Η πεταμένη προίκα

Επιμέλεια Θ. Δημητριάδης
Η πεταμένη προίκα
Γράφει η Τέτα Δεβεράκη
Τσίμπησε πολλές φορές τα δάκτυλά της η Μαντώ, όσο κεντούσε τα προικιά της. Καθισμένη, επί ώρες στο παράθυρο, για να έχει αρκετό φως, σκυμμένη πάνω από τα άσπρα πανιά, κεντούσε με τα DMC την προίκα της. Από τα δώδεκα της χρόνια η μάνα της την είχε στείλει στην σχολή να μάθει κέντημα. Τα αγόρια θα πήγαιναν στο Γυμνάσιο, να συνεχίσουν τις σπουδές τους και τα κορίτσια θα μάθαιναν, ό,τι αφορούσε το νοικοκυριό. Κάθε μια από τις τρεις κόρες της θα αναλάμβανε, να κεντήσει την δική της προίκα. Αγοράστηκαν τα περκάλια της Ελβετίας, τα λινά της Γαλλίας, οι Ιταλικές βατίστες και ό,τι άλλο πανί χρειαζόταν για να κεντηθούν τα σεντόνια, τα μαξιλάρια οι πεσέτες τα τραπεζομάντηλα. Όλα έπρεπε να είναι από καλό και ακριβό ύφασμα, για να αντέχουν στην φθορά και στον χρόνο, και να είναι κεντημένα με τέχνη. 
Τα παραδοσιακά παμπάλαια σχέδια κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και καμάρωναν τα κορίτσια, για τα έργα τους. Κοφτά, αζούρια, πλακέ, ανεβατά και ριζοβελονιές, μετρητά και κοπανέλια, σχημάτιζαν ωραία σχέδια πάνω στα πανιά, και το αποτέλεσμα, ήταν εξαιρετικό.
Όταν ερχόταν η ώρα η καλή, το κορίτσι στόλιζε το νυφικό της σπίτι, με όλα της τα κεντήματα και τα έδειχνε υπερήφανα στους συγγενείς του γαμπρού και στις φιλενάδες της.
Έκανε την οικογένεια, η Μαντώ, ήλθαν παιδιά και τα πρώτα χρόνια, τα έστρωνε και τα χαιρόταν. Όταν όμως γεννήθηκαν τα κορίτσια της, απέσυρε όλα τα καλά κομμάτια στο μπαούλο, για να βρουν και αυτά ένα δικό της κομμάτι. Η ζωή κύλησε γρήγορα και πάλι αυτή έσκυψε, πάνω στα λευκά πανιά να φτιάξει την προίκα των κοριτσιών. Ήταν δική της υποχρέωση, αφού τα κορίτσια είχαν προτιμήσει τα γράμματα από το νοικοκυριό. Να τους ετοιμάσει το δικό τους μπαούλο με την προίκα. Μάταια τής έλεγαν τα κορίτσια, πως μπορούν να αγοράσουν ό,τι θέλουν, από την αγορά. Παραξενεύτηκε όταν, στόλισαν το δικό τους σπιτικό και δεν στόλισαν τα κεντήματα που τους είχε δώσει.
– Μάνα, αυτά είναι ξεπερασμένα, ποιος θα σιδερώνει τα κεντίδια σου, τα έπιπλα εξ άλλου δεν θέλουνε σεμεδάκια και κοφτά, άστα στα συρτάρια.

Πέρασαν τα χρόνια, η γιαγιά βοηθούσε την κόρη της στις δουλειές του σπιτιού και μια μέρα η κόρη, της δίνει μια σακούλα να την πάει στον κάδο ανακύκλωσης. Από περιέργεια πριν την πετάξει έριξε μια ματιά.
Ω Θεέ μου, ας άνοιγε η γη να την καταπιεί! Μέσα ήταν τα κεντημένα κομμάτια σεντονιών και μαξιλάρια της δικής της προίκας και μερικά κομμάτια από κείνα που είχε φτιάξει για το σπίτι της κόρης! Πόσα όνειρα, πόσα πλάνα ζωής θα μπορούσαν να διηγηθούν αυτά, αν είχαν φωνή! Ταλαντεύτηκε, αν έπρεπε να πετάξει την σακούλα, ή να την γυρίσει πίσω και να την κρύψει. Κάθισε στο παγκάκι, στεναχωρημένη και θυμωμένη με την κόρη της που τα πέταξε, για να αδειάσει το συρτάρια, από τις σαβούρες του παρελθόντος. Δυστυχώς, σκέφτηκε, και να τα φυλάξω, πάλι στο τέλος εδώ θα καταλήξουν.
Άκουσε ένα γδούπο καθώς η σακούλα έπεφτε στον κάδο. Μαζί της πέταξε ένα κομμάτι της δικής της ζωής.
Τι σημασία έχει πιά να τα κλαίω; Όπως χάνονται καθημερινά οι αξίες που πάνω σε αυτές εμείς οι παλιοί, θεμελιώσαμε τις δικές μας ζωές, έτσι χάνονται και όλα όσα τις ομόρφυναν. Πόσα άραγε έργα τέχνης έχουν δεχτεί αυτοί οι κάδοι… Καταπίνουν, ένα μεγάλο μέρος της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, που είναι αδύνατο στο μέλλον να ξαναγίνει από τις νέες κοπέλες.
Την ίδια τύχη έχουν και τα ωραία μάλλινα υφαντά και τα πλεκτά. Θα ήταν καλό να υπήρχε ένας φορέας, ένα μουσείο, για να συλλέγει αυτά τα σπάνια κομμάτια και να σώζονται. Η δική μας γενιά δημιούργησε με τα χέρια και μεράκι αυτά, που είναι κειμήλια μιας άλλης εποχής, αλλά σήμερα δυστυχώς, καταλήγουν στην λεγόμενη ανακύκλωση…



