Ένας ταξιτζής διηγείται. Η ιστορία μιας (90χρονης) ζωης
Ένας ταξιτζής διηγείται
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Μόλις έφτασα στην διεύθυνση που με είχαν καλέσει, πάτησα την κόρνα του αυτοκινήτου μου. Περίμενα μερικά λεπτά και κόρναρα ξανά. Ήταν η τελευταία κούρσα της βάρδιάς μου, οπότε σκέφτηκα να συνεχίσω την πορεία μου. Αντί να συνεχίσω όμως, σταμάτησα, περπάτησα έως την πόρτα και χτύπησα.
«Μισό λεπτό», απάντησε μια αδύναμη, ηλικιωμένη φωνή. Ακουγόταν σαν να σέρνει κάτι στο πάτωμα. Μετά από μια μικρή παύση, η πόρτα άνοιξε και μπροστά μου στάθηκε μια γυναίκα γύρω στα 90. Φορούσε ένα φόρεμα και ένα καπέλο με πέπλο, έμοιαζε με χαρακτήρα από ταινία του 1940. Είχε δίπλα της μια μικρή τσάντα από νάιλον. Το σπίτι έμοιαζε εγκαταλειμμένο. Όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Δεν υπήρχαν πουθενά ρολόγια, διακοσμητικά και γενικώς αντικείμενα. Σε μια γωνία υπήρχε ένα χαρτονένιο κουτί γεμάτο παλιές φωτογραφίες και γυαλικά.
«Θα μπορούσες να πας την τσάντα μου στο αυτοκίνητο;» είπε. Πήρα την τσάντα και την πήγα μέχρι το ταξί, έπειτα γύρισα για να τη βοηθήσω. Πιάστηκε από το χέρι μου και πήγαμε σιγά σιγά προς το ταξί.. Με ευχαριστούσε διαρκώς για την καλοσύνη μου.
«Δεν κάνει τίποτα» της είπα.
«Προσπαθώ απλώς να συμπεριφέρομαι στους επιβάτες μου, όπως θα ήθελα να συμπεριφέρονται στην μητέρα μου» συνέχισα.
«Είσαι τόσο καλό παιδί» είπε.
Όταν μπήκαμε στο ταξί, μου έδωσε μια διεύθυνση και με ρώτησε αν θα μπορούσαμε να πάμε μέσω του κέντρου της πόλης. Της είπα πως δεν ήταν η γρηγορότερη διαδρομή αλλά μου απάντησε πως δεν έχει πρόβλημα.
«Δεν βιάζομαι, η διεύθυνση που σας έδωσα, είναι η διεύθυνση ενός γηροκομείου», κοίταξα στον καθρέφτη και είδα πως ήταν έτοιμη να κλάψει,
«Έχω χάσει όλη μου την οικογένεια», συνέχισε με μια γλυκιά και κουρασμένη φωνή. «Ο γιατρός μου, μου είπε πως δεν μου έχει μείνει πολύς χρόνος». Ακούγοντάς την έκλεισα διακριτικά το ταξίμετρο για να μη γράφει και να μη τη χρεώσω.
«Ποια διαδρομή θα θέλατε να ακολουθήσω;» την ρώτησα.
Για τις επόμενες δύο ώρες οδηγούσαμε μέσα στην πόλη. Μου έδειξε το κτήριο που εργαζόταν κάποτε, μου έδειξε το σπίτι που εκείνη και ο σύζυγός της έμεναν όσο ήταν νιόπαντροι, σταματήσαμε μπροστά από ένα κατάστημα επίπλων που παλιότερα ήταν αίθουσα χορού και πήγαινε όσο ήταν νέα. Πολλές φορές μου ζήτησε να επιβραδύνω μπροστά από κάποιο κτήριο ή κάποια γωνία ενώ εκείνη κοιτούσε μέσα από το σκοτάδι, χωρίς να λέει κουβέντα.
Καθώς η πρώτη αχτίδα του ήλιου γεννιόταν στον ορίζοντα, μου είπε απότομα «Κουράστηκα, ας πάμε τώρα».
Οδηγούσαμε τώρα στη σιωπή. Όταν φτάσαμε έξω από το γηροκομείο παρατήρησα κι εγώ το κτήριο. Δύο νοσηλευτές βγήκαν έξω στην πόρτα με ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μάλλον θα την περίμεναν.
Άνοιξα το πορτμπαγκάζ, πήρα την τσάντα της κυρίας και την πήγα μέχρι την πόρτα. Όταν έφτασα, η γυναίκα είχε ήδη καθίσει στο αναπηρικό καροτσάκι.
Εδώ γράφηκε ο επίλογος της βάρδιας μου με το ταξί.
«Πόσο σας οφείλω;» με ρώτησε. «Τίποτα» της απάντησα.
Μου είπε πως δουλεύω για να βγάλω λεφτά, και της απάντησα πως υπάρχουν και άλλοι πελάτες.
Αυθόρμητα έσκυψα και την αγκάλιασα. Με κράτησε σφιχτά με όση δύναμη είχαν τα τρεμάμενα χέρια της, και μου είπε πως της έδωσα μια μεγάλη χαρά. «Σε ευχαριστώ. Δεν θα σε ξεχάσω»..
Έσφιξα το χέρι της και γύρισα πίσω στο ταξί, την ώρα που αχνόφεγγε το πρωινό φως.
Καθώς μπήκα στο ταξί και έκλεισα την πόρτα, αισθανόμουν ότι έκλεισε μια πόρτα, η πόρτα μιας ζωής, αυτής της ηλικιωμένης μητέρας.
Δεν πήρα άλλους επιβάτες εκείνη την μέρα, οδηγούσα χωρίς προορισμό βυθισμένος στις σκέψεις και τα συναισθήματα μου. Για το υπόλοιπο της μέρα δεν μπορούσα καν να μιλήσω.
Σκεφτόμουν αυτή η γυναίκα πόσο εύκολα θα μπορούσε να έχει πετύχει έναν άλλον συνάδελφο νευρικό οδηγό ταξί, ή κάποιον που θα βιαζόταν να τελειώσει την βάρδιά του και δεν θα της είχε κάνει τη χάρη να γυρνάει ώρες στην πόλη για να δει για τελευταία φορά τα γνωστά της μέρη.
Τι θα συνέβαινε αν είχα αρνηθεί την κούρσα ή αν είχα κορνάρει άλλη μια φορά και είχα φύγει;
Σαν ταξιτζής μου έχουν τύχει πάρα πολλές περιπτώσεις με διάφορους πελάτες. Συνειδητοποίησα πως αυτή η κούρσα ήταν ίσως ό,τι πιο σημαντικό είχα κάνει στη ζωή μου. Σε μια ηλικιωμένη μητέρα που μόνη της, χωρίς κανέναν δικό της δίπλα της, πήγε να βρει τη γαλήνη σε ένα γηροκομείο.