Γιατί την Κυριακή των Βαϊων τρώμε ψάρι
Γιατί την Κυριακή των Βαϊων τρώμε ψάρι
Μέχρι την άλλη Κυριακή, του Πάσχα στην Ελλάδα, είμαστε στη σαρακοστή, δηλαδή σε αυστηρή νηστεία. Εντούτοις, την Κυριακή των Βαϊων επιτρέπεται το ψάρι, επειδή από το ΙΧΘΥΣ (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ) αναγνωρίζονταν δημόσια οι πρώτοι οπαδοί του Χριστού – όπως κι Εκείνος αναγνωρίστηκε όταν μπήκε στην Ιερουσαλήμ και οι Εβραίοι τον υποδέχτηκαν με κλαδιά από βάγια (φοίνικα).
Το σχετικό τραγούδι των παιδιών λέει:
Βάγια, βάγια των βαγιών. Τρώνε ψάρι και κολιό
Κι ως την άλλη Κυριακή με το κόκκινο αυγό.
Την Κυριακή των Βαϊων σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, δηλαδή από φοίνικες, ή από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά και μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη «επί πώλου όνου», αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντινά γινόνταν «ο περίπατος του αυτοκράτορα», από το Παλάτι προς τη Μεγάλη Εκκλησία.
Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά. Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους.
Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια.
Τα “βαγιοχτυπήματα” σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: “Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα”.
Δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί με τις γονιμοποιές, αποδίδονταν στα βάγια και γι αυτό έπρεπε μετά την εκκλησία όλα να τα “βατσάσουν” για το καλό. Τα δέντρα, τα περβόλια, τα κλήματα, τις στάνες, τα ζώα, τους μύλους, τις βάρκες. Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι. “Μέσα βάγια και χαρές, όξω ψύλλοι, κόριζες!”
Όλα εξαφανίζονταν από τα σπίτια μόλις μπαίναν τα βάγια. Κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ’ αυτά “κάπνιζαν” οι γυναίκες τα παιδιά για το “κακό το μάτι”.
Το έθιμο της περιφοράς των κλαδιών θυμίζει την “ειρεσιώνη”, μια γιορτή των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν το στολισμένο με καρπούς κλαδί, που στις γιορτές της άνοιξης περιφέραν στους δρόμους τα παιδιά.
(Θ.Δ.)