιότροπος γέρος είμαι,

όχι πολύ έξυπνος, όχι πολύ ευχάριστος

με μάτια κουρασμένα, χωρίς χιούμορ, χωρίς λάμψη,

που λερώνει το πουκάμισο του όταν τρώει το φαγητό του

και δεν απαντάει όταν τού κάνετε παρατηρήσεις

και φωνάζετε «Πρόσεχε λίγο. Τι χάλια είναι αυτά;!».

Που μπερδεύει τα κουμπιά όταν ντύνεται καμιά φορά

που χάνει μια κάλτσα ή τη φοράει ανάποδα.

Πού υπακούει και δεν διαμαρτύρεται στις διαταγές σας.

Τότε, καλά μου κορίτσια, ανοίξτε λίγο τα μάτια σας

και  προσέξτε λίγο περισσότερο.

Θα σας πω ποιος είμαι, πώς χτυπάει η καρδιά μου

και η σκέψη μου καθώς στέκομαι εδώ στο κρεβάτι ακίνητος.

Είμαι όλα αυτά πού υπήρξα, που δεν τα έχετε προσέξει.

Ένα Δεκάχρονο μικρό παιδί, με έναν πατέρα και μητέρα,

αδερφούς και αδερφές με αγάπη ο ένας για τον άλλον.

Είμαι ένα Δεκαεξάχρονο νεαρό αγόρι με φτερά στα πόδια του

που ονειρεύτηκε πως σύντομα αγάπη κι έρωτα θα βρει.

Στα Είκοσι έγινα γαμπρός η καρδιά μου πετούσε

καθώς θυμάμαι τους όρκους που υποσχέθηκα πως θα κρατήσω.

Στα Εικοσιπέντε είχα δικό μου μικρό παιδί

που χρειαζόταν την καθοδήγησή μου

και ένα ασφαλές χαρούμενο σπιτικό.

Τριαντάχρονος άντρας το μικρό μου έχει πια γρήγορα μεγαλώσει.

Στα Σαράντα μου, οι νεαροί γιοί μου έχουν μεγαλώσει και φύγει.

Μα η γυναίκα μου είναι δίπλα μου να με παρηγορεί

να μου δίνει δύναμη και συμπαράσταση.

Στα Πενήντα, άλλη μια φορά μωρά, τα εγγόνια, παίζουν στα γόνατά μου.

Ξανά, γνωρίζουμε παιδιά η αγαπημένη μου κι εγώ.

Σκοτεινές μέρες στη συνέχεια με βαραίνουν η σύζυγός μου νεκρή.

Κοιτάζω το μέλλον τρέμω με φόβο.

Γιατί όλα τα παιδιά μου φροντίζουν τα δικά τους μικρά.

Και σκέφτομαι όλη τη διαδρομή

τα χρόνια και την αγάπη που έχω γνωρίσει.

Είμαι τώρα ένας γέρος άντρας και η φύση είναι σκληρή.

Είναι αστείο τα γηρατειά να μοιάζουν ανόητα.

Το σώμα καταρρέει η χάρη και η δύναμη αποχωρούν.

Τώρα υπάρχει μια μόνο μια καρδιά.

Και μέσα σε αυτό το άρρωστο και αδύναμο σώμα

βρήκε καταφύγιο όλο μου το παρελθόν.

Θυμάμαι τις χαρές θυμάμαι τον πόνο.

και αγαπώ και ζω τη ζωή ξανά. Κάθε στιγμή πολύτιμη.

Σκέφτομαι τα χρόνια, φύγαν τόσο γρήγορα.

Και τώρα δέχομαι το σκληρό γεγονός πως τίποτα δε κρατά αιώνια

όπως αισθανόμουν όταν ήμουν νέος.

Λοιπόν, ανοίξτε τα μάτια σας, παρακαλώ, και δείτε.

Όχι δεν είμαι ένας ιδιότροπος γέρος.

Είμαι ένας νεαρός ταξιδιώτης

που έφτασε σ’ αυτό το κρεβάτι που έρχεστε να δείτε

κάθε πρωί στην βάρδια σας.

Να μετρήσετε την πίεση, να μού φέρετε τα χάπια,

να βάλετε το θερμόμετρο. Βιαστικές.

Χωρίς να περνάει απ’ το μυαλό σας ότι για μένα

ίσως να είναι η τελευταία μέρα της διαδρομής μου.

Τα καλύτερα και πιο όμορφα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο

δε μπορούμε να τα δούμε ή να τα αγγίξουμε.

Πρέπει να τα αισθανθούμε με την καρδιά!».

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button