Χιονιές !
Αναμνήσεις “Χιονιού” από Βιβλιο της Βαρβάρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου – η Φωτογραφία είναι του 1967 στην Πλατεία ΚΤΕΛ και οι νέοι της Εποχής, με Χιονιές στα χέρια, εχουν στησει καρτέρι για χιονοπόλεμο. Αναγνωρίζω με σιγουριά τρεις Ανδρωνιάτες: πρωτος απο Αριστερα ο Χρηστος Καζωλης και καπου στο μέσο ο Γιάννης Μοσχάκης, που μας “εφυγε” πρόωρα σε τραγικό εργατικό ατύχημα, και ο Γιώργος Κότσαλης
Χιονιές !
Της Βαρβάρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου
Θυμάμαι όταν έκοβε ο βοριάς,
οι νύχτες κοιμόταν ανενόχλητες λυγμών.
Όταν οι μεταλλικοί καυγάδες των μπουριών της σόμπας λούφαζαν,
τότε οι νιφάδες του χιονιού,έπιαναν τα πινέλα και ασβέστωναν αθόρυβα τα τειχιά του Κάστρου στο βορινό μου παραθύρι, πέρα.
Η παιδική χαρά ξυπνούσε την επιθυμία της γαλότσας,των πλεκτών γαντιών,του σκούφου, της απόλαυσης του παιχνιδιού.
Χιονιές: το πιο αγαπημένο παιχνίδι της χρονιάς.
Μια δυο φορές το παίζαμε το χρόνο.Τόσο χιονίζει στα νησιά.Το λαχταρούσαμε παιδιά της γειτονιάς όλα. Μικροί μεγάλοι, παιδιά όλοι. Πότε άλλοτε; Ποτέ.
Στοίβαζε χιόνι στης Μελπάρας το χάλασμα και μας περίμενε.
Άρεσαν και σ´αυτόν τα πανηγύρια.
Ο χειμώνας του στερούσε τις φωνές.
Βαριόταν τους καυγάδες των κυμάτων, που όλη μέρα μαλιοτραβιόταν σαν τις κουτσομπόλες.
Βαριόταν τις ριπές των ανέμων που δημιουργούσαν θαλασσογραφίες για όλες τις γκαλερί του κόσμου.
Χθες, όλη μέρα, ό,τι υπήρχε στο μπαλκόνι της πόλης, χοροπηδούσε στο μένος του βοριά.
Τη νύχτα σίγησε.
Λες; είπα προς στιγμή στο δρασκέλισμα του άλματος εις όπισθεν των χρόνων και έβαλα τη νοσταλγία στο μαξιλάρι της…
Κοιμήσου αγαπημένη.
Ονειρέψου ό,τι δικαιούσαι και στάσου στο βάθος σου.
Απώτερο μέλλον δε σου έχει επιφυλάξει η μοίρα σου.
Τι το θες το χιόνι για μια μπάλα χιονιού που δε θα χτίσεις,για ένα παιχνίδι που σου λείπουν οι συμπαίκτες.
Μάταια ψάχνεις τα πλεκτά γάντια που σου είχε πλέξει η Νόνα.
Κι εκείνο το κασκόλ το ριγωτό κόκκινο- μπλε και τον σκούφο με τη φούντα που απαιτούσε κι αυτή το ασορτί της.
Τράβηξα την κουρτίνα του χρόνου.
Τα σύννεφα στον ουρανό μοιράζονταν θρόνους, τα σκαλοπάτια της αυλής μου πομπή λευκή Ανθεστηρίων.
Στοιβάζονταν σα πούπουλα γλάρων λευκών οι νιφάδες στη φύση ολούθε και στη χαίτη του Φωφώκου που ξενυχτούσε την αφοσίωσή του στην πολυθρόνα μου.
Ξαφνικά, από τα βάθη των σκιών, ένας παράφρων ποντισμός φωτός, άγουρων ηλιαχτίδων, κοσμούν με διαμαντόπετρες τον αλαβάστρινο λαιμό της χιονισμένης μου ροδιάς.
Νυφούλα ντροπαλή, άσπιλη κι αμόλυντη θαρρείς, σα ποτέ της να μη γνώρισε τη συνουσία και το αίμα της γέννας των καρπών της.
Κι όλα περβόλια καλοσύνης μοιάζουν γύρω μου.
Περίεργοι ανθώνες αποκάλυψης αινίγματος και μυστηρίου.
Οι ασήμαντοι δρόμοι έγιναν εν νυκτί μιά σημαντικοί σαν εξερεύνηση ενταφιασμένων στιγμών της ιστορίας.
Ψάχνω της Νόνας το κασκόλ μέσα στα ερείπια της μνήμης.
Της μητέρας τα πλεχτά γαντάκια ψάχνω,
εκείνες τις χουφτίτσες,χωρίς δάχτυλα, ότι πρέπει για χιονιές.
Και τον κυνηγετικό του σκούφο, εκείνον με προέκταση λαιμού.
Τρίζουν τα γαλότσια μου στο χιόνι.
Φτάνω στης Μελπάρας το χάλασμα. Που είσαστε κρυμμένες μνήμες;
Τις μαζεύω στοργικά σε μια ύστατη επώδυνη χιονιά, και την πετάω σα χάδι στα αυτάκια του Φωφώκου μου, μόνος πιστός της ελεημοσύνης των στιγμών.